Την ανάγκη να πραγματοποιηθούν αποφασιστικά βήματα προόδου τους επόμενους μήνες και χρόνια στην Ελλάδα, επεσήμανε από τις Βρυξέλλες ο Επικεφαλής της Ομάδας Δράσης, Χόρστ Ράιχενμπαχ.
Μιλώντας σε εκδήλωση με θέμα «Η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα: Η άποψη της Επιτροπής» που διοργάνωσε το think tank CEPS τόνισε πως η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας είναι κρίσιμη συμπληρώνοντας ωστόσο ότι έχει σημειωθεί πρόοδος.
«Υπάρχει αποφασιστικότητα να περάσουμε από τα λόγια στις πράξεις», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Επικεφαλής της Ομάδας Δράσης για την Ελλάδα, επισημαίνοντας την ισχυρή δέσμευση από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Παραδέχθηκε επίσης ότι ένα σημαντικό χρονικό διάστημα χάθηκε λόγω των εκλογών και πολιτικών αλλαγών στη χώρα.
Αναφερόμενος στη φορολογική πολιτική, σημείωσε ότι μέχρι σήμερα το καθεστώς δεν εξασφάλιζε την ίση μεταχείριση των διαφορετικών κατηγοριών του ελληνικού πληθυσμού. Σημείωσε, ωστόσο, ότι έχουν πραγματοποιηθεί ορισμένες σημαντικές αλλαγές στον τομέα της φορολογικής διοίκησης, όπως είναι η πρόβλεψη για τη σύσταση θέσης Μόνιμου Γενικού Γραμματέα για τη φορολογία στο υπουργείο Οικονομικών, που θα του εξασφαλίζει μεγαλύτερη λειτουργική ανεξαρτησία έναντι των πολιτικών πιέσεων.
Ακόμα, ο κ. Ράιχενμπαχ χαρακτήρισε ιδιαίτερα κρίσιμο το ζήτημα της διοικητικής μεταρρύθμισης. Ο Επικεφαλής της Ομάδας Δράσης επισήμανε ότι σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ για τη Δημόσια Διοίκηση στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη συντονισμού ανάμεσα στην κυβέρνηση και τα διαφορετικά υπουργεία. Συμπλήρωσε, ωστόσο, ότι το πρόβλημα έχει γίνει πλέον κατανοητό από την ελληνική πλευρά και ότι έχει ξεκινήσει προσπάθεια αξιολόγησης των δομών των υπουργείων και συγχώνευσης των κυβερνητικών υπηρεσιών.
Σε ό,τι αφορά το επιχειρηματικό περιβάλλον, ο κ. Ράιχενμπαχ τόνισε την ανάγκη να μειωθεί η γραφειοκρατία, να απλοποιηθούν οι διαδικασίες αδειοδότησης και να εισαχθεί ένα καλύτερο σύστημα δημοσίων προμηθειών. Σημείωσε, μάλιστα, ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η Ελλάδα κατατάσσεται χαμηλά στη σχετική κλίμακα, ενώ σχολίασε ότι αυτή τη χρονιά δεν έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Εξέφρασε, επίσης, την ανησυχία του για την έλλειψη ρευστότητας από την οποία πλήττονται οι ελληνικές επιχειρήσεις και οι ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες.
Αναφερόμενος στο πρόβλημα της διαφθοράς, τόνισε ότι αποτελεί στοιχείο της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα και ότι επικεντρώνεται σε δύο κύριους τομείς: το φορολογικό τομέα και τον τομέα της υγείας. Ωστόσο, ο Επικεφαλής της Ομάδας Δράσης εξέφρασε την πεποίθηση ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να πατάξει τη διαφθορά.
Ο κ. Ράιχενμπαχ δήλωσε «αισιόδοξος» για την έκβαση των ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα, σημειώνοντας την πρόοδο που έχει σημειωθεί σε ό,τι αφορά την ιδιωτικοποίηση του Ελληνικού, του ακινήτου Αφάντου Ρόδου και της ΔΕΠΑ. Τόνισε ότι η ομάδα που έχει αναλάβει το χειρισμό των ιδιωτικοποιήσεων, αποτελείται από αξιόλογους ανθρώπους που δίνουν την προοπτική προόδου. Αναφερόμενος, ειδικότερα, στις δημόσιες επιχειρήσεις, ο κ. Ράιχενμπαχ τόνισε ότι πρέπει πρώτα να αλλάξει το εργασιακό καθεστώς τους και μετά να προχωρήσει η ιδιωτικοποίησή τους. Ως παράδειγμα ανέφερε τον ΟΤΕ, σημειώνοντας ότι το εργασιακό καθεστώς δεν άλλαξε με αποτέλεσμα η επιχείρηση να υποφέρει ακόμα από δυσλειτουργίες.
Στη συνέχεια, κληθείς να σχολιάσει τα κεφάλαια που έχουν διαφύγει από την Ελλάδα και δεν έχουν φορολογηθεί, ο επικεφαλής της Ομάδας Δράσης για την Ελλάδα δήλωσε ότι το θέμα αυτό αποτελεί ένα από τα κύρια ζητήματα των συζητήσεων με τις ελληνικές αρχές.
«Ορισμένες από τις λίστες, που έχουν γίνει αντικείμενο τόσο έντονης συζήτησης στην Ελλάδα, και δικαίως, αποτελούν ένα σημαντικό βήμα», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Επικεφαλής της Ομάδας Δράσης και πρόσθεσε πως η υπογραφή συμφωνίας με την Ελβετία αποτελεί ένα ακόμη σημαντικό βήμα.
Ερωτηθείς, γιατί δεν έχει σημειωθεί πρόοδος στη συμφωνία Ελλάδας - Ελβετίας, ο κ. Ράιχενμπαχ απάντησε ότι χρειάστηκε να γίνουν αρκετές αναπροσαρμογές και ότι τώρα υπάρχει η βούληση στις νέες συζητήσεις που έχουν ξεκινήσει, να γίνει πρόοδος.
Σύμφωνα με τον ίδιο οι τομείς στους οποίους η ελληνική οικονομία παρουσιάζει συγκριτικά πλεονεκτήματα είναι ο τουρισμός, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η βιομηχανία επεξεργασίας τροφίμων, το marketing τροφίμων, η γεωργία, ο ιατρικός τουρισμός και η ανάπτυξη ναυτιλιακών κόμβων.
Τέλος, εκτίμησε ότι η παρουσία της Ομάδας Δράσης θα συνεχιστεί στην Ελλάδα για ακόμα δύο χρόνια.