Αγωνιώδης είναι η προσπάθεια του οικονομικού επιτελείου προκειμένου να ολοκληρώσει την λίστα με τις περικοπές που θα ανέρχονται στα 11,5 δισ. ευρώ, όπως έχει ζητήσει η Τρόικα.
Το απόγευμα της Δευτέρας ο υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Στουρνάρας είχε συνάντηση με την Τρόικα, από την οποία προέκυψε πως όντως υπάρχει ένα κενό όσον αφορά το ποσό που προσπαθεί να συγκεντρώσει η κυβέρνηση. «Υπάρχει περαιτέρω πρόοδος, αλλά δεν έχουμε καταλήξει ακόμα». Με αυτή τη φράση υπηρεσιακός παράγοντας του υπουργείου Οικονομικών επιβεβαίωσε το συγκεκριμένο «κενό».
Με αυτό το δεδομένο η οριστικοποίηση του πακέτου έως τη Πέμπτη -την Παρασκευή ο Αντώνης Σαμαράς ταξιδεύει για τη Ρώμη προκειμένου να συναντηθεί με τον Μάριο Μόντι- φαντάζει εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, παρά το ότι από το υπουργείο Οικονομικών επισημαίνουν ότι οι επαφές με τη Τρόικα θα είναι πλέον σε καθημερινή βάση έως ότου να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, ενώ θα γίνουν συναντήσεις των κυρίων Τόμσεν, Μάζούχ και Μορς με τα υπόλοιπα υπουργεία, τα σχέδια περικοπών των οποίων «πάσχουν».
Πάντως ο υπουργός Οικονομικών προσπαθεί να κρατήσει χαμηλούς τόνους και να μειώσει τη σημασία της συνάντησης κάνοντας λόγο για «συνάντηση ρουτίνας», ενώ ερωτηθείς κατά πόσον η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης είναι απαραίτητη για να «κλειδώσουν» τα μέτρα, απάντησε... «θα δούμε».
Αμέσως μετά την συνάντηση του κ. Στουρνάρα με την Τρόικα, στο υπουργείο Οικονομικών πήγαν εκπρόσωποι των κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση προκειμένου να ενημερωθούν για την συζήτηση που είχε ο υπουργός με τους εκπροσώπους των δανειστών.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες οι κομματικοί εκπρόσωποι ενημερώθηκαν πως μέχρι στιγμής το οικονομικό επιτελείο έχει συμφωνήσει στα 7,5 δισ. πράγμα που σημαίνει ότι λείπουν ακόμη άλλα 4 δισ. ευρώ.
Η κυβέρνηση πρέπει τώρα να κάνει έναν αγώνα δρόμου προκειμένου να συμπληρώσει την λίστα. Έτσι εξετάζονται ένας προς ένας όλοι οι κωδικοί των δαπανών σε κάθε υπουργείο προκειμένου να εντοπιστούν αυτοί που θα περικοπούν.
Ωστόσο όπως όλα δείχνουν, αυτό που «δεν γλυτώνουμε» είναι η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στα 67, δηλαδή δύο περισσότερα χρόνια απ' ότι ισχύει σήμερα.