Πέρασε τη μισή του ζωή στις φυλακιές και στα ξερονήσια. Εκεί έμαθε γραφή και ανάγνωση. Εγινε γνωστός στα 55 του, με το αυτοβιογραφικό έργο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» που αφομοιώθηκε στην ελληνική γλώσσα ως αυτούσια φράση ή παραφθαρμένη. Έφυγε χθες στα 82 του χρόνια ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, του Εμφυλίου και της Δικτατορίας, Χρόνης Μίσσιος.
«Κάθε πλάσμα έρχεται στον κόσμο με δικαιώματα, με δυνατότητες, να ζήσει τη ζωή του, να χαρεί, να είναι χορτάτο, να καλύπτει τις ανάγκες του, κλπ. Αλλά ο άνθρωπος έρχεται σ' έναν κόσμο, όπου εκτός από τους πορφυρογέννητους, δεν ξέρει που πάει και τι κάνει, και πώς να ζήσει» έλεγε, αυτός ο στοχαστής της Αριστεράς, που πέθανε χωρίς αυταπάτες και για την ίδια την Αριστερά.
«Οι άνθρωποι δεν προλαβαίνουν να σκεφτούν, δυστυχώς, να καταλάβουν, τι σημαίνει ζωή. Τρέχουν, τρέχουν, τρέχουν, κι όταν φτάνει το ηλιοβασίλεμα, αντί να κλαίνε γιατί πέρασε άλλη μια μέρα, και συνεπώς άλλο ένα βήμα προς το θάνατο, χαίρονται. Χαίρονται! Γιατί η μέρα τους ήταν φορτωμένη με οδύνη, με άγχος, με κυνηγητό, με προβλήματα, με όλα αυτά» έλεγε ο αυτοδίδακτος φιλόσοφος.
Με το κασελάκι στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.
Η οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού.
Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες.
Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων.
Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο.
Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ'ένα τυχαίο γεγονός.
Από τότε ως τον Αύγουστο του 1973 περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.)
Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. «Ο Μανόλης Αναγνωστάκης μου έμαθε γράμματα στη φυλακή, ήμασταν θανατοποινίτες στο Γεντί Κουλέ» είπε ο ίδιος σε μια συνέντευξή του στο Βήμα.
Ένα διάλειμμα ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.
Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς
Στο χώρο της λογοτεχνίας εμφανίστηκε σε μεγάλη ηλικία το 1985 με το βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο σε συνειρμική και λαϊκή γλώσσα. Στο βιβλίο αυτό που τον έκανε διάσημο αποκάλυψε τη διαδρομή της ζωής του, από τα 17 ως τα 43 του χρόνια σε φυλακές και εξορίες
Τα άλλα διάσημα βιβλία του είναι :
• Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε; Αθήνα, Γράμματα, 1988.
• Τα κεραμίδια στάζουν, Αθήνα, Γράμματα, 1991.
• Το κλειδί είναι κάτω απ' το γεράνι, Αθήνα, Γράμματα, 1996.
Εχει πει για την κρίση:
«Πιστεύω ότι η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, είναι καθολική και παγκόσμια. Ο πλανήτης μας είναι πλέον μια μικρή γειτονιά γεμάτη κινδύνους και εγκληματικές συμμορίες που δεν γνωρίζουν σύνορα. Πιστεύω πως κανένας λαός, καμία χώρα δεν μπορεί να ονειρευτεί μια κοινωνία ισόνομη, ελεύθερη και ειρηνική».
«Η σημερινή κοινωνία δείχνει να έχει πέσει σε κώμα. Ο άνθρωπος από μια συμπαντική οντότητα με όνειρα, επιθυμίες, έρωτες και αισθήσεις μετατρέπεται σε ένα αντικείμενο παραγωγής και κατανάλωσης προϊόντων. Εχει χάσει τον προσανατολισμό του, έχει χάσει τις αξίες τού ευ ζην».
«Αισθάνομαι ταπεινωμένος και περιφρονημένος. Νομίζω ότι ξαναζώ την εποχή του Πιουριφόι, τότε που η χώρα μας ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Δεν πίστευα πως θα ζήσω μια νέα υποτέλεια της πατρίδας μου. Λέει ο Πρωθυπουργός ότι ήμασταν ο αδύναμος κρίκος και γι΄ αυτό μας χτύπησε τόσο καίρια ο τοκογλυφικός καπιταλισμός. Γιατί όμως είμαστε ο αδύναμος κρίκος; Είναι ένα ερώτημα στο οποίο οφείλει να απαντήσει το πολιτικό μας σύστημα και άλλοι κοινωνικοί φορείς που υποτίθεται ότι διακονούν τα συμφέροντα του λαού».
Αριστερός αγωνιστής
«Λέω καμιά φορά, σ' αυτά τα παιδιά που τρέχουν στις διαδηλώσεις και χτυπιούνται με τους μπάτσους και μετά τους πλακώνουν με τα χημικά σα να 'ναι κατσαρίδες, «Τι πάτε και σκοτώνεστε μες στους δρόμους και δεν πάτε να καταλάβετε τα χωράφια της Μονής του Βατοπεδίου και να κάνετε μια φάρμα; Είστε όλοι σας μορφωμένα παιδιά, έχετε διάφορες ειδικότητες, να καταλάβετε τα βασιλικά κτήματα, αυτού του κερατά στο Τατόι, να κάνετε μια φάρμα; Θα 'χετε και τον κόσμο μαζί σας! Ποιος θα σας πει κουβέντα; Πάτε και πετάτε γκαζάκια, και καίτε το αυτοκίνητο του αλλουνού του κακομοίρη, τι σας φταίει ο άλλος;».
«Δυστυχώς, επίσης για πρώτη φορά, ζω σε μια κοινωνία η οποία δείχνει να χει πάθει εγκεφαλικό! Δεν αντιδρά με τίποτα! Να συμβαίνουν τόσο τρομακτικά πράγματα και μέσα σ' αυτήν και στον κόσμο και γύρω της, και να μην παίρνει χαμπάρι! Να μην αντιδρά με τίποτα!»
«Τη μηχανή του κέρδους! Αυτό είναι το πρόβλημα. Όσο στην κοινωνία μας η κυρίαρχη αξία του συστήματος είναι το κέρδος, από κει και πέρα μην ψάχνεις να βρεις... αυτό διαποτίζει όλες τις ανθρώπινες σχέσεις και διαποτίζει όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες όπως είναι η παιδεία και όλα τα πράγματα».
Καμιά φορά με ρωτούν οι δημοσιογράφοι: Χρόνη, έχεις μετανιώσει για τη ζωή σου; Λέω όχι. Όχι! Τί πιο ωραίο να πεθαίνεις για ένα όραμα, για έναν όμορφο μύθο, απ' το να ζεις συνεχώς μια χαμοζωή; Εμείς, λοιπόν, ταξιδέψαμε σ' έναν υπέροχο μύθο, σ' ένα πάρα πολύ όμορφο όραμα. Τώρα, αν αυτό στο τέλος της ζωής μας κατάντησε εφιάλτης, αυτό είναι άλλο θέμα, είπαμε, είναι θέμα της εξουσίας.
«Δεν πίστευα ποτέ ότι θα ξαναζήσω μια περίοδο εθνικής υποτέλειας της πατρίδας μου. Πιτσιρικάς δεκατριών χρονών πολέμησα τους Γερμανούς. Μετά, πολέμησα τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, την εποχή που ερχόταν εδώ ο Αμερικανός στρατηγός και του έλεγε ο Έλληνας Πρωθυπουργός, διανοούμενος Κανελλόπουλος, «Ιδού ο στρατός σας!», δείχνοντας τον ελληνικό στρατό. Την εποχή που ερχόταν ο πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών ο περίφημος Πιουριφόι, και έμπαινε στο γραφείο του Πρωθυπουργού και ανέβαζε τα πόδια του πάνω στο γραφείο και του έλεγε τι να κάνει και τι να μην κάνει...
Ε, περίπου τα ίδια δε ζούμε τώρα; Έρχονται οι Τροϊκανοί. Τα ίδια δεν κάνουνε; Έχουμε κυβέρνηση; Πού είναι;»