Ανοίγοντας το λεξικό στο λήμμα «νούμερο», ανάμεσα στις διάφορες σημασίες της λέξης διαβάζει κανείς και αυτή που μας ενδιαφέρει: Νούμερο (το), για πρόσωπο που με τη συμπεριφορά του προκαλεί τα γέλια ή τα ειρωνικά σχόλια: Όπου πάει γίνεται ~ με τις ανοησίες που λέει και που κάνει. Mη φωνάξεις, γιατί γίναμε ~ στον κόσμο. Aυτός είναι ~ / είναι το ~ της τάξης.
Μία περαιτέρω λεξικολογική έρευνα εύκολα μπορεί να αποκαλύψει την προέλευση αυτής της σημασίας από το χώρο του τσίρκου και του θεάτρου:
νούμερο (το) : 1α.αυτοτελής σκηνή σε επιθεώρηση ή αυτοτελές κομμάτι σε πρόγραμμα τσίρκου, νυχτερινού κέντρου κτλ. β. ρόλος καλλιτέχνη. γ. (πληθ., οικ.) θεατρινίστικη συμπεριφορά για να επιβάλουμε κάπως εκβιαστικά τις επιθυμίες μας.
Με λίγα λόγια, είναι ξεκάθαρο ότι ως «νούμερο» ορίζεται αυτός που – συνειδητά ή ασυνείδητα – προσελκύει με τη συμπεριφορά του τα ειρωνικά, ενίοτε επικριτικά σχόλια των άλλων και αναπόφευκτα την προσοχή τους.
Το γεγονός όμως ότι, παρά τη βλακεία τους, τα «νούμερα» προσελκύουν την προσοχή των άλλων, αυτό είναι κάτι που αξίζει την... προσοχή μας!
Σε αυτά η ελληνική «βιοτεχνία» του θεάματος οφείλει ένα πολύ μεγάλο μέρος της επιτυχίας της, ειδικά από τότε που η ιδιωτική τηλεόραση ανέλαβε να μετατρέψει την εμπειρία της τηλεθέασης σε παρέλαση θεαμάτων αξεπέραστης ηλιθιότητας.
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει στάδιο στη διαδικασία κοινωνικής εξέλιξης του Έλληνα που να μην εμπεριέχει κάποιον που αναλαμβάνει τον επίπονο ρόλο του «νούμερου»:
'Ολοι θυμούνται τον «μ@λ@κ@» της τάξης που δεν έχανε ευκαιρία να ξεφτιλίζεται ενώπιον των συμμαθητών του, για να λάβει επιπλέον ως επιβράβευση την απαιτούμενη βροχή από καρπαζιές.
Όλοι επίσης θυμούνται το «νούμερο» που έπαιρνε τη σκυτάλη στο θέατρο του παραλόγου που ονομάζεται ελληνικός στρατός, για να αποτελέσει κύριο θέμα όλων των γραφικών κατοπινών αναδρομών στη σκληρή, αλλά «γλυκιά» περίοδο της στρατιωτικής θητείας: «Τι να κάνει ρε άραγε εκείνο το νούμερο;».
Σειρά παίρνει ο περίγελως των πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων: εκεί το «νούμερο» δεν κουβαλούσε όπλο, αλλά ντάνες βιβλία, περιφερόμενο στο προαύλιο του πανεπιστημίου, ρητορεύοντας και φροντίζοντας να ξεφτιλίσει με τις ηλιθιότητές του ό,τι σοβαρό μπορεί να είχε διαβάσει σε αυτά.
Τέλος, το «νούμερο» του εργασιακού χώρου που έδινε και εξακολουθεί να δίνει στους συναδέλφους του την ευκαιρία να «ξαλαφρώνουν» που και που εν ώρα εργασίας, επιβεβαιώνοντας τον πανάρχαιο κανόνα που θέλει τα κοινωνικά σύνολα να εξελίσσονται στις πλάτες των αποδιοπομπαίων τράγων-μαύρων προβάτων που αναλαμβάνουν όλο το βάρος της ενοχής για λογαριασμό της κοινότητας.
Το γεγονός, όμως, ότι ένας συρφετός από «νούμερα» έχουν κατακλύσει την καθημερινότητά μας μέσα από τις οθόνες των τηλεοράσεων δείχνει και κάτι άλλο ουσιαστικό για το κοινό-παραλήπτη:
Ότι αυτό αντκατοπτρίζει την ψυχολογική δομή ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας, η οποία μοιάζει να βρίσκεται ακόμη σε πολύ αρχαϊκό στάδιο ανάπτυξης, επειδή ακριβώς εξακολουθεί να έχει ανάγκη από το άγριο ψυχολογικό «παιχνίδι» ταύτισης και απώθησης με τα «νούμερα», για να έχει σαφή αντίληψη του εαυτού της.
Το «νούμερο» που διαλαλεί από την τηλεόραση την πεποίθησή του ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν επαφές με εξωγήινους, το «νούμερο» στο βήμα της βουλής ή στα τηλεοπτικά παράθυρα που με θράσος εκμεταλλεύεται τη βλακεία του, προσελκύοντας την προσοχή, τα κάθε λογής «νούμερα» που με πορνογραφικό τρόπο εκθέτουν στο φακό τις σάπιες οδοντοστοιχίες τους, την ανικανότητά τους, τη γελοιότητά τους, τις ενοχλητικές φωνές τους – όλα αυτά δεν είναι περιθωριακές περιπτώσεις στις παρυφές του κανονικού συστήματος, αλλά ένας από τους κυριότερους μοχλούς πολιτιστικής και κοινωνικής ανάπτυξής του.
Και όσο οι Έλληνες θα συνεχίζουν να πιστεύουν ότι τα «νούμερα» αντανακλούν απλά και ανώδυνα τη φαιδρή όψη της πραγματικότητας, ένα ευχάριστο ψυχαγωγικό διάλειμμα, τόσο πιο κεντρικό ρόλο θα αναλαμβάνουν αυτά στη ροή των πραγμάτων.