Δέκα χρόνια μετά την απόσυρσή του απ' τα κινηματογραφικά, ο μαέστρος του τρόμου επιστρέφει για να πάρει την υπέρκαυτη Amber Hearst από το χέρι και να την κλείσει σε ψυχιατρικό άσυλο με μανιασμένο φαντασματάκι, που θέλει να της κάνει διάφορα...
Με κάτι που θα μπορούσε να είναι το Sucker Punch (2011) περασμένο απ’ το μυαλό ενός απ’ τους επιδραστικότερους σκηνοθέτες τρόμου όλων των εποχών, ο John Carpenter έρχεται να ξορκίσει την αστοχία που τον κυνηγά απ’ την εποχή του In the Mouth of Madness (1994) και δώθε και κορυφώθηκε με το Ghosts of Mars (2001), πριν ο δημιουργός του Halloween (1978) αυτοεξοριστεί στη δημιουργική απραξία που τον έσπρωξε η αηδία του για το σκηνικό του Hollywood, και την οποία έσπασε μια-δυο φορές για τα εξαιρετικότερα των επεισοδίων του Masters of Horror.
Για επιπλέον bonus βέβαια, στην επιστροφή του έχει μαζί του και την Amber Hearst, η οποία εμφανώς κοσμιότερα ενδεδυμένη εδώ απ’ ότι στο Drive Angry 3D (2011), παίζει κοριτσάκι που καταλήγει σε ψυχιατρικό άσυλο των 60s κι αντί να βρει την ησυχία της, τη βρίσκει φαντασματούλης παλιότερης ενοίκου, που για κάποιο λόγο τη βάζει στο μάτι.
Η ταινία είχε πάει τo Φλεβάρη στο European Film Market του φεστιβάλ του Βερολίνου με ανάμικτες κριτικές απ’ τα αποκαλυπτήριά της στο περασμένο φεστιβάλ του Toronto και παρ’ ότι δεν είχε δυσκολευτεί να βρει το δρόμο της προς τις βρετανικές αίθουσες μέσω της Warner το Γενάρη, χρειάστηκε τη συνεργία των νεόκοπων ARC Entertainment και XLrator για να μαζευτεί το απαραίτητο αντίτιμο που θα της εξασφάλιζε τη διανομή στους βορειοαμερικάνους fans.
Και μάλιστα σε πλατφόρμα εξόδου αμφίβολα κολακευτική, που θα την φέρει σε VOD στις 8 Ιούνη, στις αίθουσες στις 8 Ιούλη, και στα ράφια των DVDάδικων στις 8 Αυγούστου, η αντιμετώπιση του The Ward απ’ την αμερικάνικη διανομή μοιάζει αντίστοιχη αυτής που έλαχε τη φιλμικό αξιοπερίεργο του Hobo with a Shotgun (2011), παρ’ ότι το γενικότερο consensus που έχει διαμορφωθεί, μιλάει για αναστροφή της καθοδικής πορείας του Carpenter κι επιστροφή στην widescreen ατμοσφαιρικότητα του τρόμου του, παρά το κουραστικό κενό των χαρακτήρων του και τις υποχωρήσεις του για μια κάποια ποσότητα ματοκυλίσματος και εύκολου σκιαξίματος που έχουν συνηθίσει τα συνηθισμένα κοινά.
Συνηθισμένος πάντως κι αυτός σε χαμηλότερα budget και μικρότερους χρόνους, απ’ την προσαρμογή του στους περιορισμούς του Masters of Horror, ο Carpenter είχε πει παλιότερα ότι ο λόγος ακριβώς που θέλησε να γυρίσει το The Ward ήταν το να δοκιμάσει την ταχύτητα και την εφευρετικότητα που του επέβαλε η μικρή οθόνη, στις απαιτήσεις γεμίσματος που έχει η μεγάλη, οπότε μπορείς να υποθέσεις ότι κάποιους απ’ τους στόχους του τους πέτυχε, ενώ σε άλλους όπως το σενάριο των άψητων Michael και Sean Rasmussen, μπορεί να μη στάθηκε και τόσο τυχερός.
Όπως και να 'χει, στην Ελλάδα που τα ονόματα των ταινιών μετράνε περισσότερο απ’ τις ταινίες τις ίδιες, το The Ward θα βγει κανονικά στις αίθουσες μια βδομάδα πριν την ιντερνετική αμερικανική διανομή, κάπως σαν counter-programming στους οδοστρωτήρες των The Hangover 2 και Kung Fu Panda 2. Ο Carpenter μαρκάρει έτσι την τρίτη σημαντική εμφάνιση τρόμου στις ανοιξιατικοκαλοκαιρινές αίθουσες μετά τα The Rite και Insidious, κι αν κρίνεις απ’ τις επιδόσεις των δυο προηγούμενων τίτλων σε μια σαιζόν ψιλοστεγνή από τρομάρες, πιθανότατα μια χαρά θα καλαρέσει και σ’ εσένα και στα ταμεία.