Ο Justin Kurzel μιλά για την ταινία που βασίστηκε στην αληθινή ιστορία των ειδεχθέστερων κατά συρροήν δολοφονιών της Αυστραλίας, και φλερτάρει τον τίτλο της αγριότερης επιλογής των Καννών.
Στις 20 Μαΐου του 1999 ομάδα αστυνομικών που ερευνούσε υπόθεση μικροκλοπών, έφτανε επιτέλους στο στόχο της, εντοπίζοντας το δράστη σε κτήριο που παλιότερα στέγαζε τράπεζα. Όταν άνοιξαν το παλιό χρηματοκιβώτιο, δεν φανταζόντουσαν ότι πίσω από την πλαστική μεμβράνη που σφράγιζε την εσωτερική πλευρά της εισόδου, και μέσα στα τεράστια πλαστικά βαρέλια που ήταν στοιβαγμένα στο πίσω μέρος του δωματίου, θα κολυμπούσαν σε οξύ τα απομεινάρια οκτώ διαμελισμένων πτωμάτων. Η ανακάλυψή τους οδήγησε στην σύλληψη τεσσάρων δραστών που βρέθηκαν ένοχοι για τη δολοφονία έντεκα συνολικά ανθρώπων, και η υπόθεση έγινε γνωστή στα διεθνή media ως οι φόνοι των βαρελιών με τα πτώματα.
Δώδεκα χρόνια μετά, ο Justin Kurzel έκανε την πρώτη του ταινία απ’ αυτήν την ιστορία, ταινία που τον έφερε απ’ την Αυστραλία στην Εβδομάδα Κριτικής των Κανών. Τιτλοφορημένο απ’ την πόλη όπου διαδραματίστηκαν όλα, το Snowtown έγινε απ’ την πρώτη του προβολή ένας απ’ τους πιο καυτούς τίτλους της διοργάνωσης, αφήνοντας χαρακιές στους θεατές με την ιστορία χωρισμένης μητέρας που δίνει εν αγνοία της την ευκαιρία στο γείτονά της να φωτογραφίσει γυμνά τα ανήλικα παιδιά της, κι ως αντίδραση φέρνει στη ζωή της οικογένειάς της δυο μυστηριώδης φυσιογνωμίες που παρασέρνουν την ίδια και τα παιδιά της σε μια έκφανση εκδικητικής δικαιοσύνης που μετατρέπεται σε ιστορία φρικιαστικής βίας.
«Όταν εμφανίστηκε ο John Bunting, ήταν σαν την τέλεια καταιγίδα γι’ αυτήν την κοινωνία», λέει ο Kurzel στην iefimerida. «Η περιοχή είχε τεράστια προϊστορία παιδικής κακοποίησης και εξακολουθεί να έχει, δέκα χρόνια μετά τα περιστατικά, οπότε όταν εμφανίστηκε αυτός ο τύπος και τους είπε ότι δεν χρειάζεται να τα ανέχεστε αυτά, δεν χρειάζεται να αφήνετε να σας εκμεταλλεύονται και να σας βιάζουν, οι άνθρωποι αυτοί βρήκαν σχεδόν έναν ηγέτη», εξηγεί για την κατάσταση στη γειτονική του πόλη, χαρακτηριστικό γκετοποιημένο προάστιο που φιλοξενεί τους κοινωνικά ατυχότερους των γύρω περιοχών. «Όταν όλα ξεκίνησαν, πιστεύω ότι υπήρχε πράγματι μια ιδεολογία στην οποία μπορούσε να πιστέψει η κοινότητα των ανθρώπων αυτών, αλλά αυτή η ιδεολογία εκφυλίστηκε πολύ γρήγορα και μετατράπηκε σε μια πολύ σαδιστική ανάγκη να σκοτώνουν», συμπληρώνει.
Ένα αδυσώπητο δράμα ενηλικίωσης στην Άγρια Δύση της Αυστραλιανής suburbia, με βιαιότητα σωματική και ψυχολογική που σοκάρει τόσο όταν απεικονίζεται, όσο κι όταν υπονοείται, το Snowtown δεν μασάει τα λόγια του όταν μιλά για το τι ακριβώς έκαναν αυτοί οι άνθρωποι. «Οι δώδεκα φόνοι είναι κάτι που πραγματικά έγινε, κι αν καθόμουν τώρα και σας αφηγούμουν λεπτομέρειες, θα ήταν μια πραγματικά φρικαλέα εξιστόρηση», λέει ο σκηνοθέτης για την ταινία που προκαλεί μαζικές αποχωρήσεις σε κάθε απεικόνιση των ειδεχθών πράξεων των δολοφόνων, με ανατριχιαστική ακρίβεια που φτάνει στα όρια του snuff. «Δεν νομίζω ότι έχει καμία σχέση με το snuff», λέει ο ίδιος, «η βία στην ταινία είναι απλά πολύ αληθινή κι αυτό είναι που τρομάζει τον κόσμο. Για μένα, snuff είναι ταινίες που ειδωλοποιούν τόσο πολύ τη βία ώστε να φτάνει στο σημείο η βία να είναι ο κεντρικός πρωταγωνιστής τους, κι έχω δει πολλές χολυγουντιανές ταινίες να κάνουν ακριβώς αυτό. Αντίθετα, το Snowtown έχει να κάνει με τα αποτελέσματα της βίας, τον τρόπο με τον οποίο η βία εφαρμόζεται και το οικείο περιβάλλον μέσα στο οποίο προκύπτει».
Πράγματι, μια απ’ τις πιο σοκαριστικές σκηνές της ταινίας, είναι αυτή όπου ο νεαρός πρωταγωνιστής της, δεύτερος μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, χωρίς κανένα λόγο πέρα από τη βαρεμάρα της προαστιακής ζωής, βιάζεται από τον ίδιο τον αδερφό του. Το όνομα του θύματος, James Spyridon Vlassakis. «Ο Jamie Vlassakis ήταν γιος Έλληνα μετανάστη που έφτασε στην Αυστραλία τη δεκαετία του ’60 και είχε πέσει θύμα κακοποίησης τόσο από τον πατέρα, όσο και από τον αδερφό του», λέει ο σκηνοθέτης, κι αν απορείς τι έκανε η μάνα του, αυτό ήταν ένα απ’ τα πιο ενδιαφέροντα ζητήματα που αντιμετώπισαν οι δημιουργοί, όταν έγραφαν το σενάριο, όπως λέει κι ο Kurzel: «Επισήμως, η μητέρα είχε αρνηθεί ότι ήξερε οτιδήποτε για τις κακοποιήσεις, όμως εγώ κι ο Shaun [Grant] δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε, πώς είναι δυνατόν να μην ξέρεις ότι ο γιος σου βιάζεται; Επίσης ισχυρίζεται ότι δεν ήξερε πως ο Jamie αργότερα σκότωσε τον αδερφό του, οπότε αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε στην ταινία ήταν να υπονοήσουμε ότι αν το ήξερε και προσπαθούσε να το πει, δεν θα το άντεχε κι η ίδια, οπότε προτιμούσε να ζει σ’ έναν κόσμο άρνησης».
Περίπου σαν τον κόσμο στον οποίο ζουν και όλοι οι κάτοικοι των τριγύρω απ’ την Snowtown περιοχών. «Η πόλη είναι ακριβώς στην άκρη της κοιλάδας της Μπρόσα, που είναι μια απ’ τις πιο όμορφες αμπελόσπαρτες περιοχές της Αυστραλίας. Παράγει τα καλύτερα κρασιά και πρέπει πάντα να περάσεις μέσα απ’ το Snowtown για να φτάσεις εκεί. Οπότε ο κόσμος λέει πως, όταν περνάς απ’ το Snowtown, κλείνεις τα μάτια και βάζεις ωραία μουσική στο αμάξι, αντίληψη που είναι χαρακτηριστική της άποψης ότι ‘είναι δικό τους το πρόβλημα, ας το λύσουν μόνοι τους’», λέει ο Kurzel. «Και για μένα η ταινία ήταν πάντα μια ιστορία αφύπνισης για το τί μπορεί να συμβεί σε μέρη που στριμώχνονται άνθρωποι χαμηλής οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης», συνεχίζει, εξηγώντας ότι «πάντα ήξερα ότι η ταινία θα ήταν πολύ άγρια στην εικόνα και την ιστορία της, θα ήταν σαν ένα ταξίδι μέσα σε μια άγρια ζούγκλα που πολλοί θα προτιμούσαν να μην δουν ποτέ, όμως η πρόθεσή μου από την αρχή, ήταν να πάρω τον θεατή να τον πάω σ’ αυτό το άγριο δάσος, και να του δείξω μια πραγματικότητα αθέατη. Πάντα όμως να αισθάνονται ότι τους κρατάω και δεν θα αφήσω να τους κατασπαράξει. Αν το πέτυχα, υποθέτω θα το κρίνουν ο καθένας ξεχωριστά.»