Τα ακραία φαινόμενα μαζικών δολοφονιών που έχουν ταρακουνήσει την κοινωνία των ΗΠΑ, ειδικά μετά τα μακελειά σε Κολοράντο και Νιούταουν, έχει οδηγήσει την αμερικανική επιστημονική κοινότητα σε ένα ανελέητο κυνήγι εντοπισμού του γονιδίου-δολοφόνου που ευθύνεται για την προδιάθεση ορισμένων ατόμων σε εγκληματικές ενέργειες.
Το δείγμα προέρχεται από το γενετικό υλικό του κατά συρροήν νεαρού δολοφόνου Άνταμ Λάνζα και στόχος η εξαντλητική ανάλυσή του προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα για τις αιτίες που ευθύνονται για σοβαρές συμπεριφορικές αποκλίσεις.
Μία μέθοδος που έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις, καθώς μία ενδεχόμενη αστυνόμευση του γενετικού κώδικα εύκολα θα μπορούσε να γεννήσει μελλοντικά τον εφιάλτη της στιγματοποίησης, αλλά και για το λόγο ότι υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να υποβαθμιστεί ο σημαντικός παράγοντας του περιβάλλοντος και των εξωγενετικών συνιστωσών που επιδρούν διαμορφωτικά στην ψυχική και συναισθηματική ανάπτυξη του ατόμου.
Η πρώτη φορά που το θέμα των γενετικών προεκτάσεων της συμπεριφοράς των κατά συρροήν δολοφόνων τέθηκε επί τάπητος ήταν το 1998, όταν ένας 15χρονος μαθητής γυμνασίου, ονόματι Κιπ Κίνκελ, σκότωσε τους γονείς του κι έπειτα κατευθύνθηκε στο σχολείο, πυροβολώντας 24 μαθητές, ένας εκ των οποίων έχασε τη ζωή του.
Στη δίκη του, ένας παιδοψυχίατρος υποστήριξε ότι ο Κίνκελ ήταν μία γενετικά βεβαρυμένη περίπτωση ατόμου με προδιάθεση στην παραφρένεια και τη βία.
Τα χρόνια που ακολούθησαν υπήρξαν κι άλλες περιπτώσεις επίκλησης του γενετικού παράγοντα ως υπαίτιου με ένα όμως βασικό χαρακτηριστικό: όλες τους έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα στη μονόδρομη σχέση μεταξύ διανοητικής υγείας και γενετικής, παραβλέποντας το απλό γεγονός ότι η ακολουθία του DNA δεν μπορεί να εξηγήσει από μόνη της κάτι τόσο πολύπλοκο όσο η ανθρώπινη συμπεριφορά.
Είναι πολύ σημαντική η συμβολή της επιστήμης της γενετικής στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η γενετική θωράκιση του ατόμου επιδρά στη συμπεριφορά των δολοφόνων, αλλά από μόνη της ελάχιστα πράγματα μπορεί να μας πει για το τι κινεί τις πράξεις τους.
Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο ανησυχητική, αν λάβει κανείς υπ' όψη του την τάση της αμερικανικής κοινωνίας να διογκώνει ψυχωτικά τα συμβάντα, να στήνει κυνήγια μαγισσών, να δαιμονοποιεί ανθρώπους και καταστάσεις, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ευαίσθητα ζητήματα που άπτονται της ψυχικής υγείας.
Ίσως, η πρόταση για γενετικό έλεγχο στις ΗΠΑ να αποδειχθεί στο μέλλον ακόμη πιο επικίνδυνη από τους κατά συρροή δολοφόνους της, και αυτό γιατί πασχίζοντας να ελέγξει όλες τις παθογόνες συμπεριφορές στην επικράτειά της, αυτό που χάνει από το πεδίο της παρατήρησής της και αποτυγχάνει να ελέγξει είναι ο ίδιος της ο εαυτός.