Προσπαθώ εδώ και ώρες να γράψω κάτι καλό για την Laurie Anderson, αλλά δεν μου βγαίνει με τίποτα. Ίσως φταίει η ζέστη που δεν συνδυάζεται καθόλου μα καθόλου με την αβαντ-γκαρντίλα, μπορεί να φταίει και ότι βαριέμαι να γράφω βιογραφίες. Τη Laurie Anderson την «γνώρισα» στην τρυφερή ηλικία των δεκατριών χρονών, όταν είδα για πρώτη φορά το videoclip του «Oh Superman» στο Μουσικόραμα -το έπαιζε ανελλιπώς ανάμεσα στους Roxy Music και τον David Bowie. Μου έκαναν εντύπωση τα πειραγμένα, με το vocoder, φωνητικά της, τα οποία χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα στις δουλειές της, αλλά τη μουσική της, μου ήταν τότε δύσκολο να την καταλάβω.
Τώρα, αν αυτό που άκουγα-έβλεπα το χαρακτήριζα «ένα απλό ποπάκι από αυτά που έπαιζε το Μουσικόραμα κατά καιρούς» θα με παίρνατε με τις πέτρες, καθώς τότε έκανα τα πρώτα μου βήματα στη μουσική και δεν ήξερα που πατούσα. Με αυτή την έννοια ζηλεύω τους σημερινούς πιτσιρικάδες που με ένα κλικ βρίσκονται κοντά στην Beyonce και τον Burial και ξέρουν ακριβώς τι παίζουν. Τότε απλά κρατάγαμε σημειώσεις σε μπλοκάκια. Με τις πέτρες όμως πήγε να με πάρει και ο δισκοπώλης στο κεντρικό δισκάδικο της πόλης μου, όταν με το εβδομαδιαίο χαρτζιλίκι μου, ζήτησα από τον αποσβολωμένο ιδιοκτήτη- ακόμα θυμάμαι τη φάτσα του, τη Laurie Anderson.
Τώρα που το σκέφτομαι μετά από αιώνες, μου φαίνεται πιο λογικό να ζητήσει κάποιος τους δίσκους των Zeppelin, των Doors ή των Duran Duran, αλλά πού να εξηγείς τώρα ότι αυτούς τους είχα ήδη. Σκαρφίστηκα μια ιστορία σχετική με το «Oh Superman», αλλά μάλλον έγινα ρεζίλι, αφού με αντιμετώπιζε σαν nerd που του άρεσε ο Superman ή σαν alien. Τον δίσκο τελικά τον πήρα, τον έκρυψα προσεκτικά στο μπουφάν μου για να μη με πάρει κανείς χαμπάρι, ειδικά η μάνα μου, έγραψα το αντίστοιχο νούμερο στο απόκτημα μου και τον έβαλα στο πικάπ.
Το Big Science τον θεωρώ μεγάλο δίσκο, όχι τόσο για τον τραγελαφικό τρόπο με τον οποίο τον απέκτησα, αλλά κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο μου άνοιξε νέους ορίζοντες στη μουσική και όχι μόνο. Με τη Laurie γνώρισα τη Λένα Πλάτωνος και τους Στέρεο Νόβα, περιπλανήθηκα στους σκατένιους δρόμους του Burroughs, κατάλαβα τους μονόλογους του Lou Reed και του Tom Waits, με έκανε να αγαπήσω τα spoken words, την αισθητική του δρόμου, την ηλεκτρόνικα των 80ς . Τώρα. μετά από χρόνια, τη θεωρώ μια από τις αγαπημένες μου γριές μαζί με την Siouxsie, όχι γιατί επηρέασε γενιές και γενιές μουσικών, ούτε γιατί μου άνοιξε ορίζοντες που αργά η γρήγορα θα καταλάβαινα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αλλά γιατί έκανε το πολύπλοκο και το arty, απλό, αναποδογύρισε μεταφορικά και κυριολεκτικά την «ευτελή» pop κουλτούρα με τη «σοβαρή» τέχνη.
Μπορεί τα μουσικά περιοδικά να μην την έχουν ψηλά στα στα αφιερώματα με τις γυναίκες μουσικούς, το Q αν θυμάμαι καλά την είχε σε ένα αντίστοιχο αφιέρωμα σε χαμηλή θέση, αλλά who fuckin cares; Προσωπικά τη θεωρώ μαζί με τους Kraftwerk σαν έναν από τους πρωτομάστορες στην «ηλεκτρική» κουλτούρα.
Άγγελος Κ.
Η Laurie Anderson έρχεται την Τετάρτη στην Αθήνα με το νέο multimedia project Delusion, μια νέα δημιουργία μουσικών και εικόνων, που εξερευνά την ανάμνηση, την ταυτότητα και τη νοσταλγία. Η παγκόσμια πρεμιέρα του Delusion έγινε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βανκούβερ το 2010, ενώ πρόσφατα παρουσιάστηκε στο Cal Performances του Berkeley της Καλιφόρνια, το Barbican Centre του Λονδίνου και το Brooklyn Academy of Music στη Νέα Υόρκη. Το Delusion είναι ένας διαλογισμός πάνω στη ζωή και τη γλώσσα που μεταπηδά ανάμεσα στην καθημερινότητα και το μύθο και η αρχική του σύλληψη αποτελείται από μια σειρά μικρών θεατρικών έργων μυστηρίου. Με το συνδυασμό βιολιού, ηλεκτρονικού κουκλοθέατρου, μουσικής και εικαστικών, το Delusion αφηγείται την ιστορία του στη χρωματιστή και ποιητική γλώσσα, το σήμα κατατεθέν της Anderson.
Την Τετάρτη, 8 Ιουνίου στο Θέατρο Badminton, στις 9.30 μμ.