Για παραβίαση διεθνών συμβάσεων γύρω από τα εργασιακά διακαιώματα, κάνει λόγο η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, η οποία, παράλληλα, ζητά την αναθεώρηση μέτρων των Μνημονίων που αφορούν τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Στην Επιτροπή προσέφυγαν, ελληνικά συνδικάτα του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα και συγκεκριμένα, η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ), η Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ), η Γενική Ομοσπονδία Υπαλλήλων της ΔΕΗ και η Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων.
Η τριμερής επιτροπή Συνδικαλιστικής Ελευθερίας, που αποτελεί το ανώτατο ελεγκτικό όργανο της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, διαπιστώνει πολλαπλές, σοβαρές και εκτεταμένες παραβιάσεις των διεθνών υποχρεώσεων της Ελλάδας για την προστασία της συλλογικής αυτονομίας, του απαραβίαστου των όρων των ΣΣΕ και των συλλογικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Σύμφωνα με ανακοίνωση που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Διεθνούς Οργανισμού, η Επιτροπή, «αν και έχει βαθιά επίγνωση, ότι τα συγκεκριμένα μέτρα ελήφθησαν μέσα σε έκτακτες συνθήκες που προκλήθηκαν από τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, διαπιστώνει ωστόσο, επανειλημμένες και εκτεταμένες παρεμβάσεις στην ελευθερία των συλλογικών διαπραγματεύσεων» και καλεί τους κοινωνικούς εταίρους στην Ελλάδα «σε μόνιμο και εντατικό διάλογο, ώστε να υπάρξουν αλλαγές σε ρυθμίσεις που νομοθετήθηκαν στο πλαίσιο των συμφωνιών με την τρόικα».
Συγκεκριμένα, η γνωμοδότηση της Επιτροπής αναφέρεται σε «επαναλαμβανόμενες και εκτεταμένες παρεμβάσεις του Κράτους στο σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και διαδοχικές μειώσεις μισθών, μονομερώς από το Κράτος, στον δημόσιο, ευρύτερο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα κατά παράβαση όρων των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας που ήταν σε ισχύ».
Για το μέτρο της εφεδρείας, η Επιτροπή εκτιμά ότι, «κάθε μέτρο επιβολής μαζικών απολύσεων-αποχωρήσεων από το Κράτος του προσωπικού του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, συνιστά παρέμβαση στη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων» και προσθέτει, ότι «το κράτος όφειλε, να προβεί σε εξαντλητικό διάλογο μαζί τους με σκοπό να σχεδιάσει το εργασιακό μέλλον των εργαζομένων αυτών».
Σχετικά με τη μείωση των μισθών για τους νέους εργαζόμενους έως 25 ετών, η Επιτροπή συστήνει στην ελληνική κυβέρνηση τέτοια μέτρα «να είναι όλως εξαιρετικά και να μην υπερβαίνουν σε διάρκεια τον ένα χρόνο».
Η Επιτροπή εκφράζει ενστάσεις, για τη νομοθετική παρέμβαση με την οποία καταργήθηκε η υποχρεωτική επέκταση των κλαδικών συμβάσεων σε όλους τους εργαζομένους του κλάδου και υποστηρίζει ότι, «η νομοθεσία δεν πρέπει να θέτει εμπόδια στη συλλογική διαπραγμάτευση σε ανώτερο επίπεδο».
Αντιτίθεται, ακόμη, στον περιορισμό του περιεχομένου της διαιτησίας μόνο στον καθορισμό του μισθού και κρίνει, ότι η «χορήγηση διαπραγματευτικής δυνατότητας με δεσμευτικά αποτελέσματα σε επιχειρησιακά σωματεία και ενώσεις προσώπων δεν εκπληρώνει τις απαιτούμενες εγγυήσεις δημοκρατικής εκλογής και ανεξαρτησίας».
Καλεί τους κοινωνικούς εταίρους στην Ελλάδα και την κυβέρνηση «να ξεκινήσουν ένα μόνιμο και εντατικό κοινωνικό διάλογο», για τα ζητήματα που έχουν τεθεί «με σκοπό την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου οράματος για τις εργασιακές σχέσεις που να εκφράζει όλες τις πλευρές και να συμμορφώνεται πλήρως με τις αρχές της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων».
«Εκτεταμένο και σοβαρό έλλειμμα του κοινωνικού διαλόγου για ορισμένα μέτρα λιτότητας που λαμβάνονται στην Ελλάδα κατά τα τελευταία δύο χρόνια, στο πλαίσιο του διεθνούς μηχανισμού δανείου που συμφωνήθηκε με την τρόικα (ΕΚ, ΕΚΤ και ΔΝΤ)», διαπιστώνει η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας.
Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, (ILO), είναι τριμερής οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών, στον οποίο συμμετέχουν εκπρόσωποι κυβερνήσεων συνδικάτων και εργοδοτικών οργανώσεων από διάφορες χώρες. Δεν έχει νομοθετικές αρμοδιότητες και οι αποφάσεις της δεν είναι δεσμευτικές για το εσωτερικό δίκαιο των κρατών που είναι μέλη της.