Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι πρότεινε αύξηση, κατά 1,7%, στους μισθούς των υπαλλήλων της ΕΕ στις Βρυξέλλες, η οποία μάλιστα θα εφαρμοστεί αναδρομικά από τον Ιούλιο του 2012.
Σύμφωνα με την ανακοίνωσή της Κομισιόν η αύξηση αυτή «αντανακλά επακριβώς τη δύσκολη οικονομική κατάσταση και την πολύ διαφορετική επίδρασή της στις εθνικές δημόσιες λειτουργίες» σε πολλά μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη.
Ο μέσος ακαθάριστος μισθός των ευρωπαίων υπαλλήλων πλησιάζει τις 5.000 ευρώ.
Οι πολιτικές λιτότητας στα κράτη έχουν εκ των πραγμάτων πολύ διαφορετικές επιπτώσεις στους δημοσίους υπαλλήλους τους. Οι μισθοί τους αυξήθηκαν ονομαστικά κατά 4,3% στη Γερμανία (+2,3% σε πραγματικούς όρους), κατά 1,8% στη Γαλλία (-0,5%) ή κατά 0,9% στη Βρετανία (-1,5%), δεν αυξήθηκαν στην Ιταλία (πράγμα που σημαίνει μείωση κατά 3,5% σε πραγματικούς όρους) και μειώθηκαν κατά 3% στην Ισπανία (-4,7% αν προστεθεί ο πληθωρισμός) ή κατά 1,9% στην Ολλανδία (-4,3%).
Η μέθοδος υπολογισμού των μισθών τους αντανακλά την εξέλιξη της μέσης αγοραστικής δύναμης των δημοσίων υπαλλήλων ενός δείγματος οκτώ κρατών (τα προαναφερθέντα συν το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο).
Η μέθοδος αυτή δέχεται πολλές επικρίσεις και πρόκειται να επανεξεταστεί καθώς λήγει η ισχύς της στο τέλος του 2012, όπως πρόκειται να επανεξεταστεί και ο ειδικός φόρος του 5,5% που επιβάλλεται στους υπαλλήλους της ΕΕ.
Μέχρι σήμερα τα ευρωπαϊκά κράτη δεν έχουν παρουσιάσει μια κοινή θέση γι' αυτή την αναθεώρηση, αλλά εκτιμούν πως η πρόταση που εκπονήθηκε από την Επιτροπή δεν προχωρεί αρκετά μακριά.
Αν όμως δεν υπάρξει συμφωνία πριν από το τέλος του χρόνου, ο ειδικός φόρος του 5,5%, που λήγει το Δεκέμβριο, από τον Ιανουάριο του 2013 δεν θα αφαιρείται πλέον από τους μισθούς των υπαλλήλων της ΕΕ, προειδοποίησε η Επιτροπή.
Για να αποφευχθεί μια τέτοια κατάσταση, ο επίτροπος Μάρος Σέφκοβιτς, που είναι αρμόδιος για το θέμα, πρότεινε στα κράτη να παρατείνουν για ένα χρόνο την αμφιλεγόμενη μέθοδο και τον ειδικό φόρο που τη συνοδεύει, ώστε να έχουν ένα νέο χρονικό περιθώριο για να καταλήξουν σε συμφωνία.