Aπό την πρώτη στιγμή που έσκασαν μύτη με το “Spirit They're Gone, Spirit They 've Vanished”, οι Animal Collective -τότε υπόγραφαν ως Panda Pear & Avey Tare, έχουν καταφέρει να κερδίσουν τα πιο αντιφατικά σχόλια. Μερικοί τους θεωρούν, ακόμα και τώρα, από ανυπόφορους ως υπερεκτιμημένους και άλλοι τους θεωρούν ως ένα από τα κορυφαία ονόματα αυτής της δεκαετίας.
Ευτυχώς η δυστυχώς, το ίδιο ισχύει και για τις προσωπικές δουλειές των δύο φίλων. Οι σόλο δουλειές του Panda Bear, οι πρώτες δύο, τουλάχιστον, ήταν, μεν δύσκολες στο άκουσμα, πιστεύω όμως ότι ήταν ανώτερες από τα άλμπουμ του band-mate του Αvey Τare (τις οποίες, προσωπικά, βρίσκω από μέτριες ως συμπαθητικές). Όμως ακόμα και αυτές ή θα τις συμπαθήσεις ή θα τις απορρίψεις, όπως και τα υπόλοιπα άλμπουμ τους.
Τα μπλιμπλίκια στο πρώτο προσωπικό άλμπουμ του [το ομώνυμο του 98] και οι κακοκουρδισμένες κιθάρες πάνω σε ηλεκτρονικούς ήχους [μια απ' τα ίδια, όλοι τέτοια έκαναν τότε], δεν έχουν σχέση με το δεύτερο συμπαθητικό και ασφαλώς πιο προσωπικό “Υoung Ρrayer”, μιας και ηχογραφήθηκε κάτω από την ψυχολογική πίεση της αρρώστιας του πατέρα του και κυκλοφόρησε αφού πέθανε.
Όπως επίσης αυτά τα δύο άλμπουμ δεν έχουν καμιά σχέση με το “Ρerson Pitch” που κυκλοφόρησε το 2007 και με το οποίο κατάφερε, με την πιο απλοϊκή παραγωγή που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κάποιος στην ηχογράφηση ενός δίσκου, να στείλει το άλμπουμ του στις πρώτες θέσεις στα best of the years, σε μια χρονιά που βγήκε μια σειρά καταπληκτικών δίσκων, όπως το “Andorra” του Caribou, το “Love is Real” του John Maus και το ”All Hour Cymbals” των Yeasayer.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, το 2007 ήταν μια χρονιά που το lo-fi πήρε παραμάζωμα το συμβατικό rock.
Πολλοί θεωρούν το “Person Pitch”, ανάμεσα τους και εγώ, ανώτερο από τον δίσκο που έβγαλαν ένα χρόνο αργότερα οι Animal Collective. Ένα άλμπουμ γεμάτο από κλεμμένα samples, στον οποίο o Panda Bear κατάφερε να μετατρέψει τις παλιομοδίτικες ψυχεδελικές μελωδίες και τα φωνητικά των Beach Boys και των Zombies, στον πιο up-to-date ήχο του παρόντος.
Το τέταρτο άλμπουμ του Panda Bear, “Tomboy”, που κυκλοφόρησε πριν από ένα μήνα, νομίζω, ηχογραφήθηκε και αυτό στη Λισσαβόνα, σπίτι του Noah Benjamin Lennox τα τελευταία χρόνια, αλλά όσοι περιμένουν κάτι το ηλιόλουστο και χορευτικό, ή κάτι ανάλογο με το “Ρerson Ρitch”, ας στραφούν κάπου αλλού.
Σε αυτόν τον δίσκο ο Lennox δίνει περισσότερη σημασία στις κιθάρες και στα synths, απομακρύνεται από τα samples, γίνεται λιγότερο πειραματικός και έντονα καλειδοσκοπικός με τη βοήθεια του Pete "Sonic Boom" Kember, ο οποίος φαίνεται να δείχνει μια έμφαση στη ψυχεδέλεια [βλέπε το “Congratulations” των MGMT]. Αυτός ο δίσκος έχει νοσταλγία για το τέλος των 60’s, έχει τσιχλόφουσκες και βαθιές πόζες που ξεφεύγουν σημειολογικά από το απλοϊκό στιλ και αποκτούν διαστάσεις φιλοσοφημένης στάσης ζωής, έχει τραγούδια με την πιο άναρχη ή την πιο συμβατή σημασία τους, έχει φόρμες που μοιάζουν με Beach Boys,άλλωστε δεν τους αποχωρίζεται σχεδόν ποτέ, μοντέρνα τεχνολογία και διάθεση να παίξει μαζί σου.
Δεν ξέρω αν ο Noah Benjamin Lennox είναι ένας genius που παίρνει μια θέση δίπλα στον Aphex Twin ή στον Phil Spector, αν θα μοιραζόταν drugs με τον Brian Wilson ή αν είναι ένας ήρωας των hipster. Αναμφίβολα, όμως, μαζί με τον Ariel Pink και τον John Maus (λιγότερο ίσως) η δεκαετία των 00ς, τους ανήκει δικαιωματικά.
Άγγελος Κ.