Κάποιες χιλιάδες χρόνια επιστημονικής προόδου μας έχουν μάθει πως ένα πράγμα είναι βέβαιο σε αυτή τη ζωή: πως τίποτα δεν είναι βέβαιο. Εκτός από ένα:
Το γεγονός ότι η ζωή και ο χρόνος είναι μη αναστρέψιμες διαδικασίες. Ό,τι γράφεται δεν ξεγράφεται. Ό,τι συμβαίνει αφήνει πίσω του ίχνη που δεν μπορούν να διαγραφούν. Να επικαλυφθούν ναι. Να ξεχαστούν ναι. Να σβηστούν όμως ποτέ. Τα ίχνη είναι πάντα εκεί, ανεξάλειπτα και έτοιμα να «διαβαστούν» και να αποκρυπτογραφηθούν, αρκεί να διαθέτεις τα κατάλληλα εργαλεία...
Και αυτό ισχύει κατεξοχήν στην επιστήμη της εγκληματολογίας η οποία καλείται να ερμηνεύσει ίχνη, να τα συνδέσει, να αποκαταστήσει την «ιστορία» πίσω από το συμβάν, να ανασυνθέσει το «σενάριο», να ξαναγράψει τη «σκηνή» του εγκλήματος και σταδιακά να σχηματίσει την εικόνα που θα προδώσει τον υπαίτιο.
Αυτή η δυνατότητα έρχεται πλέον να ενισχυθεί από τη δημιουργία μίας νέας τεχνολογίας η οποία αναμένεται να φέρει επανάσταση στην έρευνα εγκλημάτων.
Η ονομασία της είναι «δυνητική (ή εικονική) αυτοψία» και επιτρέπει τον εντοπισμό ιχνών (τραυμάτων, σημαδιών, ασύλληπτων στοιχείων) που συχνά οι παραδοσιακές μέθοδοι αδυνατούν να διαλευκάνουν. Επιπλέον, έχει ήδη χρησιμοποιηθεί με επιτυχία σε δύο περιπτώσεις εγκλήματος.
Το εν λόγω σύστημα είναι ένας συνδυασμός τεχνολογιών Απεικόνισης Μαγνητικού Συντονισμού υψηλής ισχύος, ψηφιακής τομογραφίας και σάρωσης, επιτρέποντας στους ερευνητές γιατρούς και άλλους να αποκτήσουν εικονική «πρόσβαση» στα πλέον απρόσιτα τρίσβαθα των νεκρών σωμάτων, κάτι που είναι ανέφικτο για τις παραδοσιακές, συμβατικές μεθόδους αυτοψίας.
Η μέθοδος αναπτυσσόταν επί δεκαετίες, με την υπεύθυνη για την υλοποίησή της επιστημονική ομάδα να αποτελεί αρχικά τον περίγελο της πανεπιστημιούπολης στην οποία είχε καταλύσει, δουλεύοντας μέσα σε ένα σκοτεινό εργαστήριο δίχως θέρμανση.
Η «λύτρωση» ήρθε όταν ένας πλούσιος οφθαλμολόγος έκανε μία σημαντική χρηματική δωρεά, λύνοντας τα χέρια της ομάδας.