Θαμώνας της ελληνικής ταβέρνας «Cassambalis» στο Βερολίνο είναι η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ, η οποία δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στα κεφτεδάκια και τη χωριάτικη σαλάτα. Μάλιστα, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, Κώστας Κασσάμπαλης, τη χαρακτηρίζει ως μια ιδιαίτερα συμπαθητική γυναίκα...
Η γερμανίδα καγκελάριος επισκέπτεται, ανελλιπώς τα 15 τελευταία χρόνια την ομόνυμη ταβέρνα του κ. Κασσάμπαλη που βρίσκεται στην οδό Grolmanstrasse 35, στο Βερολίνο.
Όταν σε ηλικία 25 χρόνων, ο κ. Κασσάμπαλης έφυγε για τη Γερμανία δεν φανταζόταν πως στο εστιατόριο που θα άνοιγε αργότερα, μεταξύ των πελατών του θα ήταν κορυφαίοι πολιτικοί παράγοντες της χώρας, όπως η κυρία Μέρκελ.
Κεφτεδάκια στη σχάρα και χωριάτικη σαλάτα για την Άνγκελα Μέρκελ
Αν κάτι «φεύγει πολύ» στο μαγαζί, όπως εξηγεί ο ιδιοκτήτης του εστιατορείο στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, είναι οι λαχανοντολμάδες, με μοσχαρίσιο και χοιρινό κιμά και σως από κοτόπουλο. Φυσικά, από το μενού δεν λείπουν τα σουβλάκια, ο γύρος, αλλά και τα νοστιμότατα κεφτεδάκια στη σχάρα, τα οποία προτιμάει και η γερμανίδα καγκελάριος, μαζί με την ελληνική σαλάτα. Για να τα συνοδεύσει επιλέγει πάντα λευκό κρασί «Σαντορινιό».
Η τελευταία φορά που επισκέφθηκε το «Cassambalis» η κυρία Μέρκελ, μαζί με τον γερμανό υπουργό Εξωτερικών, Γκίντο Βέστερβέλε, με τον οποίο πάει συχνά, ήταν λίγο πριν από την επίσκεψη του πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά στο Βερολίνο, είδηση που δεν πέρασε απαρατήρητη και από την «Bild».
«Μπορεί τώρα να αναφέρθηκε η εφημερίδα στην επίσκεψη αυτή, η κυρία Μέρκελ, όμως, είναι από τους πρώτους πελάτες του εστιατορίου μου, που το άνοιξα πριν από περίπου 15 χρόνια» μας εξηγεί ο κ. Κασσάμπαλης και διαβεβαιώνει ότι η Γερμανίδα καγκελάριος «είναι μία πολύ συμπαθητική γυναίκα».
«Εμείς, οι Έλληνες είμαστε πολύ συναισθηματικοί και μπερδεύουμε τις δουλειές μας με τα προσωπικά μας, κάτι που δεν κάνουν ποτέ οι Γερμανοί» τονίζει και συμπληρώνει: «Άλλο η πολιτική και άλλο η ελληνική κουζίνα. Η Ανγκελα Μέρκελ, μαζί με τον κ.Βέστερβέλε, έρχονται συχνά, όπως και άλλοι πολιτικοί, αλλά και καγκελάριοι στο παρελθόν, για να φάνε ήσυχα και να χαλαρώσουν, απολαμβάνοντας την ελληνική κουζίνα μας».
Για όλα, όπως τού έχουν έρθει στη ζωή, ο Κώστας Κασσάμπαλης είναι ευχαριστημένος, έχει όμως ένα μεγάλο παράπονο για το πώς έφτασε η Ελλάδα στη σημερινή κατάσταση. Ελπίζει η συγκυρία αυτή να οδηγήσει στην οικοδόμηση νέων στέρεων βάσεων.
Για τη Γερμανία λέει ότι είναι μία σκληρή χώρα, έχει όμως το πλαίσιο εκείνο που επιτρέπει στον καθένα να κινηθεί δημοκρατικά και να απολαμβάνει τις υπηρεσίες της κοινωνικής πρόνοιας, σε καθεστώς ισονομίας.
«Αρκεί να τηρείς τους νόμους, που είναι ίσοι για όλους, και δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς» σημειώνει και προσθέτει με νόημα: «Μας αγαπούν οι Γερμανοί. Αυτό που δεν συγχωρούν, πάντως, ούτε στον εαυτό τους, είναι να αθετήσει κανείς το λόγο του».
Δύσκολα τα πρώτα βήματα
Η απόφαση να φύγει στα ξένα πάρθηκε ίσως βεβιασμένα, το 1971, ύστερα από παρότρυνση ενός Αυστριακού, που τον γνώρισε στην Ίο, όπου ο Κώστας είχε στήσει μία ντισκοτέκ.
Στο Βερολίνο ασχολήθηκε αρχικά με τη διακόσμηση, αλλά καθώς τα χρήματα «δεν έφταναν ούτε για αναψυκτικό», όπως χαρακτηριστικά μας είπε, στράφηκε στη γαστρονομία. Στην αρχή έπλενε πιάτα και καθάριζε τα μαγαζιά, στα οποία εργαζόταν και μετά πέρασε πίσω από τον πάγκο. Τότε ήρθε και η συγκλονιστική, όπως τη χαρακτηρίζει, γνωριμία του με μία Αιγυπτιώτισσα, τη Φώφη Ακριτάκη, με την οποία άνοιξαν το «Εστιατόριο».
«Το 'Εστιατόριό' μας είχε γίνει στέκι για πολλούς διάσημους. Είχαμε πολύ μεράκι και τα κάναμε όλα με γούστο. Με την τρέλα που είχα, κάθε βράδυ το μαγαζί είχε διαφορετική διακόσμηση» θυμάται ο Κώστας Κασσάμπαλης.
Πριν από μία 15ετία περίπου, η κυρία Ακριτάκη πήρε την απόφαση να αποσυρθεί κι ο ίδιος είχε ήδη αρχίσει να επεξεργάζεται στο μυαλό του τα σχέδια για μία νέα επιχείρηση. Το «Εστιατόριο» έκλεισε τον κύκλο του και πέρασε σε νέα χέρια, και πάλι ελληνικά, αφού το αγόρασε ο Μπούλγκαρι κι έστησε εκεί το φημισμένο κοσμηματοπωλείο του.
Ελληνική ταβέρνα με χρώματα γαλλικής μπρασερί και έργα τέχνης
«Η ταβέρνα που ονειρευόμουν ήθελα να θυμίζει γαλλική μπρασερί, όπου θα κυριαρχούν τα χρώματα του μπορντό και του πράσινου κυπαρισσί, που ταιριάζουν με όλα. Το ψηλοτάβανο νεοκλασικό, από τα λίγα που απέμειναν από τους βομβαρδισμούς του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν τελικά αυτό που ήθελα. Η 200 τ.μ. αίθουσα, που στηρίζεται μόνο σε μία εσωτερική κολώνα, μπορεί να υποδεχτεί 120 άτομα και άλλα 50 στο πλακόστρωτο που έχει μπροστά» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κώστας Κασσάμπαλης.
Η διακόσμηση του καταστήματος ασυναίσθητα δημιουργεί στους επισκέπτες την αίσθηση ότι είναι στο σπίτι τους κι αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κάποιος ακόμη και διαδικτυακά, μέσα από την ιστοσελίδα του καταστήματος http://www.cassambalis.de.
Όλοι οι εσωτερικοί τοίχοι είναι σκεπασμένοι με αυθεντικούς πίνακες, μεταξύ αυτών κι ένας του Πικάσο. Οι περισσότεροι, πάντως, είναι γνωστών Βερολινέζων κι Ελλήνων ζωγράφων, όπως ο Αλέξης Ακριθάκης και ο Γιάννης Ψηχοπαίδης.
«Ήθελα, ο κάθε επισκέπτης να έχει την αίσθηση ότι συνομιλεί νοερά με τους πίνακες, και νομίζω ότι τα κατάφερα, όπως μού λένε και οι ίδιοι» αναφέρει, με ικανοποίηση, ο κ. Κασσάμπαλης.
Εκλεκτή κουζίνα και κρασιά από Ελλάδα
Δεν είναι τυχαίο ότι η ταβέρνα «Cassambalis» έχει αποκτήσει τη φήμη ότι ικανοποιεί ακόμα και τους πιο εκλεπτυσμένους ουρανίσκους με την εκλεκτή μεσογειακή κουζίνα, για την πιστή εφαρμογή της οποίας ο ιδιοκτητής της έχει «επιστρατεύσει» δύο μάγειρες από Ελλάδα και τέσσερις από τη Μάγκνα Γκρέτσια.
Η μεγάλη κάρτα του μενού συχνά είναι θέμα προστριβής με τη Γερμανίδα σύζυγό του, Πέτρα, που μαζί με τους δύο γιούς του Αλέξανδρο-Φίλιππο και Κωνσταντίνο-Μαξιμιλιανό, στέκονται στο πλάι του.
Και τι δεν προτείνει ο Κώστας Κασσάμπαλης στους πελάτες του! Εκλεκτή ποικιλία από θαλασσινά και ψάρια, διάφορα είδη κρέατος, αλλαντικών και τυριών, γιαούρτι και κουλουράκια, όλα από Ελλάδα, όπως και πολλά νοστιμότατα ορεκτικά, ακόμα και φασόλια και ταραμά, τα οποία σερβίρονται από τις 12 το μεσημέρι μέχρι και τις 2 τα ξημερώματα.
«Αποδίδω ιδιαίτερη προσοχή στην ποιότητα των προϊόντων, γιατί δεν θέλω να φύγει κανείς απογοητευμένος από το μαγαζί μου» τονίζει ο κ. Κασσάμπαλης και συνεχίζει: «Έχουμε μεγάλη παλέτα κρασιών, που μας τα τροφοδοτεί ο Χρήστος Τζιόλας. Είναι ο άνθρωπος, ο οποίος πραγματικά έχει επιβάλλει το ελληνικό κρασί στη Γερμανία και ανακαλύπτει νέους οινοπαραγωγούς από την Πελοπόννησο, την Αττική και την Μακεδονία, που συναγωνίζονται με γνωστά ιταλικά και γαλλικά κρασιά».