Άκρως εξομολογητικός ήταν ο Αλέξανδος Αντωνόπουλος σε συνέντευξη που έδωσε σε εβδομαδιαίο περιοδικό. Εκεί που μίλησε για το πως τον έχει επηρεάσει η κρίση, την απόλυσή του από την ΕΡΤ και το πόσο «μικρός» ήταν σαν άνθρωπος ο Αλέξης Μινωτής.
«Η κρίση έχει χτυπήσει και εμένα ανελέητα. Αλλά δεν κάνει να παραπονούμαι, γιατί έχω κάποια 'έτοιμα' που τρώω. Έχω σπίτι δικό μου, δεν έχω ενοίκιο, έχω βγάλει κάποια λεφτά στη ζωή μου, τόσα που να μου επιτρέπουν να ζω άνετα. Έχω κάνει όμως πάρα πολλές περικοπές κι έχω περιορίσει όσο γίνεται τα έξοδά μου. Δεν έκανα ποτέ μεγάλη ζωή για να μου τη στερήσει τώρα η κρίση. Δεν είμαι ούτε μπουζουκόβιος, ούτε μπαρόβιος. Ένα φαγητό θέλω να τρώω κάθε βράδυ –αυτό ακόμα αντέχω. Άμα δεν αντέχω κι αυτό, μπορώ ωραιότατα να πέσω από τον έβδομο που μένω». Αυτό δήλωσε ο Αλέξανδρος Αντωνόπουλος στην συνέντευξη που έδωσε στο Λοιπόν.
Εκεί που επίσης αποκάλυψε την φορά που πήγε να παίξει ξύλο με τον παππού του, Αλέξη Μινωτή, έξω από το Ηρώδειο «Η γιαγιά (σ.σ. Κατίνα Παξινού) άφησε την περιουσία της στη μαμά μου, όπως ήταν φυσικό. Ο Μινωτής ήταν ο δεύτερος σύζυγός της, δεν ήταν παππούς μου. Μετά μας έκοψε την 'καλημέρα'. Αντί να ζητήσει τα 'ρέστα' από την Παξινού, που δεν του άφησε τα λεφτά, τα ζήτησε από τη μάνα μου και από εμένα... Έπεσαν λυτοί και δεμένοι, φίλοι και συγγενείς, έκανε ένα βήμα υποχώρησης και με προσέλαβε στο Εθνικό Θέατρο. Δεν ήξερα τι να κάνω. Μου είπαν οι φίλοι μου: 'Πήγαινε να τα βρείτε, δεν είναι σωστό', γιατί επί της ουσίας ήταν παππούς μου, αφού δεν γνώρισα τον κανονικό μου παππού. Δεν τα πηγαίναμε καλά, με αποτέλεσμα όταν κάποια στιγμή μπήκα μέσα στα συνδικαλιστικά, αυτός θεώρησε ότι στράφηκα εναντίον του και με απέλυσε. Ήταν ένα μεγάλο χαστούκι. Με απέλυσε με άσχημο τρόπο, είναι μία πολύ πικρή ιστορία. Πήγε να πέσει ξύλο, να τον δείρω εγώ στο Ηρώδειο. Πέσανε και μας χωρίσανε».
Προσθέτοντας μάλιστα πως «Ο Μινωτής ήταν ένας πολύ μεγάλος καλλιτέχνης, αλλά, δυστυχώς, ένας πολύ μικρός άνθρωπος. Αυτό μας έφερε στα άκρα γιατί κι εγώ ήμουν σε μια ηλικία επαναστατική, και είχαμε μεγάλες κόντρες. Όσο ζούσε η Παξινού, μας τα συμβίβαζε. Όταν πέθανε, ήρθε και έδεσε το πράγμα».