Freikorps. Στα ελληνικά: Ελεύθερα Σώματα. Ένα όνομα συνώνυμο με τα πρώτα ταραγμένα χρόνια της πολύπαθης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919-1933), την πτώση της οποίας ακολούθησε η έλευση των Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία.
Τα Ελεύθερα Σώματα ήταν μία οργάνωση παραστρατιωτικών ομάδων, ακραίων εθνικοσοσιαλιστικών πεποιθήσεων, η οποία αποτελούνταν από βετεράνους του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου που μάχονταν εναντίον της νεοσυσταθείσας τότε Δημοκρατίας της Βαϊμάρης κατά το διάστημα 1918-1923.
Το εν λόγω κίνημα υπήρξε υπεύθυνο για ορισμένες από τις πιο αιματηρές συγκρούσεις με τους Δημοκράτες αντιπάλους τους, ενώ σχεδίασαν και εκτέλεσαν μία σειρά από δολοφονίες, όπως εκείνη του αρχηγού του Κόμματος των Καθολικών Ματίας Ερτζμπέργκερ και του Υπουργού Εξωτερικών Βάλτερ Ράτεναου.
Θεμελιώδης αρχή τους η πεποίθηση ότι ο Γερμανικός Στρατός δεν είχε πραγματικά ηττηθεί στο Μεγάλο Πόλεμο, αλλά είχε απλά πληγεί πισώπλατα από τους «αριστερούς» συμπατριώτες τους.
Παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτών των παράνομων παραστρατιωτικών ομάδων είχαν διαλυθεί, λόγω της σταθεροποίησης της Δημοκρατίας το 1923, αρκετά μέλη τους «βρήκαν στέγη» στο ναζιστικό καθεστώς: κλασικό παράδειγμα ο διοικητής του Άουσβιτς Ρούντολφ Ες.
Επρόκειτο για βαθιά αντικομμουνιστικό κίνημα, το οποίο ήταν αφιερωμένο στην προστασία και υπεράσπιση της παράδοσης, της Γερμανικής κουλτούρας και του στρατιωτικού μοντέλου οργάνωσης.
Πέρα, όμως, από την εγκληματική δράση του κινήματος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ψυχολογικές δομές της συμπεριφοράς των μελών-στρατιωτών του, τις οποίες έχει αναλύσει με πρωτότυπο τρόπο ο Γερμανός κοινωνιολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ Κλάους Τέβελαιτ, παίρνοντας ως πρώτη ύλη τις αυτοβιογραφίες και τα ημερολόγια ορισμένων επίλεκτων μελών των Ελεύθερων Σωμάτων και ειδικότερα εκείνα τα σημεία όπου εκφράζουν τις ιδέες τους για τις γυναίκες και τη σεξουαλικότητα.
Με πολύ απλά λόγια, το κεντρικότερο επιχείρημα της μελέτης του Τέβελαϊτ είναι ότι τα μέλη των Ελεύθερων Σωμάτων ή, όπως τους ονομάζει ο ίδιος, των «Αρσενικών Στρατιωτών» χαρακτηρίζονταν από έναν θεμελιακό φόβο προς τη γυναίκα.
Γι' αυτούς, οι γυναίκες διακρίνονταν σε δύο είδη ή τύπους: την Κόκκινη και τη Λευκή γυναίκα. Η πρώτη εκπροσωπεί τη γυναίκα-πόρνη ή κομμουνίστρια.
Ως φορέας μιας έντονης και δραστήριας σεξουαλικότητας, η Κόκκινη γυναίκα απειλεί να «καταπιεί» και να «εξαφανίσει» το Αρσενικό μέσα σε μία, όπως γράφει ο Τέβελαϊτ, «δίνη σωματικής και συναισθηματικής έκστασης».
Αυτήν έπρεπε να αφανίσει ο Αρσενικός Στρατιώτης, στο βαθμό που έθετε σε κίνδυνο την ταυτότητα του και την αίσθηση του εαυτού του ως συγκεκριμένη και οριοθετημένη οντότητα.
Στον άλλο πόλο, η Λευκή γυναίκα εκπροσωπούσε τη γυναίκα νοσοκόμα, μητέρα, και αδελφή, βασικό γνώρισμα της οποίας είναι ο ασεξουαλικός και, άρα, μη απειλητικός χαρακτήρας της.
Είναι η γυναίκα της αγνότητας και της καθαρότητας, η γυναίκα της φυλετικής και πνευματικής ακεραιότητας που δεν φέρει τίποτα το σωματικό, το μιαρό και το ποταπό. Αυτή είναι που έπρεπε να προστατευτεί από το μίασμα της κομμουνιστικής ακαθαρσίας.
Σύμφωνα με τον Τέβελαϊτ, αυτοί οι δύο τύποι θηλυκότητας αντιπροσώπευαν (και εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν) δύο βασικές όψεις του φασιστικού φαντασιακού. Την ρευστότητα και την ακαθαρσία. Το ασαφές και το βρώμικο.
Πράγματι, στο μυαλό αυτών των στρατιωτών οτιδήποτε είχε να κάνει με τη ρευστότητα ήταν συνδεδεμένο με την απειλή της απώλειας μιας σαφούς και στέρεης αίσθησης του εαυτού και της ταυτότητάς τους.
Αυτό άλλωστε φανέρωνε και η ρητορική που χρησιμοποιούσαν όταν αναφέρονταν στον Κομμουνισμό: έκαναν λόγο για «πλημμυρίδα» και «κατακλυσμό», για «ρεύμα» και «αναβρασμό», τέλος για «έκρηξη» του κόσμου – όλες τους μεταφορές που παραπέμπουν στη σεξουαλικότητα.
Απεναντίας, η γη και το έδαφος συνδέονταν ανέκαθεν με το καθαρό, το στέρεο, το μητρικό, την καταγωγή, τη ρίζα, τη φυλή.
Ένα άλλο στοιχείο αποκαλυπτικό της ψυχολογίας των μελών του κινήματος ήταν ο τρόμος και η απέχθεια που τους γεννούσε η αίσθηση της αταξίας και της βρωμιάς, επειδή ακριβώς αυτές συνδέονταν στο μυαλό τους με την αίσθηση της απόλαυσης και της απώλειας του εαυτού.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι γραπτές μαρτυρίες τους βρίθουν από σκατολογικές μεταφορές και λέξεις που περιστρέφονται γύρω από την έννοια του περιττώματος και του γλοιώδους.
Όπως γράφει ο ίδιος στη μελέτη του, το μέλος των Ελεύθερων Σωμάτων ήταν εχθρικό προς κάθε είδους σωματικές ουσίες που ρέουν πάνω και μέσα στο σώμα. Αισθάνονταν απέχθεια για κάθε είδους σωματικές εκροές, καθώς και για εκείνα τα σημεία του σώματος που τις παράγουν: το στόμα, τον γυναικείο κόλπο, το ανδρικό μόριο, τους αδένες, κάνοντας λόγο για μία διαλυτική δύναμη που καταργεί τα όρια των φυσικών σωμάτων.
Ιδιαίτερη, όμως, σημασία έχει και το άλλο, φροϋδικής προέλευσης, επιχείρημά του, σύμφωνα με το οποίο η διεστραμμένη διαμόρφωση του φαντασιακού των Αρσενικών Στρατιωτών ενδεχομένως να οφειλόταν στην προβληματική σχέση με τη μητέρα κατά το πρώτο έτος της ζωής τους και ειδικότερα στην αιφνίδια ρήξη του δεσμού του παιδιού με τη μητέρα ή, όπως λέει ο ίδιος, στην απότομο τερματισμό της συμβιωτικής σχέσης μητέρας-παιδιού, ο οποίος μπορεί να πυροδοτήσει συμπλέγματα φθόνου προς τη γυναίκα και φόβο της σεξουαλικότητας.
Ίσως εκεί να βρίσκεται μία από τις κρυφές ψυχολογικές δομές του φασισμού και των προϊόντων του: του στρατιωτικού μοντέλου αυστηρής οργάνωσης και τάξης, της εξύψωσης του σώματος-μηχανής του πολεμιστή και του εργάτη, της αποστροφής προς κάθε ξένο, υβριδικό στοιχείο που υπονομεύει την αίσθηση του εαυτού και της ταυτότητας, της αποσεξουαλικοποίησης του σώματος, του σεξ και κατ' επέκταση της ζωής, τέλος της σεξουαλικοποίησης του θανάτου.
Εκεί, όμως, ενδεχομένως να κρύβεται κι ένα ισχυρότατο σύνδρομο κρυφο-ομοφυλοφιλίας που ενίοτε εκδηλώνεται απροκάλυπτα: ας θυμηθούμε τις περιπτώσεις γνωστών ναζιστών ομοφυλόφιλων, όπως ο διοικητής του Άουσβιτς Ρούντολφ Ες και το ιδρυτικό στέλεχος της SA Ερνστ Ρεμ.
Και οι δύο τους είχαν προέλθει από τα υψηλά ηγετικά κλιμάκια των Ελεύθερων Σωμάτων...