Αρθρο-σοκ του El Erian δημοσιεύουν σήμερα οι Financial Times οι οποίοι αφού διαπιστώνουν ότι η τρικομματική κυβέρνηση στη χώρα μας «παλεύει να καταλήξει σε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων» θέτουν το ερώτημα στους Ευρωπαίους για την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα «είναι ανεπαρκής η δέσμευση της Ευρώπης για παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη ενώ ταυτόχρονα δεν υπάρχουν σχέδια εξόδου που να ελαχιστοποιούν τον αντίκτυπο».
Το άρθρο υπογράφει ο El Erian, επικεφαλής της Pimco, της μεγαλύτερης παγκοσμίως εταιρείας στην αγορά ομολόγων, όπως το μεταφράζει το Euro2day.
Επιτέλους ας αποφασίσουμε για Ελλάδα
Η προσοχή στρέφεται και πάλι στην Ελλάδα, όπου ο τρικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός παλεύει να καταλήξει σε ένα νέο πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων το οποίο όμως, θα μπορεί να αποσπάσει το πράσινο φως από το κοινοβούλιο. Εν τω μεταξύ, κυβερνήσεις όπως εκείνη της Γερμανίας, που επεκτείνουν την στήριξή τους προς την Αθήνα, αναζητούν τον καλύτερο τρόπο να προσεγγίσουν το δικό τους νομοθετικό σώμα ως προς το αίτημα της Ελλάδας για περισσότερη βοήθεια.
Εκτιμούμε ότι οι διάφοροι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι θα βρουν ένα τρόπο να ξεκαθαρίσουν αυτό το θέμα μέσα στις επόμενες λίγες εβδομάδες – όχι γιατί πιστεύουν ότι είναι το σωστό, αλλά γιατί φοβούνται τα εναλλακτικά σενάρια. Αυτό όμως, συνεπάγεται πολλούς μη ικανοποιητικούς και μη βιώσιμους συμβιβασμούς.
Παράλληλα, αποτυγχάνοντας στην αντιμετώπιση των θεμελιωδών προβλημάτων, ακόμη και μία νέα στήριξη για την Ελλάδα δεν θα έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας από ότι είχαν τα προηγούμενα πακέτα. Εν τω μεταξύ, η εμπιστοσύνη των Ελλήνων πολιτών στην αξιοπιστία της κυβέρνησης και τους θεσμούς της χώρας θα διαβρώνεται.
Η Ελλάδα επιδιώκει να ολοκληρώσει τρία διακριτά σημεία με το ανανεωμένο της πρόγραμμα: περικοπές στις δαπάνες, αυξήσεις φόρων και μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, όπως και πρόσθετη εξωτερική χρηματοδότηση από τους Ευρωπαίους εταίρους της και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Και τα τρία σημεία είναι απόρροια των απογοητευτικών οικονομικών και χρηματοοικονομικών εξελίξεων: το ΑΕΠ συρρικνώθηκε περισσότερο από ότι είχε προβλεφθεί, η ανεργία ενισχύθηκε περαιτέρω, οι εγχώριες ληξιπρόθεσμες οφειλές βρίσκονται σε επίπεδα ρεκόρ και το χρέος της χώρας είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα. Εν μέρει αυτά οφείλονται σε ανεπαρκή εφαρμογή της πολιτικής από την Ελλάδα. Εν μέρει όμως, οφείλονται σε προβλήματα σχεδιασμού των διαφόρων προγραμμάτων.
Για να εξασφαλίσει επιπλέον χρηματοδότηση, ο κυβερνητικός συνασπισμός στην Ελλάδα πλησιάζει στην ολοκλήρωση του νέου δημοσιονομικού πακέτου όπου περιλαμβάνονται νέες μειώσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, μειώσεις στις συντάξεις και διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μελών του συνασπισμού για τις μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά, -που διευκολύνουν τις απολύσεις, αλλάζουν τη νομοθεσία για τον κατώτατο μισθό και αποδυναμώνουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις- αποδεικνύονται δύσκολες.
Η κυβερνητική δράση διευκολύνεται από τη επιείκεια που επιδεικνύει για μία ακόμη φορά η τρόικα των ξένων πιστωτών. Αντί να τραβήξει την πρίζα στην Ελλάδα, η τρόικα συμφώνησε να παρατείνει την περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής και να δεσμεύσει επιπλέον δισεκατομμύρια ευρώ για να στηρίξει τη χώρα.
Δεδομένου όμως, ότι αυτή η νέα χρηματοδότηση απαιτεί την έγκριση των κρατών-μελών, αρκετές κυβερνήσεις (εκ των οποίων και εκείνη της Γερμανίας) θα βρεθούν αντιμέτωπες με τα δικά τους κοινοβούλια, με ένα θέμα που καθίσταται όλο και πιο δυσάρεστο για τους πολίτες.
Εκτιμούμε ότι και αυτό το θέμα θα λυθεί εντός των επόμενων λίγων εβδομάδων. Παρόλα αυτά, δύσκολα θα βρει κανείς αξιωματούχους που πραγματικά πιστεύουν ότι η ανανέωση του ελληνικού προγράμματος, θα κάνει όλα όσα υποτίθεται ότι πρέπει να κάνει: δηλαδή να οδηγήσει σε ανάκτηση της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της χρηματοοικονομικής σταθερότητας.
Η τρέχουσα προσέγγιση δεν προσφέρει κάποια λύση, αλλά αγοράζει χρόνο για να αποφευχθούν οι θεμελιώδεις αποφάσεις. Κρίνοντας από τις ενέργειες (και όχι από τα διπλωματικά λόγια), είναι ανεπαρκής η δέσμευση για παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη και δεν υπάρχουν σχέδια εξόδου που να ελαχιστοποιούν τον αντίκτυπο.
Εάν ο βασικός στόχος ήταν να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη, τότε θα βλέπαμε να δίνεται πολύ μεγαλύτερη έμφαση στη διαγραφή του χρέους που βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα, όπως συστήνει και το ΔΝΤ, ενώ θα είχε δοθεί πολυετής μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση με χαμηλά επιτόκια, ώστε να στηριχθούν αναπτυξιακά μέτρα.
Εάν στόχος ήταν να διασφαλιστεί η Ελλάδα εκτός ευρωζώνης, τότε θα δινόταν μεγαλύτερη έμφαση στον καλύτερο δυνατό τρόπο επιστροφής της χώρας στο εθνικό νόμισμα, ενώ παράλληλα όμως, θα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και όχι της ευρωζώνης) και στον χειρισμό των προβλημάτων που θα προκύψουν με το χρέος μετά από αυτή τη μετάβαση.
Αντιθέτως, Ελλάδα και τρόικα επιλέγουν για μία ακόμη φορά τη μέση οδό της σύγχυσης, όπου γίνεται πολύς λόγος για τη βιώσιμη ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη, χωρίς όμως να γίνονται αρκετές ενέργειες ώστε να γίνει αυτό το σενάριο αρκετά πιθανό.
Από πλευράς τακτικής, μία τέτοια επιλογή μπορεί να είναι ελκυστική. Είναι όμως, πολύ δαπανηρή ενώ δεν είναι βιώσιμη μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον υπονομεύει περαιτέρω την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στους εγχώριους αλλά και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, η οποία βρίσκεται ήδη σε σημείο καμπής – αν δεν έχει σπάσει.
Η ελληνική κυβέρνηση εν τω μεταξύ, μπορεί να χάσει τον έλεγχο της διακυβέρνησης. Με ένα τέτοιο σενάριο, αυξάνεται η απειλή για ένα εξαιρετικά ανεξέλεγκτο αποτέλεσμα- μία ξαφνική άτακτη έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, για παράδειγμα- που θα οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερες στερήσεις και φτώχια και σημαντική αύξηση των ήδη σημαντικών δεινών που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες πολίτες».