Νέα επιστημονική έρευνα από την Δανία υποστηρίζει ότι η γονιμότητα μιας γυναίκας είναι δυνατόν να προβλεφθεί από την ηλικία που η μητέρα της έφθασε στην εμμηνόπαυση. Όπως παρατήρησαν οι ειδικοί, οι γυναίκες, των οποίων οι μητέρες είχαν πρόωρη εμμηνόπαυση, έχουν λιγότερα ωάρια στις ωοθήκες τους από το κανονικό.
Όταν τα κορίτσια γεννιούνται διαθέτουν όλα τα ωάρια που θα χρησιμοποιήσουν στη διάρκεια της ζωής τους, τα οποία μετά την εφηβεία απελευθερώνονται από τις ωοθήκες τους με βάση τον κύκλο της περιόδου και με ρυθμό περίπου ένα το μήνα, έως την εποχή της εμμηνόπαυσης, ενώ οι γυναίκες με τα λιγότερα ωάρια έχουν και τις μικρότερες πιθανότητες γονιμοποίησης.
Οι ερευνητές, του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Κοπεγχάγης, με επικεφαλής τη δρα Τζέην Μπέντσεν, μελέτησαν 527 γυναίκες ηλικίας 20 έως 40 ετών και υπολόγισαν -με βάση ορμονικές αναλύσεις- το «απόθεμα» ωαρίων που είχε απομείνει σε κάθε μία.
Από την μελέτη προέκυψε ότι τα ωάρια μειώνονται ταχύτερα στις γυναίκες των οποίων οι μητέρες είχαν εμμηνόπαυση, πριν την ηλικία των 45 ετών, σε σχέση με γυναίκες των οποίων οι μητέρες έφθασαν στην εμμηνόπαυση μετά τα 55 τους.
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι η γονιμότητα αρχίζει να μειώνεται περίπου 20 χρόνια πριν την έναρξη της εμμηνόπαυσης. Έτσι, μια γυναίκα που μπαίνει στην εμμηνόπαυση στα 45 της, ουσιαστικά θα αρχίσει να έχει μείωση της γονιμότητάς της ήδη από την ηλικία των 25 ετών.
«Η έρευνά μας ενισχύει την πεποίθηση ότι το απόθεμα των ωαρίων επηρεάζεται από κληρονομικούς παράγοντες, όμως χρειάζονται και άλλες μελέτες σε βάθος χρόνου», δήλωσε η Μπέντσεν, ωστόσο οι ειδικοί διευκρίνισαν ότι τα λιγότερα ωάρια στις ωοθήκες της, δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι και λιγότερα μωρά.
Προς το παρόν, κανένα τεστ δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια τη γονιμότητα, ενώ ισχύει πάντα η παλιά συμβουλή ότι όσο πιο νωρίς ξεκινά μια γυναίκα να προσπαθεί να γεννήσει, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας έχει. Πάντως γενικά, οι γυναίκες είναι πιο γόνιμες σε ηλικία 18 έως 31 ετών.