Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναζητά διαρκώς τρόπους να ενδυναμώσει τον έλεγχο και την επιτήρηση των εξωτερικών συνόρων της, κάνοντας χρήση ολοένα και ακριβότερων τεχνολογιών. Είναι όμως αυτές αποτελεσματικές; Επιπλέον, υπό συνθήκες δημοκρατίας, ποιος θα ελέγχει τον ελεγκτή; Διερωτάται η Ολλανδική εφημερίδα Groene Amsterdammer.
«Δεν υπάρχει εναλλακτική», είχε δηλώσει πριν από μερικά χρόνια ο Ευρωπαίος Επίτροπος για θέματα Δικαιοσύνης, Ελευθερίας και Ασφάλειας, Φράνκο Φρατίνι στην Ευρωβουλή. «Η τεχνολογία που έχουν στη διάθεσή τους οι εγκληματίες είναι ανώτερη της δικής μας». Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο προχώρησε στην εφαρμογή δύο σχεδίων. Το πρώτο είχε να κάνει με τη διαρκή επίβλεψη όλων των εξωτερικών συνόρων της Γηραιάς Ηπείρου, ενώ το δεύτερο αποτελούσε μία πρόταση για τη δημιουργία «έξυπνων συνόρων» ή, απλούστερα, για τη χρήση τεχνολογιών βιομετρικής αναγνώρισης και ταυτοποίησης όλων όσοι εισέρχονται ή εξέρχονται της Ευρώπης.
Το πρώτο σχέδιο με την ονομασία Eurosur – που σημαίνει Ευρωπαϊκό Σύστημα Επιτήρησης Συνόρων – ξεκίνησε την 2η Οκτωβρίου του 2013, ενώ αυτό το διάστημα συζητείται στην Ευρωβουλή.
«Κάθε κράτος-μέλος της Ε. Ε. Είναι επιφορτισμένο με την ευθύνη να στήσει το δικό του κέντρο συντονισμού όλων των επιχειρήσεων επιτήρησης των συνόρων, τις οποίες θα αναλάβουν η αστυνομία, το ναυτικό και τα τελωνεία», εξηγεί ο Έρικ Μπέργκλουντ, υψηλόβαθμο στέλεχος της Frontex, δηλαδή της ευρωπαϊκής υπηρεσίας ασφαλείας των συνόρων, με έδρα τη Βαρσοβία.
Σύμφωνα με τον τελευταίο, τρεις είναι οι βασικοί στόχοι του προγράμματος Eurosur: ο εντοπισμός παράνομων μεταναστών, η καταπολέμηση του διεθνούς εγκλήματος και η διάσωση ατόμων που επιχειρούν να εισέλθουν παράνομα στην Ευρώπη διά θαλάσσης.
Ωστόσο, ένας τέτοιος τρόπος διασφάλισης των ευρωπαϊκών συνόρων ενδεχομένως να μην είναι ο πλέον ενδεδειγμένος, κυρίως λόγω της κοστοβόρας λειτουργίας του. Ενώ η Επιτροπή επιμένει ότι μέχρι το 2020 θα έχει κοστίσει μόνο 340 εκ. ευρώ, ειδικοί επιστήμονες του τομέα υπολογίζουν ότι μέχρι τότε το συνολικό κόστος θα είναι δύο και τρεις φορές μεγαλύτερο.
Μάλιστα, τα χρήματα που έχουν δαπανηθεί για το Eurosur έχουν φτάσει σε τέτοια ύψη ώστε να θεωρείται από πολλούς χαμένη υπόθεση.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο και με την πρόταση για τη δημιουργία «έξυπνων συνόρων», την οποία εξετάζει αυτό τον καιρό η Επιτροπή. Παρ' όλο που ο εκπρόσωπος της ομάδας που εισηγήθηκε τη συγκεκριμένη πρόταση δεν φαίνεται πρόθυμος να συζητήσει το ζήτημα, είναι προφανές ότι η πρόταση περιλαμβάνει τόσο ένα Σύστημα Εισόδου-Εξόδου όσο και ένα πρόγραμμα συχνά εισερχόμενων ταξιδιωτών.
Το πρόγραμμα αυτό αφορά στη συλλογή δεδομένων για όλους τους μη Ευρωπαίους ταξιδιώτες κατά την είσοδό τους, συμπεριλαμβανομένων και όλων των στοιχείων που σχετίζονται με τις διευθύνσεις και τις επαφές τους εντός Ευρώπης (βιομετρικά δεδομένα, δακτυλικά αποτυπώματα, ψηφιακές φωτογραφίες). Επίσης, το άτομο «σαρώνεται» ακόμη μία φορά κατά την αναχώρησή του, επιτρέποντας στο σύστημα να εντοπίσει οποιονδήποτε μένει πίσω παράνομα.
Ωστόσο, η Ευρώπη δέχεται κάθε χρόνο 100 με 150 εκατομμύρια επισκέπτες – κάτι που οδηγεί πολλούς ειδικούς σε θέματα βιομετρικού ελέγχου να τηρούν επιφυλακτική στάση απέναντι στην πρόταση, λόγω της έλλειψης εμπειρίας στη χρήση τέτοιου είδους μεγα-συστημάτων.
Παρά τα όποια τυφλά σημεία ενός τέτοιου συστήματος, η Επιτροπή επιμένει ότι αυτό προορίζεται αποκλειστικά και μόνο για τη διατήρηση αρχείου με στατιστικά δεδομένα σχετικά με τη μετανάστευση.
Σε αυτή την περίπτωση, το κόστος της εφαρμογής του έξυπνου συστήματος θα έφτανε τα 450 εκατομμύρια ευρώ, με τις συμπληρωματικές χερσαίες και θαλάσσιες επιχειρήσεις να κοστίζουν άλλα 190 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Αντιλαμβάνεται βεβαίως κανείς πως μία τέτοια τεχνολογική βελτιστοποίηση του συστήματος ελέγχου και επιτήρησης των συνόρων αναμένεται να εγείρει συζητήσεις επί συζητήσεων περί της δημοκρατικότητάς της, κάτι που έχει αρχίσει ήδη να συμβαίνει τόσο εντός όσο και εκτός Βρυξελλών.