Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τέντες παρενέβη στο ζήτημα της έλλειψης φαρμάκων, ενώ την ίδια στιγμή μορφή χιονοστιβάδας προσλαμβάνουν οι προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά των αποφάσεων του αναπληρωτή υπουργού Υγείας με τις οποίες προβλέπεται μεταξύ άλλων η συνταγογράφηση των φαρμάκων με δραστική ουσία και υποχρεώνονται οι φαρμακαποθήκες να παρέχουν στα φαρμακεία πίστωση τουλάχιστον δύο μηνών.
Ειδικότερα, με αφορμή ερώτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Παναγιώτη Κουρουμπλή στη Βουλή, αλλά και την επίσκεψή του στον κ. Τέντε, ο τελευταίος παρήγγειλε στους εισαγγελείς Εφετών της χώρας να διενεργήσουν έρευνες, για το εάν έχει διαπραχθεί το αδίκημα της έκθεσης σε βάρος ασθενών, λόγω αθέμιτης άρνησης διάθεσης φαρμακευτικών σκευασμάτων.
Όπως διευκρινίζει ο ανώτατος εισαγγελικό λειτουργός, στην έννοια της άρνησης συμπεριλαμβάνεται και η συγκαλυμμένη άρνηση, αυτή της μη παροχής νόμιμης πίστωσης, αλλά και αυτή της τεχνητής έλλειψης φαρμάκων, με οποιονδήποτε τρόπο και αν αυτή γίνεται, κάτι για το οποίο είχε απευθύνει ερώτηση στον υπουργό Υγείας και ο κ. Κουρουπλής.
Δεν θέλουν αλλαγή στη συνταγογράφηση οι γιατροί
Την ίδια στιγμή, προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας έκανε ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών με την οποία ζητάει να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική, παράνομη και αντίθετη στην ευρωπαϊκή και ελληνική νομοθεσία, η απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Υγείας με την οποία επιβάλλεται η υποχρεωτική συνταγογράφηση των φαρμάκων από τους ιατρούς με βάση αποκλειστικά τη δραστική ουσία.
Η επίμαχη υπουργική απόφαση, σύμφωνα με τον ΙΣΑ, προβλέπει ότι οι φαρμακοποιοί υποχρεώνονται να χορηγούν τα φθηνότερα διαθέσιμα στην ελληνική αγορά φάρμακα της συγκεκριμένης δραστικής ουσίας.
Εάν ο ασφαλισμένος επιλέξει να πάρει ακριβότερο φάρμακο της ίδιας δραστικής ουσίας, υποχρεώνεται να πληρώσει, εκτός τη συμμετοχή του (εάν υπάρχει) και τη διαφορά από την ασφαλιστική τιμή της θεραπευτικής κατηγορίας που ανήκει το φάρμακο.
Σύμφωνα με τους γιατρούς η υπουργική απόφαση για τη συνταγογράφηση των φαρμάκων παραβιάζει τα άρθρα 4,5 και 21 του Συντάγματος, τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και του κράτους δικαίου, όπως επίσης παραβιάζει την Ευρωπαϊκή νομοθεσία (οδηγία 2001/83/ΕΚ), όπως και τον Ν. 3418/2005.
Αντιδρούν στην πίστωση οι φαρμακαποθήκες
Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έχουν προσφύγει παράλληλα ο Πανελλήνιος Σύλλογος Φαρμακαποθηκών, ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος, φαρμακευτικές εταιρείες και φαρμακαποθήκες. Όλοι στρέφονται κατά της υπ' αριθμ. ΔΥΓ3(α)οικ. 97018/8.10.2012 απόφασης του αναπληρωτή υπουργού Υγείας και του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων.
Με αυτή την υπουργική απόφαση καθορίστηκε για πρώτη φορά ότι οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις οφείλουν να παρέχουν στα φαρμακεία, φαρμακέμπορους και συνεταιρισμούς πίστωση τουλάχιστον δύο μηνών.
Για τη διάταξη που υποχρεώνει τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις να παρέχουν στα φαρμακεία κ.λπ. πίστωση τουλάχιστον δύο μηνών. Αναλυτικότερα, υπογραμμίζουν ότι υποχρεώνονται να προσφέρουν πίστωση, χωρίς να ξέρουν εάν ο πελάτης είναι φερέγγυος και αξιόχρεος και εάν έχει δυνατότητα αποπληρωμής των φαρμάκων που αγοράζει.
Ακόμη, η ίδια υπουργική απόφαση καθορίζει τον τρόπο τιμολόγησης των φαρμακευτικών προϊόντων για τα οποία έχει λήξει το εθνικό ή Ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ενώ την ίδια στιγμή επιβλήθηκε προσωρινή απαγόρευση εξαγωγής των εξής εννέα φαρμακευτικών προϊόντων: singulair, dulcolax, spiriva, persantin, atacand, lyrica, inspra, brasan και simdax.
Επιπρόσθετα, η από 8.10.2012 απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Υγείας προβλέπει ότι η ταινία γνησιότητας των φαρμάκων που προορίζονται για διάθεση εκτός της Ελλάδος θα ακυρώνεται υποχρεωτικά με αποκόλλησή της και η ταινία αυτή θα επικολλάται σε ειδικό έντυπο ακύρωσης και όλες η ταινίες θα επιστρέφονται στον ΕΟΦ.
Σύμφωνα με τους Συλλόγους, οι επίμαχες ρυθμίσεις έπρεπε να προβλεφθούν με Προεδρικό Διάταγμα και όχι με υπουργική απόφαση, όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση. Έτσι παραβιάστηκε το άρθρο 43 του Συντάγματος, αλλά και η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25) παραβιάζεται, προσθέτουν οι προσφεύγοντες.
Εξάλλου, υποστηρίζουν ότι παραβιάζεται η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατοχυρώνει την οικονομική ελευθερία και ανταγωνιστικότητα, αλλά παραβιάζει και την Ευρωπαϊκή νομοθεσία (οδηγίες 2001/83/ΕΚ και 2004/27/ΕΚ), καθώς επιβάλλεται υπέρμετρος περιορισμός στην ελεύθερη κυκλοφορία προϊόντων.