Το βιβλίο του Μιχάλη Γεννάρη «Πρίγκιπες και Δολοφόνοι» το ανακάλυψα τυχαία. Επέμενε μια φίλη να το διαβάσω και το δοκίμασα με επιφύλαξη, γιατί ελάχιστα βιβλία έχω καταφέρει να ολοκληρώσω τα τελευταία χρόνια. Το «Πρίγκιπες και Δολοφόνοι» δεν είναι μόνο εξαίρεση -είναι ένα βιβλίο που θέλεις πραγματικά να το μοιραστείς με όλους τους φίλους και τους γνωστούς σου, απλά γιατί σπάνια πια πετυχαίνεις κάτι τόσο απολαυστικό. Και είναι λογοτεχνία. Δεν είναι γραμμένο ούτε για να το δει ο δημιουργός του σίριαλ, ούτε για να ελπίζει να του το κάνει κάποιος ταινία. Είναι κυρίως γλώσσα. Πυκνή, σπαρταριστή και με τέτοιον καταιγισμό λέξεων που κυριολεκτικά σε ρουφάει και σε ζαλίζει. Διαβάζεις 5 σελίδες και αναγκάζεσαι να γυρίσεις πίσω ξανά και ξανά, για να μην χάσεις ούτε μία εικόνα από τα ασταμάτητα ενσταντανέ με τα οποία σε βομβαρδίζει και που δύσκολα μπορείς να παρακολουθήσεις non stop. Η ροή των γεγονότων που περιγράφει η ηρωίδα του, η Πελαγία, στο μονόλογό της είναι σαν βουβή ταινία με καρέ που τρέχουν στο γρήγορο, ενώ ο ειρμός διακόπτεται συνέχεια από τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα των ερωτικών περιπτύξεων των τριών κλεφτρονιών που έχει υπό την προστασία της. «Είναι σαν σύνθεση κλασικής μουσικής με επιρροές από Αϊζενστάιν», λέει ο Μιχάλης στο καφέ που συναντηθήκαμε (ή κάτι τέτοιο, όταν τα έλεγε είχε τελειώσει η μπαταρία στο μαγνητοφωνάκι!) και μετά μας μίλησε για Πίντσον, για το βιβλίο του που φαινόταν στο «κάδρο» του Νάνου Βαλαωρίτη στη φωτογραφία που είχε τραβήξει ο Freddie και για Σουηδέζες, σε μια μαραθώνια βόλτα στα Εξάρχεια που κατέληξε σε 4 ώρες κουβέντας.
Το «Πρίγκιπες και Δολοφόνοι» που κέρδισε το φετινό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω» είναι ένα βιβλίο που σε μερικά χρόνια θα μπορείς να το τοποθετήσεις δίπλα στη «Μητέρα του σκύλου», στο «Τρίτο Στεφάνι» ή στο «Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης», αλλά και μόνο του να το βάλεις στο ράφι, θα είναι πάντα ένα σπουδαίο μυθιστόρημα.
Κι επειδή αρχικά είχαμε συμφωνήσει να μιλήσουμε μόνο για το βιβλίο, ορίστε μερικές απαντήσεις στις απορίες μας. Χωρίς τις ερωτήσεις.
Φωτό: Freddie F.
Δεν θέλω να δίνω συνεντεύξεις. Δεν έχει νόημα. Για ποιο λόγο να αναλύω την τέχνη μου; Η δικιά μου αντίληψη είναι ότι αν έχεις διαβάσει κάποιον λογοτέχνη, καλύτερα να μην τον δεις από κοντά, γιατί είναι πιθανό να απογοητευτείς. Με ενοχλεί όταν το καλλιτέχνημα γίνεται προϊόν, κάτι αναλώσιμο. Και ειδικά στο χώρο του βιβλίου. Με ενοχλεί το να πάρω ένα βιβλίο και να διαβάσω δύο σελίδες βιογραφικό του συγγραφέα, λες και είναι στη NASA. Και συνήθως είναι τόσο διογκωμένα, όσο τα κεκάκια στο φούρνο.
Το μυθιστόρημα το ονομάζω queer, από την ίδια του την κατασκευαστική φύση. Βέβαια, αυτό που ήθελα να πετύχω ήταν μια επαναδιήγηση της Ιλιάδας. Όλο το βιβλίο έχει γραφτεί με μοτίβα από την Ιλιάδα και προσπαθώ οι σχέσεις των ηρώων να ανταποκρίνονται σε αυτό το πρότυπο. Χρησιμοποιώ τον επικό τρόπο αφήγησης. Ο επικός ποιητής δίνει ορισμένα στάνταρ ονόματα που επαναλαμβάνονται συνεχώς –«ο ξανθός Αχιλλέας», για παράδειγμα. Δημιουργείται έτσι ένα είδος μικροσυμφωνίας μέσα στο έργο, κι αν το δεις στο βάθος του, υπάρχουν έντονες αντιθέσεις: χριστιανισμός και ειδωλολατρία, η Ιλιάδα συν την αγία τριάδα. Τα τρία αγόρια που είναι οι ήρωες, ουσιαστικά είναι μία αλληγορία τριαδική και η πλοκή του βιβλίου εστιάζεται στην τριάδα: την ελληνική και την αρχαία ελληνική. Οι νεοπλατωνικοί πίστευαν σε νου, ψυχή και σώμα, όπως και στο χριστιανισμό υπάρχει Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Τα τρία αγόρια είναι σύμβολα της τριάδας με την οποία υποστασιοποιείται ο κόσμος. Αν διαρρηχθεί αυτή η ενότητα, διαλύεται το σύμπαν. Στο βιβλίο εξολοθρεύονται αυτά τα αγόρια και στο τέλος μένει μόνο ένα, αλλά δεν χάνεται η ελπίδα. Μένουν ένα τραβεστί, ένας έμπορος ναρκωτικών κι ένα κωφάλαλο αγόρι. Κι οι τελευταίες λέξεις είναι «μόνο εμείς θα παραμείνουμε ψηλά και θα φιλιόμαστε με πάθος στο στόμα».
Το έργο είναι σαν μια μουσική συμφωνία, ήθελα να πετύχω μια «κόντα» σε μικρογραφία. Όπως σε ένα μουσικό έργο, θέματα από το αλεγκρέτο του πρώτου μέρους και το αντάτζιο του δεύτερου επανέρχονται στο κλείσιμο και δημιουργούν μια νέα σύνθεση. Αν δεις το βιβλίο είναι ανισομερές. Το πρώτο κεφάλαιο -που είναι τα 2/3 του βιβλίου- είναι ο μονόλογος μιας γυναίκας, η οποία μιλάει μια διάλεκτο καθαρευουσιάνικη με λαϊκά στοιχεία. Ήξερα από πριν τι θα κάνω, είχα στο νου μου το υπόστρωμα. Λειτουργώ κάπως με εικόνες και παλέτες χρωμάτων, σαν να έχω ένα ψηφιδωτό ρωμαϊκό ή βυζαντινό και έχουν έρθει οι Οθωμανοί, το έχουν σοβατίσει κι εσύ μετά το αναστηλώνεις. Βγάζεις κομμάτια του. Θέλω δίπλα στη χρυσή ψηφίδα να έχει μείνει και ο σοβάς, για να πετύχω ένα ενδιαφέρον αισθητικό αποτέλεσμα. Την αντιπαράθεση στο ίδιο κάδρο. Καθαρό και βρώμικο. Άσπρο και μαύρο. Το πρώτο μέρος είναι μονοφωνικό, μετά αλλάζει το βιβλίο και αλλάζουν και οι ρυθμοί, γίνεται πολυφωνία.
Είναι ελληνοκεντρικό το βιβλίο, με μια νοσταλγία για το παρελθόν. Ήθελα η ηρωίδα μου -που είναι και ψευτοτραγουδίστρια- να είναι σαν τη μούσα στην Ιλιάδα και προσπάθησα η γραφή μου να είναι «τραγουδιστή». Είμαι χαρούμενος που το κατάφερα. Έχω αναφορές στην ελληνική λογοτεχνία: στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, στη Γυναίκα της Ζάκυνθος του Σολωμού, με βοήθησε πολύ το ότι είχα στο νου μου τον Τσαρούχη.
Θεωρώ ότι δεν πας εσύ στον ήρωα, έρχεται αυτός και σε βρίσκει. Βέβαια, από μικρό παιδάκι όσα ακούς και βλέπεις τα καταγράφεις. Και πιστεύω ότι δεν γράφεις μόνος σου, υπάρχει και κάτι άλλο που σε βοηθάει. Πες ότι είναι το ασυνείδητο. Δεν είναι το Άγιο Πνεύμα, είναι ο εγκέφαλος που έχει απομνημονεύσει σαν μαγνητοταινία εικόνες και λέξεις. Κάτι που άκουσα το ’89 στην τηλεόραση, μια κυρία που είδα στη λαϊκή, μια κουβέντα. Όταν γράφω μπαίνω σε μια υπερδιέγερση κάπως αφύσικη, και αυτό είναι βασανιστικό. Δεν μπορείς να κάνεις όμως συμβιβασμό, γιατί μετά θα είναι πάτσγουορκ, θα φαίνεται ότι κάτι πήγες να κάνεις αλλά έφυγε η δύναμη. Νομίζω ότι ο κόπος που έχεις βάλει και η επίπονη διαδικασία για να το γράψεις δεν πρέπει να φαίνονται σε ένα βιβλίο.
Στον τόπο μας είναι λίγο δύσκολο να σε αποδεχτεί κάποιος ως συγγραφέα στα 29 σου που έξω θεωρείσαι «γέρος», γιατί εδώ θεωρείσαι ακόμα παιδί-θαύμα. Είναι ενοχλητικό αυτό. Δεν σε παίρνουν στα σοβαρά, επειδή στα 29 θεωρείσαι μικρός. Δεν μπορείς να κρίνεις ένα βιβλίο και το πρώτο που λες να είναι ότι αυτός είναι πρωτοεμφανιζόμενος και μικρός.
Το πρώτο μου μυθιστόρημα το έγραψα όταν ήμουν 15. Πριν από το «Πρίγκιπες και Δολοφόνοι» είχα επιχειρήσει να γράψω άλλα δυο βιβλία που δεν προχώρησαν και 3-4 θεατρικά έργα. Έχω γράψει διηγήματα. Το γεγονός ότι είχα γράψει για το θέατρο με βοήθησε για να στήσω λίγο πιο πειστικά τους ήρωές μου. Το γράψιμο βελτιώνεται μεγαλώνοντας. Στα 18 δεν γράφεις όπως στα 29, χωρίς να είναι αυτός πάντα ο κανόνας. Βλέπεις παιδιά-θαύματα, τον Ρεμπό για παράδειγμα, που έκαναν πολύ νωρίς αριστουργήματα. Στους ποιητές και τους μουσικούς συμβαίνει πιο εύκολα αυτό, γράφουν στα 20 αριστουργήματα και μετά τους τρώει η μαρμάγκα.
Δεν έχω άγχος για το επόμενο βήμα. Αυτό που θέλω είναι να είμαι σοβαρός και έντιμος. Θέλω να γράψω μόνο μυθιστόρημα, εκεί είμαι, στη μεγάλη φόρμα, και σε ακόμα μεγαλύτερη. Κι αυτό το βιβλίο αρχικά ήταν πολύ περισσότερες σελίδες, ακόμα πιο μπαρόκ. Αν μου έλεγες τώρα γράψε ένα διήγημα θα έλεγα όχι. Το μυθιστόρημα είναι για μένα πρόκληση. Θέλω να μπω στη μάχη. Δεν ξέρω πότε λήγει η μάχη. Δεν μπορείς να ξέρεις αν θα σου πάρει, 3, 5 ή 20 χρόνια.
Ο συγγραφέας επειδή προσπαθεί να αποτυπώσει λίγο το απόκρυφο, να το φανερώσει, έχει κι ένα φόβο αν θα έχει τα πνεύματα της γραφής μαζί του. Δεν γράφεις μόνος, θέλεις κι όλος ο «θίασος» να είναι μαζί σου. Μπορείς να το πεις και συγγραφική σχιζοφρένεια.
Ξέρεις τι σε πιέζει στην ηλικία μου; Έχει χαθεί η πρώτη αθωότητα. Είσαι στο μεσοστράτημα. Σηκώνεσαι το πρωί και λες θα είμαι εδώ αύριο; Άνθρωποι είμαστε.
Πολλοί με παρεξηγούν γιατί φαίνομαι λίγο αλαζονικός. Δεν είναι αλαζονεία. Για να γράψω εκτίθεμαι. Κι ο δικός μου ο χαρακτήρας είναι λίγο δύσκολος, εύκολα μπορώ να δω κάτι ως γελοιοποίηση. Αυτό θέλω να αποφύγω. Το χειρότερο είναι να μην μπορείς να ανταποκριθείς στα αιτήματα της τέχνης σου.
Το βραβείο του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα μπορεί να μην σημαίνει πολλά για το μεγάλο κοινό, αλλά είναι σαν να σου λέει κάποιος ότι κάτι κάνεις καλά, γι' αυτό συνέχισε. Είναι αποδοχή αλλά και ευθύνη.
Την ώρα που ανέβηκα για την απονομή του βραβείου είπα «ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη που δείξατε στη λογοτεχνική μου επάρκεια». Τώρα που το ξαναείδα στο YouTube μου ακούστηκε λίγο επαρμένο. Ήταν σαν να ειρωνεύτηκα. Δεν το έκανα όμως από ειρωνεία. Στο blog μου αναμιγνύω αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά για πλάκα, όταν όμως γράφω στα ελληνικά πρέπει να σεβαστώ το γεγονός ότι στην ίδια γλώσσα έχει γράψει και ένας Όμηρος, ένας Πλάτωνας, ένας Σολωμός, ένας Καβάφης, ένας Μάτεσις, μια Ζατέλη. Ανοίγεις βιβλία νέων συγγραφέων και είναι σαν να διαβάζεις κακομεταφρασμένα αγγλικά. Για μένα αυτό είναι σοδομισμός της γλώσσας.
Αν το δεις στο συγγραφικό υποσυνείδητο, αυτό που έγραψα το λέω «μητρικό» βιβλίο, το επόμενό μου θα είναι το «πατρικό» μου. Σε όλο το βιβλίο η γυναίκα έχει ένα ρόλο τελετουργικό. Όταν έγραφα και χρησιμοποιούσα το θηλυκό άρθρο, το «η», σκεφτόμουν διπλά. Ότι είμαι άντρας που έπρεπε να υποδυθώ τη γυναίκα, να σκεφτώ και να μιλήσω όπως αυτή. Υπήρχαν στιγμές που το διάβαζα και λίγο αηδίαζα, με είχε κουράσει η γυναικεία φωνή. Δεν είναι απαραίτητο να είσαι gay friendly ή gay respectful για να το πετύχεις, πολλοί άντρες που μιμήθηκαν τη γυναικεία γραφή, ο Φλομπέρ για παράδειγμα, το έκαναν επειδή αγαπούσαν πάρα πολύ τη γυναίκα. Αν δεις στον μονόλογο που ξεκινάει το βιβλίο η ηρωίδα υποτίθεται ότι αφηγείται σε έναν εισπράκτορα, γιατί ένιωθα άβολα ως άντρας να μιλάω σαν γυναίκα.
Δεν μπορείς εύκολα να ταυτιστείς με τους χαρακτήρες και αυτό το έκανα εσκεμμένα. Δεν μου αρέσει ο φτηνός μελοδραματισμός, το μελό, κι επειδή έχει μια λαϊκή ηρωίδα το βιβλίο, πολύ εύκολα διολισθαίνει σε ένα κιτσάτο πράγμα. Έβαλα μερικές δικλείδες ασφαλείας. Μπορεί κάποιος να με κατηγορήσει για «νοητικοποίηση», ότι το συναίσθημα δεν ανταποκρίνεται πλήρως, αλλά δεν ήθελα να νιώθει ο αναγνώστης ότι είναι μέσα. Λόγω θεματικής δεν μπορεί να αντέξει το βάρος των ηρώων. Θα συντριβεί. Ήθελα μια μικρή αποξένωση, επειδή το βιβλίο σε ορισμένα σημεία διολισθαίνει στο «θαυματοπλαστικό», είναι και λίγο φαντεζί βιβλίο, δεν ήθελα να γίνει τελείως χαοτικό. Σε προστατεύει αυτό ως αναγνώστη. Είναι πυκνό και είναι πολλοί οι ήρωες. Στην αρχική του μορφή ήταν ακόμα πιο φιλόδοξο, αλλά αναγκάστηκα να το αλλάξω.
Ο πιο μεγάλος έπαινος που πήρα για το βιβλίο ήταν από μία πολύ αυστηρή αναγνώστρια, την κ. Καββαδία, ανιψιά του ποιητή, η οποία μου είπε κάτι που θεωρώ εγκώμιο: ότι της θύμισε Ζενέ. Ο Ζενέ για μένα είναι συγγραφέας ατόφιος. Του έχω μεγάλο σεβασμό γιατί είναι συγγραφέας στις φλέβες του.
Σπούδασα νομική και μουσική αλλά δεν τα προχώρησα. Και δεν ξέρω ούτε κι εγώ με τι ακριβώς ασχολούμαι τώρα. Ζω κι εγώ όπως ζούσε και ο Μπάροουζ, με ένα γλίσχρο οικογενειακό επίδομα. Είμαι ρεμάλι. Χρωστάω ευγνωμοσύνη στους γονείς μου που με στηρίζουν. Μπορεί κάποιοι να πουν ότι δεν έχει ανάγκη βιοπορισμού και κάθεται και γράφει. Κι αυτό είναι μια παρερμηνεία. Για να βγει κάτι χρειάζεται να δουλεύεις οχτάωρα. Μπορεί ένα χρόνο να το επεξεργάζομαι μέσα στο κεφάλι μου και να γράφω δέκα μέρες κλεισμένος χωρίς ύπνο και την αδρεναλίνη να χτυπάει κόκκινο.
Κάποιοι μπορούν να πουν ότι δεν είναι μοντέρνο βιβλίο, του 2011 γραφή και καταστάσεις. Αυτό το ρετρό, το παλαιϊκό για μια ηρωίδα που έχει γεννηθεί το 1946 είναι επίτηδες, έχω καθίσει από πάνω του για να γίνει. Καταλαβαίνω ότι για κάποιους αναγνώστες που θέλουν μια λογοτεχνία πιο νεανίζουσα μπορεί να μην είναι το ζητούμενο. Ίσως να πουν ότι αυτή δεν είναι η γραφή ενός 30χρονου. Θα έλεγα ότι έχουν δίκιο, αν δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο. Στο δεύτερο μέρος ο μονόλογος της Σαλώμης -του τραβεστί- είναι σε πιο μοντέρνο ύφος, και μετά που αναφέρομαι στον Ααρών η γραφή είναι λίγο υπερρεαλιστική, σύγχρονη. Συνειδητά ήθελα να προσφέρω στη γλώσσα μου. Ακόμα και αυτό το «γλωσσοπαλαιολιθικό» έγινε με μια διάθεση νοσταλγίας διακηρρυκτικής. Το πομπώδες ύφος σε κάποια σημεία βγαίνει από μια διάθεση «ελληνοπερηφάνιας».
Είμαι ικανοποιημένος από το βιβλίο επειδή πέτυχα οι λέξεις να μην κουνιούνται, να μην θέλω να αλλάξω τη σειρά τους. Με αντιπροσωπεύει. Αυτή τη στιγμή αν το ξανάγραφα μπορεί να μην έγραφα το ίδιο, αλλά ναι, με αντιπροσωπεύει.
Το βιβλίο «Πρίγκιπες και Δολοφόνοι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος.
Οι επιρροές του Μιχάλη όπως τις περιγράφει ο ίδιος εδώ.