Η αστυνομία του κρατιδίου Μπελίζε στην νοτιοανατολική ακτή της Κεντρικής Αμερικής ζήτησε από τον μεγιστάνα της τεχνολογίας Τζον Μακ Άφι, ιδιοκτήτη της άλλοτε ομώνυμης εταιρείας παραγωγής του γνωστού αντιικού software υπολογιστών, να προσέλθει για ανάκριση, με σκοπό να βοηθήσει στη διαλεύκανση της υπόθεσης δολοφονίας του γείτονά του, το πτώμα του οποίου βρέθηκε την Κυριακή.
Ο Μακ Άφι, ο οποίος κρύβεται, θεωρείται «πρόσωπο ενδιαφέροντος» και όχι ύποπτος, ενώ ο ίδιος δήλωσε στο περιοδικό Wired πως δεν σχετίζεται καθόλου με τη δολοφονία, εκφράζοντας το φόβο ότι η αστυνομία θα τον σκοτώσει αν τον βρει.
Ο εκπρόσωπος της αστυνομίας Ραφαέλ Μαρτίνεζ δήλωσε με τη σειρά του πως ο Μακ Άφι βρίσκεται κατά πάσα πιθανότητα ακόμη στην Μπελίζε και πως οι αστυνομικές αρχές θέλουν να τον ενθαρρύνουν να προσέλθει, βεβαιώνοντάς τον πως αν αισθάνεται ότι απειλείται η ζωή του μπορεί να εμφανιστεί συνοδευόμενος από άλλο άτομο, αρκεί να παρουσιαστεί και να βοηθήσει με την κατάθεσή του. Έπειτα θα μπορεί να φύγει ελεύθερος.
Το θύμα, ένας 67χρονος Αμερικανός συνταξιούχος οικοδόμος, πυροβολήθηκε στο κεφάλι μέσα στο σπίτι του. Το πτώμα του βρέθηκε να κείτεται μέσα σε μία λίμνη αίματος, ενώ δίπλα του βρέθηκε ένα πιστόλι Luger 9mm. Τίποτα στο σπίτι του δεν μαρτυρούσε διάρρηξη, παρ' όλο που ο φορητός υπολογιστής του και το iPhone του έλειπαν.
Σε μία «περίεργη», ανακόλουθη τηλεφωνική συνέντευξή του στο περιοδικό Wired ο Μακ Άφι, που πλέον έχει χάσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του και ο οποίος έχει ιδρύσει μία εταιρεία παραγωγής φυτικών αντιβιοτικών, έκανε λόγο για κρατική συνωμοσία εναντίον του, υποστηρίζοντας πως οι δολοφόνοι είχαν εκείνο ως στόχο, αλλά μπέρδεψαν τα σπίτια, πως δηλητηρίασαν τα σκυλιά του σε μία προσπάθεια να τον τρομοκρατήσουν, και όλα αυτά ως αποτέλεσμα της άρνησής του να δώσει χρήματα σε τοπικό πολιτικό.