Από τότε που πήρε τον έλεγχο μέρους του ιστορικού λιμανιού του Πειραιά, η κινεζική εταιρεία Cosco είδε τη διακίνηση φορτίων να διπλασιάζεται μέσα σε μόλις ένα χρόνο, τη στιγμή που η υπό μαρασμό ελληνική «πλευρά» αντιμετωπίζει τους Κινέζους γείτονές της με σκεπτικισμό, αναφέρουν σε πρόσφατο δημοσίευμά τους οι New York Times.
Ως αποτέλεσμα συμφωνίας που επετεύχθη το 2010, «ρίχνοντας» στα στραγγισμένα κρατικά ταμεία 500 εκατομμύρια ευρώ, η Cosco ουσιαστικά «νοίκιασε» το μισό λιμάνι του Πειραιά, μετατρέποντάς το μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα σε κερδοφόρο επιχείρηση. Ο μαρασμός, υπό τον οποίο τελούσε άλλοτε το λιμάνι, όσο βρισκόταν σε ελληνικά χέρια, έδωσε τη θέση του στην υπερπαραγωγικότητα.
Το άλλο μισό εξακολουθεί να βρίσκεται υπό τη διαχείριση του ελληνικού κράτους, δέσμιο του παγιωμένου εργασιακού καθεστώτος και των σχετικά υψηλών μισθών που, σύμφωνα με το δημοσίευμα, έχουν επιβαρύνει την ανάπτυξη της χώρας.
«Εδώ, όλοι γνωρίζουν καλά πως πρέπει να εργάζεσαι σκληρά», δηλώνει Κινέζος υπάλληλος της Cosco στον Πειραιά, προσθέτοντας πως η Ελλάδα έχει να μάθει πολλά από εταιρείες σαν την κινεζική:
«Οι Κινέζοι θέλουν να κερδίσουν χρήματα μέσα από τη δουλειά... Από το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου κι έπειτα, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι επεδίωξαν έναν άνετο και προστατευμένο τρόπο ζωής... Ήθελαν μία καλή ζωή, περισσότερες διακοπές και λιγότερη δουλειά... Ξόδευαν το χρήμα πριν καν το αποκτήσουν. Γι' αυτό και τώρα είναι πνιγμένοι στα χρέη».
Η ολοκληρωτική αναμόρφωση που η Cosco έχει επιβάλλει στο λιμάνι του Πειραιά είναι κατά πολλούς αυτό ακριβώς που οφείλει να επιδιώξει η Ελλάδα, αν θέλει να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητά της, να βάλει ένα τέλος στη διαρκή ύφεση, να μειώσει το τραγικό ποσοστό ανεργίας και να πάψει να εξαρτάται τα επόμενα χρόνια από τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Το δημοσίευμα καταλήγει ότι με την ελληνική κυβέρνηση να αναμετράται με ανυπέρβλητα ελλείμματα, μοναδική ίσως λύση να είναι η εξέταση του ενδεχόμενου να ενοικιάσσει ή ακόμη και να πουλήσει το υπόλοιπο λιμάνι στον κινεζικό κολοσσό.