X-Men: First Class: Το franchise ξαναβρίσκει τα σωστά γονίδια - iefimerida.gr

X-Men: First Class: Το franchise ξαναβρίσκει τα σωστά γονίδια

NEWSROOM IEFIMERIDA.GR

Ο Matthew Vaughn κάτω απ’ το βλέμμα του Bryan Singer στην παραγωγή και την επιμέλεια του σεναρίου, στήνει μια αλά ‘60s κατασκοπική περιπέτεια υπερηρώων, και με μπόλικο χώρο στην ανάπτυξη των υπερcool χαρακτήρων, παραδίδει το καλύτερο πράγμα που έχει συμβεί στο franchise απ’ την εποχή της σύλληψής του. Στις αίθουσες την Πέμπτη 9 Ιούνη.

Ο Bryan Singer επιστρέφει στη σειρά που ο ίδιος ξεγέννησε πριν μια δεκαετία και κάτι, αυτή τη φορά κρατώντας την καρέκλα του παραγωγού και την επίβλεψη του σεναρίου, που σε γυρίζει πίσω στα ψυχροπολεμικά ’60 για να σου αποκαλύψει την πρώτη μεγάλη σύναξη των μεταλλαγμένων, και το ξεσκέπασμα της ύπαρξής τους μέσα απ’ την παραλίγο ολέθρια πυραυλική κρίση της Κούβας.

Βασισμένο βασικά στις προθέσεις της παραγωγής να ετοιμάσει origin story του Magneto για τις αίθουσες και spin-off μικρότερων μεταλλαγμένων χαρακτήρων για τις τηλεοράσεις, το σενάριο συνδυάζει και τα δύο για ένα reboot του franchise, που παίζει σαν κατασκοπική ψυχροπολεμική περιπέτεια με ήρωες και αντιήρωες που, παρεμπιπτόντως, έχουν υπερδυνάμεις. Χωρίς να ανησυχεί ιδιαίτερα για το προβλέψιμο της πλοκής, δίνει μπόλικο χώρο ν’ απλωθούν οι χαρακτήρες και σ’ αφήνει να κοιτάς την οθόνη με ύφος χαζοχαρούμενου απέναντι στο coolness του να συναντάς σαν για πρώτη φορά ένα μάτσο χαρακτήρες που ξέρεις ότι γουστάρεις, και για added bonus, να σου συστήνουν ένα μάτσο εξίσου γαμάτων φίλων κι εχθρών.

Η ποικιλία των υπερδυνάμεων ήταν ανέκαθεν το εθιστικότερο των δολωμάτων του μεταλλαγμένου σύμπαντος που σκαρφίστηκε στα ‘60s ο Stan Lee, κι ο Matthew Vaughn φροντίζει να το εκμεταλλευτεί ετοιμάζοντας με μαστόρικη σπιρτάδα τον τρόπο που σου τις αποκαλύπτει, ενώ μοιράζει στους χαρακτήρες τόσο χρόνο όσο δικαιολογεί το ενδιαφέρον τους, με τον Magneto του Michael Fassbender να γεμίζει το μεγαλύτερο κομμάτι της οθόνης, όχι μονάχα χάρη στο βάθος του σκοταδιού του χαρακτήρα του, αλλά και στην επιβλητική ερμηνεία που παραδίδει με εξωπραγματική άνεση ο Γερμανός.

Στον αντίποδα, ο James McAvoy εκτίθεται πνιγμένος στο cheeziness του αλαφρόκαρδου ουμανισμού του Xavier και τα χλιαρά inside jokes για την μετέπειτα εξέλιξη του χαρακτήρα του, κατάσταση άβολη κι ενδεικτική της δυσκολίας του Vaughn να ισορροπήσει την τονικότητα μιας ταινίας που ανά διαστήματα αδικείται από εξάρσεις βαρύγδουπης σοβαροφάνειας σε αφελείς ατάκες και προβλήματα άνεσης σε χιούμορ πιο ανάλαφρο και mainstream απ’ τον μαύρο κυνισμό στον οποίο ειδικεύεται ο παλιός παραγωγός του πρώιμου Guy Ritchie και σκηνοθέτης του Kick Ass (2010).

Υποφέροντας απ’ την παραδοσιακή υποχρέωση των καλοκαιρινών διεκδικητών των ταμειακών κορυφών να δείχνουν πιο ακριβοί απ’ όσο τους χρειάζεται, ο ρυθμός της ταινίας γονατίζει στις μεγάλες σκηνές ψηφιακής δράσης που μοιάζουν περισσότερο με περιττά, θορυβώδη κι ασαφή φορτία, ο Vaughn όμως δίνει ρέστα στις σώμα με σώμα αναμετρήσεις των υπερδυνάμεων και υπηρετεί με σαφή επίγνωση της κατεύθυνσής του, ένα σενάριο που θα μπορούσες να το παρακολουθείς για ώρες να ξεδιπλώνεται, όπως παρακολούθησες για χρόνια να απλώνεται το σύμπαν του στις χρωματιστές σελίδες ενός απ’ τα επιδραστικότερα και διασκεδαστικότερα κόμιξ της σύγρονης pop κουλτούρας.

Διάβασε επίσης: Γνώρισε τους νέους X-Men

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ