Αποτελεί κοινοτοπία η παραδοχή ότι για όποιον θέλει να εντρυφήσει στη μοντέρνα ιστορία του 19ου και του 20ου αιώνα, δεν υπάρχει καλύτερη εισαγωγή από το μεγάλο τετράτομο έργο του Βρετανού ιστορικού Έρικ Χόμπσμπαουμ, ο οποίος απεβίωσε σήμερα το πρωί σε νοσοκομείο του Λονδίνου.
Για την αποφασιστικής σημασίας περίοδο που εκτείνεται από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι και την πτώση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, δεν υπάρχει συνολικότερη ματιά πάνω στην ευρωπαϊκή ιστορία από το εν λόγω έργο του σπουδαίου ακαδημαϊκού, το οποίο κυκλοφορεί και στα ελληνικά.
Πέρα από τα βιογραφικά του στοιχεία τα οποία αναφέρονται συνοπτικά σε προηγούμενο άρθρο του iefimerida, έχει σημασία να σημειωθεί ότι ο Χόμπσμπαουμ φοίτησε στο Κέιμπριτζ, ενώ αργότερα δίδαξε ως λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Birckbeck, από το οποίο δεν έφυγε ποτέ, φτάνοντας να διατελέσει μέχρι και χρέη πρύτανη.
Το 1978 εξελέγη μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας, ενώ έλαβε και πλήθος άλλων διακρίσεων.
Σημαντική επίσης πτυχή όχι μόνο του έργου του, αλλά και ολόκληρης της ζωής του, υπήρξε η διά βίου πρόσδεσή του στις αρχές του Μαρξισμού, μα πάνω απ' όλα η προσχώρησή και παραμονή του στο Βρετανικό Κομμουνιστικό κόμμα, ακόμη και μετά τη Σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία το 1956.
Έκτοτε, το όνομά του υπήρξε άρρηκτα συνδεδεμένο με το ρεύμα του ριζοσπαστικού σοσιαλισμού. Όπως είχε γράψει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, ανήκε σε μια γενιά ανθρώπων για την οποία η Οκτωβριανή Επανάσταση εκπροσωπούσε την ελπίδα του κόσμου.
Ορφανός και από τους δυο του γονείς, ο 14χρονος Έρικ ζούσε με το θείο του στο Βερολίνο, όταν έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Για εκείνη την εποχή των παιδικών του χρόνων, ο Βρετανός ιστορικός είχε δηλώσει πριν από μία 15ετία πως όποιος είχε βιώσει από πρώτο χέρι την άνοδο του Χίλτερ στην εξουσία, αυτό δεν μπορούσε παρά να έχει άμεση επίπτωση στη διαμόρφωση της πολιτικής του συνείδησης.
Στην Μεγάλη Βρετανία έφτασε το 1933. Πήγε σχολείο στο Λονδίνο κι έπειτα πήρε υποτροφία για να σπουδάσει στο Κέιμπριτζ, το οποίο φημιζόταν για την πολυπληθή κοινότητά του θαυμαστών της Σοβιετικής Ένωσης.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου έκανε ένα γάμο που δεν διήρκεσε, ενώ την ίδια εποχή άρχισε να διδάσκει ως λέκτορας στο Birkbeck College του Λονδίνου, όπου έπρεπε όμως να περιμένει μέχρι το 1970 για να καταλάβει τη θέση του μόνιμου καθηγητή – μία καθυστέρηση που υπήρξε αποτέλεσμα των πολιτικών συνδέσεών του.
Το πρώτο του μείζον έργο το εξέδωσε το 1959, ενώ την ίδια εποχή και για αρκετά χρόνια αργότερα αρθρογραφούσε ως μουσικοκριτικός σε περιοδικό σχετικό με την τζαζ με το ψευδώνυμο Φράνσις Νιούτον.
Τη δεκαετία του 1960 παντρεύτηκε ξανά και άρχισε να θέτει τις βάσεις για την εδραίωσή του ως ιστορικού στη διεθνή ακαδημαϊκή σκηνή.
Αυτή η φήμη του προήλθε κυρίως από τα τέσσερα μεγάλα έργα του – Η εποχή της Επανάστασης, Η εποχή του κεφαλαίου, Αυτοκρατορία και Η εποχή των άκρων – τα οποία έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες.
Μεθοδολογική στρατηγική των προσεγγίσεων του ήταν η εστίαση όχι στα καθαυτό κοινωνικο-ιστορικά φαινόμενα (πρόσωπα, συμβάντα κτλ), αλλά στις οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις που εργάζονται πίσω από αυτά.
Ωστόσο, θεωρούσε ότι σε σύγκριση με την κολοσσιαία επιτυχία της καπιταλιστικής «ανάμεικτης» οικονομίας – την οποία χαρακτήριζε ως τη βαθύτερη επανάσταση των ανθρωπίνων κοινωνιών από τη λίθινη εποχή – ο Κομμουνισμός ήταν ένα «περιορισμένου ιστορικού ενδιαφέροντος» μόρφωμα.
Για εκείνον, το μεγαλύτερο αγαθό που προσέφερε ο Κομμουνισμός στην ανθρωπότητα ήταν η ήττα του φασισμού, ενώ μέχρι το τέλος της ζωής του δεν έπαυε να τονίζει τη σπουδαιότητα της κριτικής στον καπιταλισμό.
«Η κοινωνική αδικία πρέπει πάντα να καταγγέλλεται και να καταπολεμάται. Αλλιώς ο κόσμος δεν θα γίνει καλύτερος από μόνος του...»!