«Κορμιά» πέφτουν στις Βρυξέλλες, καθώς πίσω από τη μάλλον θετική έκθεση αξιολόγησης για την πρόοδο στα δημοσιονομικά και διαρθρωτικά μέτρα, μαίνεται πόλεμος μεταξύ ΔΝΤ - Ευρωπαίων για την προοπτική βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Σύμφωνα με δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων στο Reuters, φαίνεται ότι υπάρχει συμφωνία στο ότι το ελληνικό χρέος θα υποχωρήσει στο 144% του ΑΕΠ το 2020 -από περίπου 190% του ΑΕΠ το 2013- για να κατέβει μετά βίας 10 μονάδες πιο κάτω, δηλαδή στο 134% έως το 2022 εφόσον δεν αλλάξουν οι σημερινές πολιτικές. Κι αυτό όταν το δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης στηρίχθηκε στο σενάριο ότι το ελληνικό χρέος θα κατέβει στο 116,5% το 2020, υποχωρώντας έτσι σε βιώσιμα επίπεδα.
Το Dow Jones Newswires επικαλούμενο αξιωματούχους που συμμετέχουν στις συνομιλίες αναφέρει, πάντως, ότι με δεδομένο ότι η Ευρωζώνη επιθυμεί να χαρακτηριστεί βιώσιμο το χρέος στα επίπεδα του 125% και μάλιστα έως το 2022, δημιουργεί ένα «χάσμα» 8 ποσοστιαίων μονάδων από τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, που σύμφωνα με τους εν λόγω αξιωματούχους, επιμένει στην ανάγκη «κουρέματος» του επίσημου τομέα κατά περίπου 50 δισ. ευρώ, για να καταστεί το χρέος βιώσιμο, προβλέποντας ακόμα ότι αφενός ο στόχος των 50 δισ. ευρώ από τις αποκρατικοποιήσεις ούτε καν θα προσεγγιστεί, αφετέρου ότι οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν πάνω από τα προβλεπόμενα 48 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση τους.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με το σχέδιο της Έκθεσης Αξιολόγησης της Κομισιόν, ο «λογαριασμός« έως το 2016 ανεβαίνει στα 32,6 δισ. ευρώ, δηλαδή 10 δισ. ευρώ παραπάνω, καθώς, η χρονική επιμήκυνση του προγράμματος, η βαθύτερη ύφεση και ο εκτροχιασμός του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, καθιστούν αναγκαία την επιπλέον χρηματοδότηση.
Ειδικότερα, για τη χρονική περίοδο έως το 2014, το χρηματοδοτικό «κενό» υπολογίζεται πλέον στα 15 δισ. ευρώ αντί των 8,8 δισ. ευρώ των προηγούμενων προβλέψεων, κυρίως λόγω των πολύ χαμηλών επιδόσεων στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων, ενώ για τη διετία 2015- 2016, από τα 14,1 δισ. ευρώ ο πήχης θα πρέπει να ανέβει στα 17,6 δισ. ευρώ λόγω της επιμήκυνσης του προγράμματος.
Αυτό που προκαλεί μεγαλύτερη αίσθηση από την Έκθεση -απ' όπου απουσιάζει η επίμαχη Ανάλυση Βιωσιμότητας του χρέους- είναι η αναφορά στους κινδύνους που «κρύβει» η εφαρμογή του προγράμματος, παρά τη σημαντική πρόοδο των τελευταίων μηνών και τη κάλυψη σημαντικού μέρους του «κενού» που δημιουργήθηκε από τις καθυστερήσεις.
Οι βασικοί κίνδυνοι αφορούν στην συνολική επιβολή της στρατηγικής, δεδομένου ότι η κυβέρνηση συνασπισμού παραμένει εύθραυστη και ορισμένα συστατικά του προγράμματος αντιμετωπίζουν πολιτικές αντιστάσεις, παρά την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης. Επιπλέον, όπως αναφέρει η Έκθεση, οι επιπτώσεις της αποδυνάμωσης της οικονομίας μπορεί να είναι ισχυρότερες απ' όσο είχε αρχικώς εκτιμηθεί, ενώ συν τοις άλλοις μπορεί να γίνουν νομικές προσφυγές σε σημαντικά μέτρα στον προϋπολογισμό και αυτό θα δημιουργήσει την ανάγκη να συμπληρωθούν τα κενά που θα προκύψουν εξαιτίας τους.
«Αν δεν επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών όπως προβλέπεται στο πρόγραμμα, δεν θα επιστρέψει η ανάπτυξη το 2014, που είναι ο στόχος. Η επιστροφή σε βιώσιμη ανάπτυξη θα επιτευχθεί μόνο όταν η ατζέντα των μεταρρυθμίσεων εφαρμοστεί πλήρως και ταχέως. Και για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ''σπάσει" η αντίσταση των πανίσχυρων ομάδων συμφερόντων και πιέσεων» σημειώνει χαρακτηριστικά η Κομισιόν.