Στις αρχές Σεπτέμβρη το παγκοσμίως γνωστό περιοδικό New Yorker είδε τη σελίδα του στο Facebook να μπλοκάρεται, επειδή παραβίασε τα στάνταρντς του ιστότοπου σχετικά με τη δημοσίευση υλικού που περιέχει «σεξ και γυμνό». Το παράπτωμά του; Η δημοσίευση καρτούν εικόνων του Αδάμ και της Εύας στον Κήπο της Εδέμ. Οι ακάλυπτες ρώγες της Εύας δεν πέρασαν το τεστ ευπρέπειας του Facebook.
Η Σίλικον Βάλεϊ έχει βαλθεί να θέσει τα νέα στάνταρντς ηθικότητας της ψηφιακής εποχής. Ο ένας μετά τον άλλο, οι κολοσσοί της Κοιλάδας στενεύουν της «πληροφορικές» αορτές του διαδικτυακού κόσμου με βαθιά συντηρητικές και ξεπερασμένες κανονιστικές δικλείδες, τις οποίες επιβάλλουν σε δισεκατομμύρια χρήστες παγκοσμίως.
Σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Εβγκένι Μορόζοφ σε σχετικό δημοσίευμά του στη Sunday Review των Τάιμς της Νέας Υόρκης, με τίτλο «You can't say that on the Internet»:
«Ποιο είναι το μέσο για την εγκαθίδρυση αυτής της νέας σεμνοτυφίας; Αυστηροί, μονοδιάστατοι αλγόριθμοι, δηλαδή μαθηματικές κατασκευές που καθορίζουν αυτόματα τα όρια αυτού που θεωρείται και είναι πολιτισμικά αποδεκτό».
Όχι βέβαια ότι η καταπολέμηση του φαινομένου της άκρατης απρέπειας, μέσω του ελέγχου του ψηφιακού υλικού, είναι κάτι αρνητικό. Ωστόσο, ερωτήματα εγείρονται για τα κριτήρια βάσει των οποίων ένα υλικό θα προκρίνεται και ένα άλλο θα αποκλείεται ως άσεμνο.
Αυτό ισχύει κατ' εξοχήν στην περίπτωση της εταιρείας Impermium, η οποία έχει αρχίσει να προωθεί μία σειρά από τεχνολογίες, ικανές να εντοπίζουν και να «κλειδώνουν» κάθε είδους «επιβλαβές» υλικό. «Το Impermium θα αστυνομεύει τους χρήστες – ποιος όμως θα αστυνομεύει το Impermium;», αναρωτιέται και πάλι με ιδιαίτερη ευστοχία ο Εβγκένι Μορόζοφ.
Αυτό το φαινόμενο ψευδο-ηθικοποίησης του ψηφιακού σύμπαντος κατέστη κάτι παραπάνω από πρόδηλο στην περίπτωση της Apple και της απόφασής της να «παρέμβει» στον τίτλο βιβλίου με τίτλο «Η ιστορία του αιδοίου», αντικαθιστώντας κάποια γράμματα της λέξης με αστεράκια, για να τον αποκαταστήσει τελικά λίγο καιρό αργότερα.
«Χάρη στη Σίλικον Βάλεϊ», γράφει ο Μορόζοφ, «η δημόσια ζωή μας διέρχεται μία φάση μετασχηματισμού. Συναφής με αυτή την ψηφιακή μεταμόρφωση είναι η ανάδυση νέων, αλγοριθμικών κλειδοκρατόρων οι οποίοι, σε αντίθεση με τους κλειδοκράτορες του παρελθόντος – δημοσιογράφους, εκδότες, επιμελητές – συγκαλύπτουν την πολιτισμική αυθεντία τους. Ενδέχεται, μάλιστα, αυτό να μην το αντιλαμβάνονται ούτε καν οι ίδιοι, πρόθυμοι καθώς είναι να αναπτύξουν αλγόριθμους για πλάκα και κέρδος».
Οι αλγόριθμοι, όμως, μπορούν μεν να «ελέγχουν», να «καθορίζουν», να «ξεδιαλέγουν» και να «μπλοκάρουν», εξίσου καλά όμως μπορούν να σπιλώνουν υπολήψεις και να διαδίδουν φήμες για πρόσωπα και καταστάσεις.
Τρανό παράδειγμα εκείνο της πρώην Γερμανίδας πρώτης κυρίας, Μπετίνα Βουλφ, η οποία μήνυσε την Google, επειδή συμπεριέλαβε στα αποτελέσματα αναζήτησης του ονόματός της χαρακτηρισμούς όπως «συνοδός» και «εκπορνευόμενη».
Η κ. Βουλφ επέμεινε πως οι αλγόριθμοι της Google διέδιδαν ψευδείς φήμες για το άτομό της, με την Google να ανταπαντά πως οι συνιστώμενοι όροι δεν είναι παρά ένα «αλγοριθμικά παραγόμενο αποτέλεσμα αντικειμενικών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της δημοφιλίας των εισαγόμενων όρων αναζήτησης».
Με απλά λόγια, ο σεβασμός προς το πρόσωπο και την ιδιωτικότητά του πάει περίπατο: εφόσον το διαδίκτυο βρίθει από συγκεκριμένους χαρακτηρισμούς, τότε αυτοί είναι λογικό να ανασυρθούν αλγοριθμικά από τη μηχανή αναζήτησης, άσχετα από το αν αυτοί είναι αρνητικοί και προσβλητικοί για τα πρόσωπα τα οποία αφορούν.
Αυτή είναι μία μόνο περίπτωση «αλγοριθμικού ψεύδους», η οποία όμως εύκολα μπορεί να βάλει κάποιον σε σκέψεις για το πόσες άλλες έχουν μείνει στην αφάνεια.
Οι αλγόριθμοι διέπονται από μία θεμελιώδη «βλακεία». Κάνουν ό,τι είναι προγραμματισμένοι να κάνουν, χωρίς να διαθέτουν εντελώς εξειδικευμένα κριτήρια για κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Οι «αλγοριθμικές αλήθειες» είναι αλήθειες από τη στιγμή που επαληθεύονται στατιστικά.
Οι αλγόριθμοι δεν «σκαμπάζουν» από περιπτωσιολογία.