Ήταν το μεγάλο της μυστικό. Ο θάνατος που την πόνεσε όσο τίποτα άλλο στη ζωή της και απέφευγε συστηματικά να μιλάει γι' αυτόν, ο θάνατος του πατέρα της, ο οποίος θεωρήθηκε συνεργάτης των Γερμανών και εκτελέστηκε.
Δεν το αποκάλυψε ποτέ. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι σε καμιά συνέντευξή της η Αλίκη δεν μιλάει για τον πατέρα της, αλλά δίνει όλη της την έμφαση στην πολυαγαπημένη της μητέρα.
Ο διορισμός από τον Τσολάκογλου
Στις αρχές του 1941, όταν στο τιμόνι της διακυβέρνησης της χώρας βρίσκεται ο στρατηγός Τσολάκογλου, ο οποίος διορίζει όλους τους αιρετούς, διορίζει νομάρχη Αρκαδίας τον Ιωάννη Βουγιουκλάκη.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ιωάννης Βουγιουκλάκης σε λόγο του προς τον αρκαδικό λαό:
«Αρκάδες, φέρων τον σταυρόν που μου έδωσε η κυβέρνησις του Έλληνος Πατριώτου Στρατηγού Τσολάκογλου ήλθα κοντά σας έτοιμος να ανέβω τον Γολγοθά διά να συγκρατηθεί ό,τι είναι δυνατόν διά να περισωθεί ό,τι είναι δυνατόν και με τον ηρωικό μας μόχθον και την ειλικρινήν και έντιμον εις την Ευρωπαϊκήν πραγματικότητα προσήλωσίν μας να ανατείλουν αι καλλίτεραι ημέραι της πατρίδος μας».
«Ο Βουγιουκλάκης θεωρούνταν καλός άνθρωπος για τον απλό λαό. Είχε βάλει ορισμένα πράγματα σε μια αποθήκη προκειμένου να τα μοιράσει στους Τριπολιτσιώτες. Τότε, λοιπόν, ερχόμενοι οι Γερμανοί στην Τρίπολη άνοιξαν τις αποθήκες και πήραν τα τρόφιμα, με αποτέλεσμα να θεωρήσουν οι αντάρτες ένοχο τον Βουγιουκλάκη» λένε οι τοπικές μαρτυρίες.
«Έριχναν μεγάλα λιθάρια πάνω στα κεφάλια τους»
Στο βιβλίο «Εθνική Αντίστασις 1941-45» του Κοσμά Εμμανουήλ Αντωνόπουλου είναι καταγεγραμμένη με κάθε λεπτομέρεια η εκτέλεση του Ιωάννη Βουγιουκλάκη
«Εις το στρατόπεδον συγκεντρώσεως Χαράδρου Κυνουρίας ήσαν 65 κρατούμενοι, από διάφορες περιοχές Τριπόλεως. Επιστήμονες, υπάλληλοι, αγρότες, επαγγελματίες, νέα παιδιά, ήσαν φυλακισμένοι από τους κομμουνιστάς, διότι δεν τους ακολουθούν. Τούς βασανίζουν κάθε ημέρα, κάθε νύκτα και οποίους θελήσουν παίρνουν λίγους λίγους, ομάδες και τους εκτελούν, τους αποτελειώνουν.
Εκεί είναι, μεταξύ άλλων, ο Γ. Βουγιουκλάκης από την Λακωνίαν, ο Αναστάσιος Καναβάρος από την Λακωνίαν, ο Σαράντος Πουρναράς από το Πάπαρι Μαντινείας, ο Γεώργιος Τράκας από Πάπαρι Μαντινείας και ο Τάκης Κουγιούφας εκ Τριπόλεως. Ο Βουγιουκλάκης είχε υπηρετήσει ως νομάρχης Αρκαδίας κατά τά έτη 1941-43 και είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες εις όλους τους κατοίκους.
Με την ικανότητά του και την δραστηριότητά του είχε προμηθεύσει τρόφιμα εις τους κατοίκους. Με την αυτοθυσίαν του και την πολιτικότητά του είχε κατορθώσει να σώση πολλούς από το εκτελεστικό απόσπασμα των Ιταλογερμανών. Και ο οπλαρχηγός Γρηγόριος Μαντζουράνης βεβαιώνει ο ότι ο Βουγιουκλάκης τον εβοήθησε να σωθή από τους Ιταλούς το 1941.
Το 1942 παραιτείται από νομάρχης, διότι δεν είχεν ελπίδες, πλέον, να προσφέρη υπηρεσίες στον τόπο και επιστρέφει εις την Αθήνα πλησίον της οικογενείας του. Αλλά πεινάει ή οικογένειά του. Αναγκάζεται κατά Νοέμβριον 1943, να γυρίση εδώ και εκεί, να εΰρη λίγα τρόφιμα με ανταλλαγή ρούχων που είχε μαζί του και πηγαίνει εις τα χωριά της Κορινθίας. Εκεί τον συλλαμβάνουν οι κομμουνισταί και τον μεταφέρουν εις το στρατόπεδον Χαράδρου Κυνουρίας. Ο Αναστάσιος Κανάβαρος το 1941 υπηρετούσε ως φύλαξ φυλακών Τριπόλεως. Τον Νοέμβριον 1943 τον συλλαμβάνουν οι κομμουνισταί και τον φέρνουν και αυτόν στο ίδιο στρατόπεδο, χωρίς κανένα λόγον. Διά την ομάδα αυτήν των κρατουμένων οι κομμουνισταί αρχίζουν ειδικά βασανιστήρια.
Τους παίρνουν κάθε πρωί από το στρατόπεδο, τους μεταφέρουν εις απόστασιν 100 μέτρων και τους αρχίζουν εις το ξύλο μέχρις αίματος. Αυτό συνεχίζεται κάθε πρωί, μέχρις ότου τους έσπασαν τα πόδια και τα χέρια. Επειδή δεν ημπορούσαν να βαδίσουν πλέον, τους βασανίζουν παρουσία όλων των κρατουμένων του στρατοπέδου. Μαζί με τους κρατουμένους είναι και ο Στέφανος Χατζόπουλος, σύνδεσμος των ανταρτών του Ε.Σ. Ταϋγέτου, από το Ανεμοδούρι Μεγαλοπόλεως. Οι κομμουνισταί κουράζονται να τους κτυπούν. Ο Βουγιουκλάκης από τους πολλούς πόνους έλεγε: «Άνοιξε γη να μπω μέσα!».
Όλοι είχαν μείνει κάτω, σαν σακκιά, σωροί ανθρώπων. Την 31ην Δεκεμβρίου 1943, αποφασίζουν, πλέον, να τους εκτελέσουν, αλλά δεν μπορούν να βαδίσουν, δεν ημπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους. Φέρνουν, λοιπόν, τρία μουλάρια και τους φόρτωσαν και τους πέντε, από εδώ και από εκεί, σαν φόρτωμα με σακκιά ή ξύλα. Τους μετέφεραν σε απόστασιν 150 μέτρων και τους έρριξαν μέσα σε μια νεροφαγιά, δηλ. σε ένα ανοιγμένο λάκκο από το νερό. Μετά για να τους αποτελειώσουν, τους έριχναν επάνω τους μεγάλα λιθάρια και τους έσπασαν τα κεφάλια τους... Έπειτα οι κομμουνισταί επέστρεψαν στο στρατόπεδον, διηγούντο τα έργα των και υπερηφανεύοντο διά το κατόρθωμά των».