Ανένδοτη στάση κρατάει προς το παρόν το Βερολίνο απέναντι στο ελληνικό αίτημα για επιμήκυνση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής για δύο επιπλέον χρόνια. Οι αιτιάσεις του Βερολίνου ότι περισσότερος χρόνος θα σήμαινε αυτομάτως περισσότερο χρήμα επαναλήφθηκαν χθες στη συνάντηση των κυρίων Βόλφανγκ Σόιμπλε και Γιάννη Στουρνάρα στο Βερολίνο.
Σε καλό κλίμα έγινε η δίωρη συνάντηση του Ελληνα υπουργού Οικονομίας με τον Γερμανό ομόλογό του Σόιμπλε. Ο κ. Στουρνάρας ζήτησε από τη γερμανική πλευρά παρεμβάσεις όπως η μείωση των επιτοκίων δανεισμού, η αφαίρεση από το δημόσιο χρέος των 50 δισ. ευρώ που απαιτούνται για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (σχέδιο που θα ισχύσει για την Ισπανία) και υποσχέθηκε τήρηση των δεσμεύσεων από την ελληνική πλευρά και επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων.
Σύμφωνα με πληροφορίες ο κ. Σόιμπλε περίμενε τους Ελληνες συνομιλητές του με μπλοκάκι όπου ήταν καταγραμμένες οι υστερήσεις που υπάρχουν στην εφαρμογή του προγράμματος από την ελληνική πλευρά, 80 τον αριθμό. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών άσκησε πίεση για να καλυφθεί το χαμένο έδαφος και να υλοποιηθούν γρήγορα οι δεσμεύσεις.
Το νέο στοιχείο είναι ότι η γερμανική πλευρά γίνεται τώρα πιο θετική απέναντι στις αιτιάσεις της ελληνικής κυβέρνησης αλλά δεν συζητά ζήτημα επιμήκυνσης του χρόνου προσαρμογής. «Τι είναι η επιμήκυνση;» φέρεται να ρώτησε χθες ο κ. Σόιμπλε τον Ελληνα ομόλογό του καταδεικνύοντας ότι δεν συζητά τώρα το θέμα. Επανέλαβε, μάλιστα, μονότονα ότι πρέπει να προηγηθεί η έκθεση της Τρόικα και ότι χωρίς να έχει εγκριθεί το πακέτο μέτρων από την ελληνική κυβέρνηση το Βερολίνο δεν πρόκειται να τοποθετηθεί με θετικές δηλώσεις υπέρ της χώρας μας.
Εκθεση ΚΕΠΕ
Αίσθηση προκάλεσε χθες η δημοσιοποίηση έκθεσης του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) που αναφέρει ότι το χρέος βρίσκεται σε μη βιώσιμη τροχιά ακόμη και μετά το PSI και ότι ο στόχος για τον περιορισμό του στο 120% του ΑΕΠ το 2020 δεν μπορεί να επιτευχθεί.
Το ΚΕΠΕ προτείνει :
- Μια εύλογη παράταση του προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης,
- Την μείωση του επιτοκίου με το οποίο επιβαρύνεται το υφιστάμενο χρέος,
- Την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων
- Την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών απευθείας μέσω του EFSF/ESM (Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας)