Κάθετη ιεραρχική δομή, ιδιαίτερη εσωτερική σύνθεση και αυστηρά μέτρα αυτοπροστασίας είναι τα τρία κυριότερα χαρακτηριστικά της εγκληματικής οργάνωσης που εξαρθρώθηκε από την Αστυνομία στην περιοχή της Μαγνησίας και η οποία εμπλέκεται σε υποθέσεις απάτης, παράνομου στοιχήματος, παράνομων τυχερών παιχνιδιών και ξεπλύματος μαύρου χρήματος.
Συνολική η Αστυνομία έχει περάσει χειροπέδες σε 44 άτομα, ανάμεσά τους και τα τρία αρχηγικά της μέλη: Ο 37χρονος αρχηγός και οι δύο υπαρχηγοί, μια 34χρονη και ένας 39χρονος. Οι 18 από τους συλληφθέντες είναι παίκτες που πιάστηκαν επ΄αυτοφώρο τη στιγμή που έπαιζαν παράνομα τυχερά παιχνίδια. Οι Αρχές αναζητούν ακόμη οκτώ μέλη της οργάνωσης.
Αυστηρά μέτρα αυτοπροστασίας
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οργανωμένης δομής και δράσης της εγκληματικής οργάνωσης είναι το γεγονός ότι τα αρχηγικά μέλη της οργάνωσης ελάμβαναν αυστηρά μέτρα «προστασίας».
Χρησιμοποιούσαν πολλές τηλεφωνικές συνδέσεις, τις οποίες άλλαζαν συνεχώς και οι οποίες ποτέ δεν ήταν στο δικό τους όνομα. Στις μεταξύ τους τηλεφωνικές επικοινωνίες αλλά και στις προσωπικές τους επαφές ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί και χρησιμοποιούσαν συνθηματικές φράσεις και ιδιαίτερο «κώδικα» συνεννόησης.
Τον έκλεισαν σε ψυχιατρείο για να μην μιλήσει
Επιπλέον, σε μία περίπτωση ο «αρχηγός» της οργάνωσης μαζί με ακόμη ένα μέλος προέβη σε εκφοβισμό ατόμου, με βιαιοπραγίες εις βάρος του, για να μην καταγγείλει στις Αρχές την παράνομη δραστηριότητά του, ενώ μεθόδευσε τον αναγκαστικό εγκλεισμό του σε ψυχιατρικό κατάστημα, ώστε να αποδυναμώσει την αξιοπιστία του σε περίπτωση καταγγελίας.
Κατά τη διάρκεια της αστυνομικής επιχείρησης, πραγματοποιήθηκαν έλεγχοι και νομότυπες έρευνες στα σπίτια των συλληφθέντων, στα καταστήματα και σε αποθήκη που χρησιμοποιούσε η εγκληματική οργάνωση. Εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν ηλεκτρονικός εξοπλισμός παρακολούθησης και ειδοποίησης των καταστημάτων, εξοπλισμός για τη διενέργεια των τυχερών παιγνίων, μεγάλα χρηματικά ποσά, καθώς και άλλα είδη που απέκτησαν από τα κέρδη της οργάνωσης.
Πώς λειτουργούσε η οργάνωση
Τα μέλη της οργάνωσης είχαν προκαθορισμένους διακριτούς ρόλους και επιμέρους οργανωτικές διασυνδέσεις.
Τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης λειτουργούσαν πάντοτε υπό την καθοδήγηση και την εποπτεία των αρχηγικών στελεχών, με αντικείμενο την εξαπάτηση μεγάλου αριθμού πολιτών.
Αυτό γινόταν αρχικά μέσω της διενέργειας διαφόρων τυχερών παιγνίων, τύπου «φρουτάκια», σε καταστήματα. Από τον Δεκέμβριο του 2011 η δράση τους επεκτάθηκε και στο «παράνομο στοίχημα», καθώς εξαπατούσαν πολίτες και στοιχημάτιζαν παράνομα για λογαριασμό τους, μέσω ιστοσελίδας, σε αγώνες ποδοσφαίρου του ελληνικού και ξένου πρωταθλήματος.
Για την παράνομη δραστηριότητά της, η εγκληματική οργάνωση διατηρούσε και εκμεταλλευόταν δίκτυο έξι καταστημάτων («internet cafe» και καφετέριες) στον Βόλο, τη Νέα Ιωνία και τον Αλμυρό Μαγνησίας.
Μάλιστα, προκειμένου να δυσχεραίνουν ή να αποπροσανατολίζουν τους ελέγχους των διωκτικών Αρχών, χρησιμοποιούσαν συνεργαζόμενα άτομα, «μαριονέτες», που εμφανίζονταν ως υπεύθυνοι των καταστημάτων ή κάτοχοι των αδειών λειτουργίας τους.
Επιπλέον, στα καταστήματα αυτά είχαν εγκαταστήσει κάμερες παρακολούθησης για την έγκαιρη ενημέρωση και αναγνώριση, σε περίπτωση προσέγγισης αστυνομικών, καθώς και πληθώρα ηλεκτρονικών συστημάτων ασφαλείας.
Κατά την είσοδο αστυνομικών για διενέργεια ελέγχου, απενεργοποιούσαν, με τη χρήση τηλεκοντρόλ, τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές στους οποίους διεξάγονταν τα παράνομα παίγνια. Παράλληλα, διέθεταν τέτοια υποδομή (υαλοπίνακες σκούρου χρώματος για τον περιορισμό της ορατότητας, διπλές πόρτες ασφαλείας με αντίθετη φορά ανοίγματος), ώστε η είσοδος οποιουδήποτε ατόμου να γίνεται «ελεγχόμενα».
Τα καταστήματα λειτουργούσαν συγκεκαλυμμένα, ως «μίνι καζίνο» όλο το 24ωρο. Παρείχαν στους πελάτες-παίκτες διευκολύνσεις, όπως μεταφορικό μέσο για τη μετάβαση και αποχώρησή τους, αλλά και άλλες παροχές, όπως δωρεάν καφέ, αλκοολούχα ποτά και φαγητό. Επιπλέον, σε τακτά χρονικά διαστήματα, για την προσέλκυση πελατών, διενεργούσαν κληρώσεις μεγάλων χρηματικών ποσών.