Συνέντευξη Τύπου παραχώρησε, λίγες μέρες μετά την παραίτησή του, ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Μόντι, αφήνοντας ανοιχτό το... παράθυρο να παραμείνει στη θέση και μετά τις εκλογές.
Ο Ιταλός τεχνοκράτης πρωθυπουργός κατέστησε σαφές ότι «δεν πρόκειται να θέσει υποψηφιότητα σε καμία εκλογική περιφέρεια», αλλά τόνισε πως θα παρουσιάσει το πολιτικό του μανιφέστο στα κόμματα και θα περιμένει τις αντιδράσεις τους, σημειώνοντας πως «θα ήταν διατεθειμένος να αναλάβει, εκ νέου, πρωθυπουργός, με όποιον στηρίξει την ατζέντα αυτή, αλλά, πάντα υπό τους όρους του».
Η δήλωση αυτή θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως έμμεσο μήνυμά του προς το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα να αποσύρει την υποψηφιότητα του γραμματέα του Πιερλουίτζι Μπερσάνι για την πρωθυπουργία και να διαλύσει την συμφωνημένη συνεργασία του με το κόμμα «Αριστερά και Ελευθερία», που εκφράζει την αντίθεσή του στη συνέχεια της αυστηρής οικονομικής πολιτικής.
Τα κύρια σημεία του «μανιφέστου Μόντι» προβλέπουν την συνέχιση της μέχρι τώρα πολιτικής γραμμής, αλλά με κάποιες καινοτομίες: συνέπεια στις δεσμεύσεις που ανέλαβε η χώρα με την Ευρώπη, νόμους κατά της διαφθοράς και του ασυμβίβαστου πολιτικής και επιχειρηματικής δράσης, φορολογική μεταρρύθμιση, ουσιαστικότερη παρουσία των γυναικών στην πολιτική και τόνωση της «πράσινης οικονομίας».
Σε ότι αφορά, δε, τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, έγινε σαφές ότι πρόκειται για τον κύριο πολιτικό αντίπαλο του Μόντι. Ο πρώην πρωθυπουργός, δήλωσε ότι «δεν μπορεί να κατανοήσει τον ειρμό της σκέψης του» Καβαλιέρε και πρόσθεσε με πολεμική διάθεση ότι «μόνον κάποιοι ηλίθιοι μπορούν να πιστεύουν ότι υπό τις συνθήκες μίας τέτοιας κρίσης θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί οικονομική ανάπτυξη».
Παράλληλα, κατέστησε σαφές ότι «δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να καταργηθεί ο φόρος ακίνητης περιουσίας», ενώ διερωτήθηκε: «Πώς να δεχθώ την ηγεσία των κεντροδεξιών δυνάμεων που μου πρότεινε ο Μπερλουσκόνι, από την στιγμή που αμφισβήτησε τα μέτρα που λάβαμε;».