Η πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης να «σκαλίσει» και να «καθαρίσει» ένα αρκετά παλιό «σπυρί» στην «επιδερμίδα» του αστεακού ιστού της πρωτεύουσας, σε μία προσπάθεια να δείξει ότι είναι κι αυτή μέτοχος στην προσπάθεια αποκατάστασης της «τάξης» και «ασφάλειας» και όχι μόνο οι ακροδεξιές δυνάμεις «εκκαθάρισης», αποτελεί ένα εξαιρετικά περίπλοκο επεισόδιο στη σύγχρονη ιστορία των εναλλακτικών τρόπων κοινωνικής οργάνωσης.
Τόσο, μάλιστα, που φέρνει στην επιφάνεια ένα ευρέως διαδεδομένο φαινόμενο στον ευρωπαϊκό χώρο που χρονολογείται από την εποχή της παρισινής κομμούνας και εκτείνεται μέχρι της μέρες μας στην Ιταλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και φυσικά και στην Ελλάδα.
Προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης, στόχος του άρθρου δεν είναι να πάρει θέση και να αποφανθεί για το ορθό ή μη ορθό χαρακτήρα των κρατικών επιχειρήσεων εκκαθάρισης των κατειλημμένων από αναρχικές ή άλλες ομάδες, αλλά να αναδείξει τις διαστάσεις ενός φαινομένου, του οποίου η ιστορία απλώνεται στα σημαντικότερα αστεακά κέντρα της Γηραιάς Ηπείρου και συνδέεται με την πολιτική συνείδησή της.
Κατά μία έννοια, αν εξετάσει κανείς από κοντά την ιστορία των «καταλήψεων» ή, ορθότερα, «κοινωνικών κέντρων», ανά τον κόσμο, θα ανακαλύψει ότι – εξαιρουμένων ορισμένων περιπτώσεων στη Νέα Υόρκη και το Σαν Φρανσίσκο (παραδοσιακό κέντρο πολιτικού ακτιβισμού) – αποτελεί καθαρά ευρωπαϊκό δημιούργημα με εξαιρετική βαρύτητα στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.
Το κίνημα ξεκίνησε το 1975 στην Ιταλία, όταν ριζοσπάστες κομμουνιστές, αναρχικοί, καλλιτέχνες και άλλες εναλλακτικές ομάδες (πανκς, ρέιβερς) κατελάμβαναν εγκαταλελειμμένα εργοστάσια, πύργους, σχολεία και εκκλησίες και τις μετέτρεπαν σε κινηματογράφους, συναυλιακούς χώρους, τόπους ψυχαγωγίας και γκαλερί τέχνης.
Μακράν του να είναι χαοτικοί, βρωμεροί χώροι-καταφύγια εγκληματικών και άλλων περιθωριακών στοιχείων, τα «κοινωνικά κέντρα της Ιταλίας» βρίσκονταν ανέκαθεν στο προσκήνιο της πιο ζωτικής πολιτιστικής δραστηριότητας.
Όλα άρχισαν στο Μιλάνο με μία ομάδα κομμουνιστών να καταλαμβάνει ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο σε φτωχή γειτονιά. Αφού το καθάρισαν και το οργάνωσαν, κοινοποίησαν το μανιφέστο τους: θα έφτιαχναν όλα όσα εξέλειπαν από τη φτωχογειτονιά του Μιλάνου: κέντρα προσχολικής αγωγής, νηπιαγωγεία, βιβλιοθήκες, κλινικές και χώρους οργάνωσης μαζώξεων και συναυλιών.
Εν συνεχεία, προσκάλεσαν τους τοπικούς αξιωματούχους και τον τοπικό πληθυσμό και το περίφημο κοινωνικό κέντρο του Λεονκαβάλο είχε γεννηθεί, έχοντας προσθέσει στις εγκαταστάσεις του ένα εργαστήριο ξυλουργικής, άλλο ένα ραπτικής, καθώς και ένα θέατρο.
Έκτοτε, το εν λόγω κέντρο αναγκάστηκε να κλείσει, με απόφαση του κράτους, και να μετεγκατασταθεί αρκετές φορές, αποτελώντας σήμερα μία γιγαντιαία δομή με χώρους κάθε είδους πολιτιστικής δραστηριότητας, καθώς και με ένα ειδικό κέντρο τεκμηρίωσης προορισμένο να παρέχει βοήθεια στους μετανάστες.
Σήμερα, στην Ιταλία λειτουργούν 150 τέτοια κέντρα, συνεχίζοντας την καθαρά ριζοσπαστική-κομμουνιστική παράδοση των μη κερδοσκοπικών, αντικαπιταλιστικών κέντρων κοινωνικής οργάνωσης, ανοικτών προς όλους και αυτόνομων, με την έννοια ότι δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της αστυνομίας και άλλων κρατικών οργάνων.
Μοναδική απαγόρευση η εκμετάλλευση του κατειλημμένου χώρου με σκοπό την κερδοσκοπία: απόλυτα ελεύθεροι, οι «ένοικοι» μπορούν λόγου χάρη να κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών, όχι όμως και να επιδοθούν στην εμπορία τους.
Τα ιταλικά κοινωνικά κέντρα – τα οποία η γαλλική Le Monde έχει χαρακτηρίσει «κοσμήματα του ιταλικού πολιτισμού» – συνεχίζουν ακόμη να εξαπλώνονται με ρυθμούς εντονότερους από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Και παρόλο που η Γερμανία και άλλες χώρες (με ανεκτικές προς το φαινόμενο σοσιαλιστικές κυβερνήσεις), έχουν πάρει τη σκυτάλη, δεν μπορούν να συγκριθούν με το ιταλικό μοντέλο, τόσο από άποψη πληθωρικότητας όσο και ιδιομορφίας.
Το γιατί, τώρα, το φαινόμενο εξακολουθεί να ευδοκιμεί στη γείτονα χώρα, αυτό είναι ένα θέμα εξίσου πολύπλοκο, για ένα εντελώς διαφορετικό άρθρο.