Ο Μπραντ Πιτ ξαναγέννησε: τον Σον Πεν (αλλά η ταινία τους που όλοι περιμέναμε, είναι μάλλον και αυτή που όλοι θα θέλουμε να ξεχάσουμε)
Ο Τάσος Θεοδωρόπουλος (terra_gelida@hotmail.com ) επιστρέφει για πολλοστή φορά στο γαλλόφωνο παραλιακό τόπο του εγκλήματος και σας μεταφέρει την παρακμιακή γκλαμουριά του φεστιβάλ των Κανών τρώγοντας μεθυσμένο κεμπάπ δίπλα στον Μπραντ Πιτ (ναι, ξέρω που πάει και το τρώει). Κάθε μέρα, στην www.ifemireda.gr , οι Κάννες όπως δε θα θέλανε να ξέρουνε ότι τις ξέρουμε.
15 και 16 /05 /2011
ΤΑ ΓΕΝΙΚΑ
(Ποιος σκότωσε τη λαίδη Νταϊάνα κύριε Ζαμπούνη;)
Αυτό είναι οι Κάνες. Δύο μέρες λείπεις από τον κομπιούτορα σου με τον οποίο ενημερώνεις τον κόσμο για να προλάβεις να πας στο κομμωτήριο να πατήσεις το κόκκινο χαλί με μπούκλες, και έχουν γίνει τόσα που χρειάζεσαι εφτά σελίδες για να τα περιγράψεις. Από πού να αρχίσω και που σε άφησα καννολόγιο μου; Για την Νταϊάνα σου είπα; Ναι, την πριγκίπισσα την πεθαμένη. Ένα από τα μεγάλα «talk of the town» στο μικρό μας στρουμφοχωριό, ήταν η προβολή του ντοκιμαντέρ «Unlawful Killing» στην αγορά, που απαγορεύτηκε στην Μ. Βρεττανία. Λοιπόν, σαν ντοκιμαντέρ, δε φτουράει και τόσο (ως καθ’ όλου δηλαδή) αλλά για τηλεόραση είναι μια χαρά αρκεί να μην το δει ο Ζαμπούνης που αγαπάει τους βασιλιάδες γιατί θα πάθει εγκεφαλικό. Το ντοκιμαντέρ λέει ξεκάθαρα ότι ο θάνατος της Ντάι και του Ντόντι ήταν δολοφονία, υποδεικνύοντας ως υπεύθυνους την βασιλική οικογένεια την οποία και αποκαλεί «νομικά προστατευμένη μαφία». Και τα βάζει με τον Φίλιππο σύζυγο της Ελισάβετ, εστιάζοντας στο ναζιστικό του παρελθόν και βάζοντας έναν ψυχίατρο να τον μελετήσει και να αποφανθεί ότι πρόκειται για ψυχοπαθή. Αχ έρμη νεοφερμένη πριγκίπισσα Κατερίνα που πήγες και έμπλεξες δηλαδή.
ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ
(Ο παιδεραστής, το Ταλμούδ , οι θλιμμένες πουτάνες, η επιστροφή των Νταρντέν, και ο Σον Πεν σαν γιος του Μπραντ Πιτ)
Όμως τα σκάνδαλα δε σταματούν εδώ, εφ’ όσον στο διαγωνιστικό προβλήθηκε μια ταινία που την έκανε συνεργάτης του Μίκαελ Χάνεκε (τι συνεργάτης δηλαδή, παραδουλεύτρα υπεύθυνος casting ήταν) το “Michael”. Που είναι το σκάνδαλο; Όταν ξεφυλλίζεις το πρόγραμμα των Κανών, για το «Μichael” σου γράφει απλά, ότι πρόκειται για τη «μη οικιοθελή συνύπαρξη ενός 35χρονου με ένα 10χρονο.» Ναι αμέ. Ο 35 χρονος είναι παιδεραστής και το 10 χρόνο το έχει απαγάγει, το βάζει να τον αποκαλεί αφέντη και το έχει κλειδωμένο. Σεξ μπορεί να μη βλέπουμε όπως υπονοείται και μεγάλη πλάκα (την οποία κάποιοι κριτικοί την εξέλαβαν ως καλλιτεχνία) σε όλο αυτό, είναι πως η ταινία δεν παίρνει θέση, απλώς παρουσιάζει τα γεγονότα με ουδετερότητα. Να του πω του σκηνοθέτη «και στα δικά σου» για το δικό του το παιδί, ή θα φανώ υπερβολικός; Από κει και πέρα, στο διαγωνιστικό μέχρις στιγμής, ξεχωρίζουν με διαφορά στις προτιμήσεις των κριτικών, δύο ταινίες. Η μια είναι το «The Artist», μια απολαυστική ασπρόμαυρη και βωβή κομεντί που είναι βωβή επειδή εξελίσσεται στα χρόνια του βωβού κινηματογράφου. Ένας σταρ του βωβού παρακμάζει όταν αρχίζει η εποχή του ομιλούντος την ώρα που η προστατευόμενη του που είναι ερωτευμένη μαζί του, γίνεται η μεγάλη σταρ της νέας εποχής. Κάτι σαν το «A star is born» και το «Singing in the rain» μαζί δηλαδή η υπόθεση, σε ένα απολαυστικό, σινεφιλικό και υπέρ του δέοντως χαριτωμένο δίωρο. Mια άλλη που εγώ τη βρήκα «κέντημα» αλλά δε νομίζω ότι συμφώνησαν όλοι μαζί μου, ήταν το ισραηλινό «Footnote». Υπόδειγμα γλυκόπικρης κομεντί με αφορμή την ανταγωνιστική σχέση ενός πατέρα και ενός γιου μελετητών του «Ταλμούδ» που γίνονται άνω κάτω όταν ο πατέρας προτείνεται για το εθνικό βραβείο του Ισραήλ αλλά προκύπτει ότι έγινε λάθος και ο πραγματικός αποδέκτης είναι ο γιος. Και συνεχίζω τις καλοσύνες (αν και ξέρω πως δεν μου ταιριάζουν αλλά όμως δε φταίω εγώ, φταίει που ξυπνάω 8 το πρωί, κοιμάμαι δώδεκα το βράδυ, πίνω ένα μπουκάλι βότκα τη μέρα για να συγκρατηθώ και να μη βρίσω κανέναν κριτικό στις συναντήσεις μου μαζί τους με τις μαλακίες που τους ακούω να λένε και δεν έχω βγει έξω ούτε ένα βράδυ από την πολύ δουλειά, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχω κάνει σεξ επομένως για να ηρεμήσω έχω αυξήσει τα xanax που πάντα με κάνουν καλό άνθρωπο.) Πήγα και ειδα Μπερτράν Μπονελό (από μόνο του το γεγονός του ότι πήγα και είδα ταινία Γάλλου, είναι σοκ). Και ναι ήταν αργή, και επαναλαμβανόμενη και αρκετά ξιπασμένη όσον αφορά το πόσο καλλιτεχνική αισθανόταν, αλλά εκεί είναι η πλάκα, τη βρήκα υπέροχη. Λέγεται «House of Tolerance», κοινώς «Οίκος Ανοχής» και αφορά σε ένα κλασάτο παρισινό μπουρδέλο στο τέλος του 19ου αιώνα. Σχεδόν όλη η ταινία είναι γυρισμένη μέσα στους τοίχους του χώρου, γεγονός που σε κάνει να ασφυκτιάς, με μια ντουζίνα γυναίκες να γυρνάνε με τα χουχούνια τους και τα μεμέ τους φάτσα κάρτα, ντυμένες με κορσέδες. Η πλάκα όμως είναι, πως είναι τέτοια η μαεστρία του Μπονελό στη δημιουργία ατμόσφαιρας που δεν τολμάς ούτε να διανοηθείς να καυλώσεις. Όχι επειδή ηθικολογεί, κάθε άλλο. Επειδή παίζει με τους κανόνες των ευαγγελιστών της ελευθεριότητας, για να σου αναδείξει χωρίς φιοριτούρες και βερμπαλισμούς, το ψέμα του αρτιστίκ φραμπαλά, μέσα στο οποίο τυλίγεται η αναγωγή της πορνείας και της ηδονοθηρίας σε τέχνη και χαρά της ζωής. Ναι ρε γερνάω και γίνομαι συντηρητικός, έχεις κανένα πρόβλημα; Το ότι γερνάω, αποδεικνύεται από ένα ατράνταχτο στοιχείο που δεν τολμώ να σκεφτώ ότι το σκέφτηκα και θα αποφύγω να το – με, ξαναδιαβάσω. Ξέρεις ποια ταινία θεωρούν μέχρι στιγμής οι κριτικοί ως την καλύτερη του φεστιβάλ; «Το παιδί με το ποδήλατο», αυτή δηλαδή που θεωρώ κι εγώ. Ξέρεις ποιοι έχουν σκηνοθετήσει το «Παιδί με το ποδήλατο;» Οι αφοί Νταρντέν. Ναι ακριβώς, οι ήδη δύο φορές νικητές του Χρυσού Φοίνικα, και ορκισμένοι εχθροί της κινηματογραφικής μου αντίληψης που ξέρναγα και με το που άκουγα το όνομά τους. Καννολόγιο μου, δεν ξέρω αν αυτοί άλλαξαν ή εγώ μεγάλωσα, όμως πραγματικά, το «Ποδήλατο» με άφησε μαλάκα. Σκέψου κάτι σαν κοινωνικό ρεαλισμό (σήμα κατατεθέν τους) με δόμηση ρολογιού ελβετικής ακρίβειας στους χρόνους του που μετατρέπει το ασήμαντο και καθημερινό σε θρίλερ και κατάληξη τόσο σεβαστική και ελπιδοφόρα απέναντι στην ανθρώπινη φύση, που σου θυμίζει με τον πιο λιτό, ανεπεξέργαστο τρόπο, το ρητό του Ουάιλντ, «όλοι μας γεννιόμαστε στο βούρκο αλλά μερικοί από μας κοιτάζουμε τα άστρα.» Και μιας που είπα για άστρα, ας μου δώσετε την ευκαιρία, να θυμηθώ τον παλιό, κακό εαυτό μου. Ποια ήταν η ταινία – event του φεστιβάλ, που όλοι μας περιμέναμε με αγωνία, Φυσικά το «Tree of life» του ακριβοθώρητου κινηματογραφικού ποιητή, Τέρενς Μάλικ, με τον Μπράντ Πιτ και τον Σον Πεν. Ε; Ναι, Μμμμ, γκούχου γκούχου, τι να πω τώρα ο ρουφιάνος; Λοιπόν, ξεχάστε το ότι είναι ταινία. Δηλαδή είναι αλλά δεν είναι. Υπόθεση δεν υπάρχει σχεδόν καθ’ όλου όπως και διάλογοι. Υπάρχουν μερικές (πολλές) από τις ομορφότερες σκηνές που έχεις δει την τελευταία δεκαετία στο σινεμά, και μια τρικυμία εν κρανίω που συνδέει τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ με την εκκλησία των Ευαγγελιστών. Βλέπεις την καθηνερινότητα μιας οικογένειας με τρία παιδιά στη δεκαετία του 50 με πάτερ φαμίλια τον Μπραντ Πιτ, μέσα από την ονειροφαντασία της παιδικής ματιάς όπως τη θυμάται στο σήμερα ο Σον Πεν που είναι ο γιος του Μπραντ Πιτ, με την κάμερα να κάνει ακροβατικούς παπάδες μαγείας εστιάζοντας σε λεπτομέρειες και συμπεριφορές της καθημερινότας, τις οποίες το voice over, μας θυμίζει συνέχεια σαν κύρηγμα εκκλησίας ότι πρέπει να θαυμάζουμε γιατί είναι μαγικές. Ενδιάμεσα, σκάνε κάτι φιλοσοφικά γραφικά του κομπιούτερ με αστέρια και ήλιους που εκρήγνυνται, ψηφιακούς δεινοσαύρους, παραμυθένιες αλληγορίες με τη μαμά του σπιτιού να πετάει και μετά να είναι ξαπλωμένη – νεκρή σαν τη Χιονάτη σε ένα γυάλινο φέρετρο στη μέση του δάσους, αεροπλανικά πλάνα σε θάλασσες και δάση, και ολόκληρες σεκάνς που ενορχηστρώνονται πάνω στη λογική της μουσικής. Μετά αρχίζει άλλη μουσική, αρχίζουν ξανά μανά και οι σεκάνς σε παραλλαγή να φτουρήσουν οι δύο ώρες και είκοσι λεπτά, με αποκορύφωμα το τελευταίο εικοσάλεπτο όπου όλοι οι ήρωες της ταινίας, περιπλανιούνται σε μια έρημο και σε μια θάλασσα, η κάμερα βουτάει στη θάλασσα, οι ήρωες σηκώνουν τα χέρια ψηλά στον ουρανό, λένε κάτι σαν «σ’ ευχαριστώ Θεέ μου», οι ήλιοι ξανά εκρήγνυνται και η ταινία τελειώνει. Ιδανική ταπετσαρία, (και μάθημα εικονογράφησης του φωτός και της χλωρίδας) που θα την αγοράσω σε dvd όταν βγει για να την παίζω background στα μεθυσμένα μου, αλλά ταινία που θα πας άνθρωπο να τη δει, χωρίς να κινδυνεύεις να φας σφαλιάρα δεν τη λες.
ΟΙ ΔΙΑΣΗΜΟΙ
(Θα έρθει η Μαντόνα; Θα γίνει η Αντζελίνα σκηνοθέτης; Αν υπάρχουν οι Duran Duran, μπορώ να ελπίζω στη μετά θάνατον ζωή;)
Υπάρχει λόγος που γράφω τα παραπάνω και θα στον πω. Έτσι γοητευτικό που τον είδα τον Μπραντ με το τριγωνικό μουσάκι – μουστάκι του στη συνέντευξη τύπου, επειδή είμαι και λίγο σαδομαζό, τα γράφω μπας και τα διαβάσει και μου δώσει εμένα απ’ το θυμό του τη σφαλιάρα την αφροδισιακή και κάνουμε κρεββάτι. Όσο μαλάκας είναι στην ταινία ο ρουφιάνος, τόσο ποθητός είναι από κοντά αν και η απάντηση του στην ερώτηση γιατί δεν είναι ο Μάλικ στη συνέντευξη να μιλήσει στην ταινία «επειδή δεν του αρέσει να μιλάει για την ταινία, θέλει ο κόσμος να τη δει σαν ένα ποίημα και να την ερμηνεύσει όπως εκείνος θέλει» επιβεβαιώνει αυτά που σου έγραψα παραπάνω κι ας μη με αξιώσει ο Παντοδύναμος να πατήσω ξανά κόκκινο χαλί (μου αρκεί να το σούρω γονατιστός σαν τις ταμένες στην Τήνο). Στο οποίο κόκκινο τώρα, τι καινούργιο έχουμε τις μέρες που σου στέρησα την ενημέρωσή μου; Θα σου πω. Οντρεί Τοτού, Ζόε Σαλντάνα (η μπλε γατίνα του «Αvatar», Ράιαν Γκόσλινγκ, Φέι Νταναγουέι (που κοσμεί και τη φετινή αφίσα του φεστιβάλ) και πήρε το μετάλλιο των γραμμάτων και τεχνών της Γαλλίας (αυτό που έχει πάρει και η Μιμή Ντενίση), κάποιος πρωτοεμφανιζόμενος από την Ελλάδα που λέγεται Θεό Αγγελόπουλος, η εκρηκτική Ροζάριο Ντόουσον, η Ναόμι Κάμπελ και η Λουντιβί Σενιέ. Που μας οδηγεί η Λουντιβί? Που αλλού, στον αγαπημένο μας ελβετικό οίκο κοσμημάτων Chopard στο lounge του οποίου ξημεροβραδιάζονται όλοι όσοι πρέπει να δεις, και απένειμε όπως σου είχα πει και την προηγούμενη φορά τα trophee του στους πρωτοεμφανιζόμενους. Πολλά τα καλά που κάνει στον δημοσιογράφο η Chopard. Aφ’ ενός τον ταϊζει, εφ’ όσον αν πας ντάλα μεσημέρι είναι η ώρα του γεύματος, με μπουφέ που δεν τον βρίσκεις ούτε στις χίλιες και μία νύχτες και θέα όλη την Κρουαζέτ από τον έβδομο όροφο του Martinez. Aφ’ ετέρου, συνεντεύξεις. Η Λουντιβίν, που μαζί με την Κατρίν Ντενέβ, παίζει στην ταινια λήξης «Τhe Beloved», ένα φόρο τιμής στα γαλλικά μιούζικαλ του Ζακ Ντεμί, μου είπε σε μια συνέντευξη που θα δείτε σύντομα από αυτές εδώ τις σελίδες, για την αγάπη της στην Ελλάδα, τα μαθήματα ελληνικών που πήρε στο λύκειο και την επιθυμία της να παίξει την «Αντιγόνη», ενώ λίγο αργότερα την ίδια μέρα, στο ίδιο lounge, συνάντησα τη γοργόνα σειρήνα των «Πειρατών της Καραϊβικής» Αστρίντ Μπέρτνζες Φρίσμπι, η οποία έλαβε το φετινό trophee από τα χέρια του Ρόμπερτ Ντε Νίρο, και κόμπλαρα γιατί με κοιτούσε με το ίδιο ύφος που είχε σαν γοργόνα στην ταινία. Αν ήμουν στρέιτ, θα είχαμε παρατράγουδα στο υπόσχομαι. Στο lounge ήταν που ενημερώθηκα για ένα τρομερό after party τη βραδιά της απονομής των trophee, στο οποίο σολάρανε ο Usher και ο Kaney West, ενώ ήταν παρών και ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, κουφαίνοντας κόσμο με το απλό και ακομπλεξάριστο στιλάκι του «ε ναι μωρέ, είδα φως και μπήκα αλλά είπα να κλείσω και μερικά ντιλ που αφορούν στο χώρο της παραγωγής». Και για να σε ολοκληρώνω λίγο λίγο Καννολόγιο μου με τα τραγουδιστικά, γιατί έχω να κάνω και αποτρίχωση, έκαψε τις φωτογραφικές μηχανές η Σέριλ Κόουλ στην πρεμιέρα του «Έχουμε Πάπα» του Νάνι Μορέτι, η Αντζελίνα Τζολί ανακοίνωσε ότι περνάει πίσω από την κάμερα για να σκηνοθετήσει την ταινία «Στη χώρα του Μελιού και του Αίματος» (κι αυτό σαν τραγούδι μου ακούγεται), υπάρχει μια έντονη φημολογία ότι η Μαντόνα θα έρθει ως χόστες του AmFar, και κάπου διάβασα κάτι για τους Duran Duran, πως ήταν κι αυτοί εδώ. Ειλικρινά Καννολόγιο μου, θα σου πω κάτι αλλά μη μου το θυμίσεις ότι στο είπα. Θυμάσαι που σου κλαίγομαι συνέχεια ότι δεν περνάω καλά εδώ; Ψέματα. Καλύτερα κι από τη Eurovision είναι, αν βγεις ξεβράκωτος στους δρόμους (και δεν είσαι υποχρεωμένος να βλέπεις και τις ταινίες).