Η Μίνα Αδαμάκη τα τελευταία χρόνια δρέπει δάφνες κοινού και κριτικών χωρίς σταματημό. Ευτυχής συνδυασμός. Φέτος με το μονόλογο «Η Κοκόνα η Μαρώ» που παίζεται στο 104 της οδού Ευμολπιδών στο Γκάζι, αφηγείται μέσα από την ζωή μιας Πολίτισσας, την ιστορία ενός ολόκληρου Έθνους. Η ηρωίδα της πληθωρική και δοτική, βρίσκει στο πρόσωπο της Μίνας Αδαμάκη -που προφανώς βιώνει μια γεμάτη και γενναιόδωρη στιγμή- την αυθεντική της έκφραση.
Μιλάει για το κείμενο με πολύ μεγάλη αγάπη. «Είναι ένα πολύ σπουδαίο έργο, ένα απόσπασμα -αυτόνομο- από το μυθιστόρημα «Τα σπασμένα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου» του Νάνου Βαλαωρίτη. Πρόκειται για ένα κείμενο, πρωτίστως, λογοτεχνικό, και αυτό για να γίνει παράσταση θέλει πολύ δουλειά».
Συνέντευξη στην Έλενα Τσαγκαράκη.
-Άρα παίρνει χρώμα από τη δική σου έκφραση. Είναι η δική σου ανάγνωση.
-Μ.Α.: Είναι μια ολόκληρη διαδρομή να βρεις τι σημαίνουν όλα αυτά που λέει, τι ακριβώς θέλει να επικοινωνήσει αυτό το πρόσωπο και όλα να ζυμωθούν και να παιχτούν έτσι που να βγάζουν νόημα. Είναι δύσκολη και γοητευτική διαδικασία. Δουλέψαμε έξι μήνες. Με βοήθησαν πολύ και ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης και ο Λάζαρος Βαρτάνης. Ο Κωνσταντίνος έχει ένα «βλέμμα» για τα πράγματα, και ο Λάζαρος με βοήθησε πολύ στις πρόβες. Δουλέψαμε πολύ ωραία. Τα παιδιά ήταν η άλλη ματιά που χρειαζόμουν.
-Τι σε πήγε σ΄ αυτό το κείμενο;
-Μ.Α.: Το κείμενο το ήξερα και το είχα σκεφτεί εδώ και κάποια χρόνια να το κάνω. Με γοήτευσε η γλώσσα και ο λόγος της ηρωίδας που είναι παραληρηματικός και συνειρμικός ταυτόχρονα -πετάγεται από το ένα στο άλλο- και αυτό έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Αλλά και η έμπνευση που είχε ο Βαλαωρίτης να αναμίξει την οδύνη με την ηδονή είναι ιδιοφυής. Διότι και φιλοσοφικά να το δεις μιλάει για την οδύνη της ηδονής και την ηδονή της οδύνης. Ζώντας σε μια επικίνδυνη εποχή -μιλάμε για τις αρχές της ελληνικής επανάστασης του 1821- η κοκόνα η Μαρώ χρησιμοποιεί τη γυναικεία πονηριά της για να επιβιώσει. Το συγκεκριμένο επεισόδιο που παρακολουθούμε, είναι μια ερωτική συνεύρεση όπου το ερωτικό πάθος της κοκόνας αναμειγνύεται με την οδύνη που της προξενεί ο διωγμός των Ελλήνων.
-Αυτό είναι το οριακό σημείο ανάμεσα στην ηδονή και την οδύνη για το οποίο μιλάς;
-Μ.Α.: Ναι, γιατί γελάει και κλαίει και την ίδια ώρα που συνουσιάζεται, ψιθυρίζει στο παραλήρημά της «… πάει η δόξα των Ρωμιών, πάνε τα σπίτια και οι αυλές, οι κήποι και οι οντάδες, οι καναπέδες, τα τραπέζια οι πολυθρόνες και αυτά και τα ρούχα τα διαμαντικά, τα χαλιά..» δημιουργείται δηλαδή μια ευφορική συνθήκη αλλά και ταυτόχρονα δραματική.
Σήμερα γιατί ό κόσμος είναι τόσο απόμακρος; Γιατί οι αγκαλιές δεν υπάρχουν;
-Μ.Α.: Γιατί έχουμε γυρίσει όλοι στη μοναχικότητα. Στη μονάδα. Στο άτομο δηλαδή. Αυτή είναι μια παγκόσμια εξέλιξη βέβαια, που δεν ξέρω τι σημαίνει. Ίσως να είναι μια ευκαιρία -εντός πολλών εισαγωγικών- η σημερινή κατάσταση για να γυρίσουμε ξανά σε απλά πράγματα. Δηλαδή στο πως αντιμετωπίζουμε τον άλλον, πως τον βλέπουμε, πως μας βλέπει, και να έρθουμε έτσι πιο κοντά.
Το είχαμε χάσει λες, τόσο πολύ;
-Μ.Α.: Για μένα η κρίση στην βάση της είναι ηθική. Όταν δηλαδή υπάρχει ένας θεός, το χρήμα και μία αξία, το πώς δηλαδή μας βλέπουν οι άλλοι μέσα από τη δύναμη που μπορούμε να αποκτήσουμε από τα υλικά αγαθά, φυσικό είναι οι απλές καθημερινές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους να μη μας απασχολούν και να έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Γι΄ αυτό λέω μήπως και γυρίζοντας στα πρωτογενή, ξαναδούμε εκείνα που έχουν σημασία.
Δηλαδή εξαιτίας αυτού του παραμορφωτικού καθρέφτη, είχαμε απομακρυνθεί τόσο πολύ από αυτό που είμαστε;
-Μ.Α.: Κάποιοι από εμάς αντιστέκονταν σε κάποια πράγματα, ωστόσο το γενικό κλίμα ήταν αυτό. Δεν ήταν διατεθειμένος κανείς, είτε άντρας είτε γυναίκα, να παραχωρήσει πράγματα στον άλλο για μια πιο ουσιαστική σχέση.
Εσύ όμως με αυτό που κάνεις -ερμηνεύοντας ρόλους- παραχωρείς τον εαυτό σου σε ένα άλλο χαρακτήρα. Παραχωρώντας τον εαυτό σου σε ένα ρόλο, τον αφήνεις να μπει μέσα σου, να πάρει κομμάτια και να γίνει έτσι μια ζύμωση. Όταν αυτό έχει συντελεστεί, δεν νιώθεις να γίνεσαι πιο ανοιχτή από έναν άνθρωπο που κάνει μια πιο συμβατική δουλειά;
-Μ.Α.: Σίγουρα το θέατρο και η τέχνη σου δίνει αυτό το δώρο. Αλλά κι εσύ με τη σειρά σου οφείλεις να το δώσεις στους άλλους. Κατ΄ αυτή την έννοια αισθάνομαι τυχερή που ασχολούμαι με αυτή του δουλειά που είναι ουσιαστικά ένα ψάξιμο βαθύτερα στον άνθρωπο, και σε μένα την ίδια. Και αυτό με κάνει να μην πληγώνομαι από τα πράγματα τόσο πολύ, ή να τα βλέπω σαν μια αφορμή για να κινητοποιηθώ.
Αισθάνεσαι πιο κοντά στον εαυτό σου μέσα από αυτή την διαδικασία;
-Μ.Α.: Η τέχνη, είναι πρωτίστως μια καταβύθιση στον ίδιο μας τον εαυτό και με αφορμή κάποια πράγματα, κείμενα εικόνες, άλλους ανθρώπους, ιστορίες, αναδύεται η πολυπλοκότητα του ανθρώπου. Ουσιαστικά πρόκειται για μια συνάντηση με τον εαυτό.
Ταυτίζεσαι με κάτι ανάλογα με τη στιγμή, την περίοδο της ζωής σου ή μήπως κάτι συμπτωματικά σε ακουμπάει πιο πολύ;
-Μ.Α.: Συνήθως εμένα με αφορά και με ενδιαφέρει αυτό το «κάτι» που έχουν τα κείμενα. Κάτι που έχουν να πούνε οι ηρωίδες τους. Η Γουίνι, ας πούμε, στις «Ευτυχισμένες Μέρες», είναι παγκόσμια γυναίκα. Δεν είναι μιας εποχής, ενός τόπου. Έχει μια παγκοσμιότητα. Όλες μας είμαστε Γουίνι.
Αισθάνεσαι ο ρόλος της Γουίνι δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ανδρικός;
-Μ.Α.: Σίγουρα όχι, αν και έχει κάτι πέρα από το φύλο. Ο εγκλωβισμός της Γουίνι -γιατί για εγκλωβισμό πρόκειται- είναι πολύ πιο γυναικείο βίωμα απ’ ότι ανδρικό. Στους άνδρες ο εγκλωβισμός έχει εξόδους διαφυγής. Τους επιτρέπεται από την ιστορία, από τα περιθώρια της ανδρικής κυριαρχίας ενός -αναμφίβολα- ανδρικού κόσμου, να έχουν περισσότερες διεξόδους -είτε μόνιμες είτε περιστασιακές.
Αισθάνεσαι ότι οι γυναίκες είναι περισσότερο υπομονετικές άρα αυτό γίνεται και λίγο τροχοπέδη, με αποτέλεσμα να μένουν περισσότερο στον εγκλωβισμό;
-Μ.Α.: Ναι. Χρόνια τώρα... Στις μέρες μας είμαστε και εντός εισαγωγικών τυχερές. Σήμερα μια γυναίκα μπορεί να κάνει κάποια πράγματα, με άλλο τίμημα βέβαια, τη μοναξιά, αλλά τουλάχιστον μπορεί να διασώσει κάτι πολύ σημαντικό. Την ατομικότητά της και την ελευθερία της. Την ελευθερία της προσωπικότητάς της. Και αυτό είναι δύσκολο να το διατηρήσει μαζί με κάποιον άλλο. Εκεί λοιπόν γίνεται η σύγκρουση. Γιατί έχει καθιερωθεί η γυναίκα να υποχωρεί και να υπομένει. Υπάρχουν γυναίκες που αντιλαμβάνονται ότι το να υπάρχουν σαν προσωπικότητες μέσα σε μία σχέση είναι πολύ σημαντικό και αυτό αρνούνται να παίξουν αυτό το παιχνίδι. Άλλες πάλι προκειμένου να είναι με έναν άντρα -που τους είναι βασικό, γιατί αυτό μεταφράζεται σε κοινωνική αποδοχή ή παιδιά- υποχωρούν. Πιστεύω όμως ότι οι γυναίκες είναι εκείνες που χωρίζουν σήμερα. Αυτό, ναι μεν είναι ενθαρρυντικό, αλλά δεν προχωράει τα πράγματα. Η συνείδηση ότι η γυναίκα είναι αυτάρκης είναι πολύ καινούργια συνθήκη. Στην επαρχία για παράδειγμα αυτό το σχήμα δεν δουλεύει. Μια γυναίκα που μπορεί να ζει ερωτικά ενώ είναι ανύπαντρη ή διαζευγμένη, δεν είναι τόσο αποδεκτή.
Εσύ που μεγάλωσες στο Βόλο πως ήταν;
-Μ.Α.: Πρόκειται για μια μικρή κοινωνία, και στις μικρές κοινωνίες περισσεύει ο φθόνος σε όλα τα επίπεδα. Λόγω ανεπάρκειας, αδιεξόδων και προσωπικής ανελευθερίας. Από πράγματα που δεν έχουν εκφραστεί και δεν μπορούν να εκφραστούν. Και ο περιορισμένος ορίζοντας, το κάνει όλο αυτό σαρκοβόρο.
Και πως μεγαλώνουν τα κορίτσια στην επαρχία;
-Μ.Α.: Όταν έχουν κάποιες ανησυχίες, φεύγουν. Εγώ έφυγα στα 18, ήξερα ότι δεν με σήκωνε το περιβάλλον γι’ αυτό που ήθελα να κάνω. Ήξερα ότι ήθελα να κάνω θέατρο και είχα την αφέλεια να το εξομολογηθώ σε μια αυστηρή αστική οικογένεια. Πέρασα στη Νομική -την οποία δεν τελείωσα- και ταυτόχρονα πέρασα κρυφά στον Κουν. Τελείωσα τη σχολή χωρίς να το ξέρει κανείς παρά μόνο η αδελφή μου και μια φίλη. Όταν με πήραν στο Τέχνης, αισθάνθηκα ελεύθερη. Στους γονείς μου το είπε με τρόπο ένας φίλος του πατέρα μου. Η επιλογή μου αυτή τους έφερε σε αμηχανία. Παρόλο που το Θέατρο Τέχνης το γνώριζαν και το σέβονταν στο Βόλο, υπήρχε μια προκατάληψη. Ακόμα και σήμερα υπάρχει. Οι καλλιτέχνες έχουν βγει μεν με άλλο πρόσωπο στην κοινωνία, και η κοινωνία τους αποδέχεται και τους θαυμάζει, υπάρχει όμως πάντα ένα «αλλά». Μπορεί αυτό να είναι και καλό για τους καλλιτέχνες, με την έννοια ότι τους κρατά σε μια εγρήγορση και δεν κινδυνεύουν να αφομοιωθούν. Είναι λίγο στις παρυφές, ένα είδος outsider, ανεξάρτητα με το πόσο καταξιωμένοι και αγαπητοί μπορεί να είναι. Αυτό τους δίνει μια ελευθερία. Είναι σαν δώρο που τους κάνει πιο οξυδερκείς και τους επιτρέπει να κρατούν μια στάση κριτική απέναντι στα πράγματα και στο αστικό περιβάλλον που είναι συντηρητικό.
Στη δική σου τη γενιά δεν δηλώνατε ηθοποιοί. Το αποδεικνύατε. Σήμερα συμβαίνει το αντίθετο.
-Μ.Α.: Σίγουρα. Υπάρχουν μετεωρίτες που έχουν κάνει θόρυβο μάλιστα. Αλλά αυτό δεν τους κάνει καλλιτέχνες. Εγώ για χρόνια δεν δήλωνα ηθοποιός, γιατί είναι μια λέξη που έχει συνειρμούς που δεν αντιστοιχούν σε αυτό που είμαι εγώ. Και εξαιτίας αυτού, οι γονείς μου δέχτηκαν επίθεση από την τοπική κοινωνία. Η πολεμική μιας οργανωμένης ομάδας απέναντι στο διαφορετικό. Η ελευθερία, η διαφορετική επιλογή ζωής λόγω δουλειάς, ήταν θέμα. Ένας μικρόκοσμός όλο υπονοούμενα.
Σήμερα κάνεις πολλά πράγματα …
-Μ.Α.: Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι μέσα μας. Εκφράσεις του ίδιου εαυτού. Κάποιοι είμαστε ποιο τυχεροί να το ανακαλύψουμε και να το εκφράσουμε. Αλήθεια είμαι τυχερή. Έχω την ευχέρεια να ασχολούμαι με αυτό. Και έχω την ευκαιρία να το προσφέρω κιόλας, σαν εξομολόγηση.
Τι δικό σου εξομολογείσαι τώρα με την κοκόνα;
-Μ.Α.: Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι εξομολογούμαι κάθε φορά. Εξομολογούμαι τους δαίμονές με τους οποίους παλεύει αυτή η γυναίκα και εκείνα τα κομμάτια της που με αφορούν απολύτως. Είτε παίζω είτε σκηνοθετώ. Στην παράσταση αυτή συμβαίνουν και τα δύο. Ο οντάς της κοκόνας, είναι ένας χώρος με παράθυρα που βλέπουν στον κήπο. Ένας πολυέλαιος ασύμμετρα τοποθετημένος και ένας επιβλητικός καναπές. Ένας τόπος μη τόπος, ανοιχτός στην φαντασία. Ένας χώρος σηματοδοτημένος. Το πολίτικο χρώμα ενισχύεται από τις μουσικές της Σαβίνας Γιαννάτου από «Τα τραγούδια της Μεσογείου». Και το φινάλε με το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου είναι μια γέφυρα με το σήμερα. Ξεκίνησε σαν αυτοσχεδιασμός και έγινε μετάβαση.
….
Αγάλματα κομμάτια
στα μάτια της τα δυο
βομβαρδισμένες πόλεις
ναυάγια στο βυθό.
Σβήνουν τα βήματα στη σκάλα
κανείς, θα πλανηθούμε μοναχοί
θάλασσες, πόλεις, έρημοι σταθμοί.
Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή
τι να καταλάβουμε οι φτωχοί.
Οι στίχοι είναι σαν επίλογος αυτού που συμβαίνει. Και τότε και τώρα. Γιατί δεν γίνεται αληθινή μια ιστορία αν δεν την πεις εσύ. Αν δεν είσαι εσύ.
Έχει μοναξιά ο μονόλογος;
-Μ.Α.: Μεγάλη. Αλλά και γοητεία. Έχει αυτό το άμεσο. Της εξομολόγησης. Γι΄ αυτό ζήτησα τα φώτα της πλατείας να μην είναι εντελώς σβηστά την ώρα που παίζω. Για να μπορώ να συνομιλώ με όλους. Και ξέρεις, αυτός που ασχολείται με το θέατρο πολλές φορές βγάζει από μέσα του πράγματα που δεν τα έχει ακριβώς υπολογίσει. Αυτό είναι κέρδος. Να παίρνει ο καθένας ό,τι χρειαστεί. Άρα όσο πιο ανοιχτό σε ερμηνεία είναι κάτι, τόσο και πιο πλούσιο είναι.
______________________________________________________________
Η κοκόνα η Μαρώ
Σκηνοθεσία – Ερμηνεία: Μίνα Αδαμάκη
Βοηθοί σκηνοθέτη: Κωνσταντίνος Ασπιώτης – Λάζαρος Βαρτάνης
Σκηνογραφική, ενδυματολογική & μουσική επιμέλεια: Μίνα Αδαμάκη
Φωτογραφίες: Μαρίλη Ζάρκου
Art direction: Κωνσταντίνος Ασπιώτης
104 (Ευμολπιδών 41 / Μετρό Κεραμεικός) – Κεντρική Σκηνή
Διάρκεια παράστασης 60΄
Παραστάσεις κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 8.15 μ.μ
Γενική είσοδος 10 ευρώ
Τελευταία παράσταση 2 Ιανουαρίου 2013