Το πρώτο μεγάλο βήμα για τη διερεύνηση, αποκρυπτογράφηση και αποδόμηση των ηθικών εννοιών και των συστημάτων σκέψης που τις παράγουν ιστορικά, έγινε το 1887 με την έκδοση του Γενεαλογία της ηθικής – Μία πολεμική του ιστορικού φιλοσόφου και φιλόλογου Φρίντριχ Νίτσε.
Ενδεχομένως, το δεύτερο αποφασιστικό βήμα να είναι αυτό που επιτελείται στις μέρες μας από ορδές νευροεπιστημόνων και νευροβιολόγων μέσω της λεπτομερειακής έρευνας και μελέτης των βιοχημικών όψεων της συμπεριφοράς μας.
Το γεγονός ότι η συμπεριφορά μας καθορίζεται και ρυθμίζεται, όχι μόνο από ιστορικούς παράγοντες, αλλά σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη βιοχημεία του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματός μας, αυτό θεωρείται κάτι δεδομένο εδώ και αρκετό καιρό.
Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι σε μία κατάσταση όπου το άτομο βρίσκεται αντιμέτωπο με κάποιο κίνδυνο, ο υποθάλαμος του εγκεφάλου προκαλεί την αποδέσμευση μιας ποσότητας ορμονών, όπως την ACTH και την επινεφρίνη. Αντιστρόφως, μη κανονικά επίπεδα των ορμονών του θυροειδούς αδένα μπορούν να προκαλέσουν πτώση της διάθεσης, έλλειψη ενδιαφέροντος, ανορεξία, αναφροδισία κ.ο.κ.
Το τελευταίο καιρό το ενδιαφέρον ολοένα και περισσότερων ειδικών επιστημόνων εστιάζεται σε μία συγκεκριμένη χημική ουσία του ανθρώπινου οργανισμού, η οποία θεωρείται υπεύθυνη για την ορθή συμπεριφορά, την ηθικότητα, την ευδιαθεσία και όλες τις άλλες θετικές έννοιες που προσδιορίζουν εξίσου θετικές, κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές.
Η ουσία αυτή είναι η οξυτοκίνη. Ένα είδος μηχανισμού διαμόρφωσης της συμπεριφοράς σε εξωτερικά ερεθίσματα, ο οποίος ανακαλύφθηκε μόλις πριν δέκα χρόνια.
Τι κάνει λοιπόν αυτή η ουσία; Αυτά που γνωρίζαμε σχετικά με τη δράση της ήταν τα εξής: ότι διευκολύνει τη γέννα, το θηλασμό, καθώς και ότι απελευθερώνεται και από τα δύο φύλα κατά τη διάρκεια του σεξ. Στο ζωικό βασίλειο, ωστόσο, ήταν γνωστή για την επίδρασή της στο αίσθημα της ανοχής.
Η οξυτοκίνη, όπως και οτιδήποτε στον οργανισμό, αποτελεί μέρος ενός ολόκληρου συστήματος που προσπαθεί να αυτορυθμιστεί. Πρόκειται για ένα είδος θερμοστάτη της συμπεριφοράς: καθώς τα ανθρώπινα όντα είναι κοινωνικά ζώα, συντονίζονται συμπεριφορικά, υιοθετώντας αρμόζουσες ανάλογα με τις περιστάσεις συμπεριφορές. Αυτές οι συμπεριφορές ονομάζονται «αρετές» ή «ηθικές στάσεις».
Αν είμαι συνεργάσιμος με κάποιον άλλο, αν μοιράζομαι πράγματα με εκείνον, τότε η συμπεριφορά μου θεωρείται κοινωνικά ορθή. Αν επιδεικνύω αντίθετες συμπεριφορές τότε θεωρούμαι εγωιστής και προκαλώ την άρνηση του άλλου, δημιουργώντας μία αλυσίδα προβλημάτων προσαρμοστικότητας μέσα στο κοινωνικό σύνολο στο οποίο είμαι εγγεγραμμένος.
Έχει αποδειχθεί σε πειράματα ότι όταν ο εγκέφαλος ωθείται να παράξει οξυτοκίνη ή όταν η παραγωγή της υποβοηθείται φαρμακευτικά, οι άνθρωποι γίνονται περισσότερο κοινωνικοί, περισσότερο ηθικοί, με την ευρεία σημασία της λέξης, περισσότερο ενάρετοι.
Την ίδια στιγμή, η οξυτοκίνη αλληλεπιδρά με μία ποικιλία άλλων νευροχημικών ουσιών, συμπεριλαμβανομένων των ορμονών που έχουν να κάνουν με το στρες και της τεστοστερόνης, οι οποίες μειώνουν τη δράση της οξυτοκίνης.
Κατά μία έννοια, ζούμε μέσα σε μία σούπα αλληλεπιδρώντων χημικών στοιχείων εντός του εγκεφάλου μας, τα ποσοστά των οποίων επικαθορίζουν και διαμορφώνουν την κοινωνική συμπεριφορά μας, τον τρόπο που αλληλεπιδρούμε με τους άλλους.
Το 95% των ανθρώπων που εξετάστηκαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, ακόμη και στις ζούγκλες της Νέας Γουινέας, συνήθως απελευθερώνουν οξυτοκίνη ως συνέπεια κάποιου ερεθίσματος. Κάτι που δείχνει πως πρόκειται για συμπαντική ανθρώπινη σταθερά.
Το πιο ενδιαφέρον εύρημα, όμως, αφορά το 5% των ατόμων στα οποία ο μηχανισμός υποδοχής της συμπεριφορικής ορμόνης μοιάζει να υπολειτουργεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις ακόμη και η χορήγηση της ουσίας δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα για τον απλό λόγο ότι αυτή δεν θα μπορούσε να προσληφθεί.
Σε αυτό το ποσοστό ανήκουν οι εκ γενετής ή εκ περιβάλλοντος ψυχοπαθείς. Στους πρώτους το πρόβλημα εντοπίζεται σχεδόν πάντα σε κάποιου είδους γενετικού ελαττώματος ή δυσλειτουργίας στο μηχανισμό παραγωγής και πρόσληψης της οξυτοκίνης.
Στους δε δεύτερους η δυσλειτουργία προκαλείται από την υποβολή του ατόμου σε ψυχολογικά επιβαρυντικές συνθήκες, όπως έχουν δείξει πειράματα σε γυναίκες που είχαν υποστεί επί μακρόν σεξουαλικές κακοποιήσεις, με αποτέλεσμα ο εγκέφαλος να «κλείσει» το σύστημα που ελέγχει την παραγωγή και την πρόσληψη της εν λόγω ουσίας.
Αυτό το τελευταίο πολύ σημαντικό πόρισμα δείχνει ακριβώς και την πολυπλοκότητα του ζητήματος, καθώς οτιδήποτε έχει να κάνει με την εν λόγω ουσία και την καταλυτική επίδρασή της στη συμπεριφορά μας οφείλεται σε ένα φαύλο κύκλο, στον οποίο η καταγεγραμμένη στη μνήμη εμπειρία διαμορφώνει τα επίπεδα της οξυτοκίνης, με τα τελευταία να ορίζουν με τη σειρά τους τον τρόπο πρόσληψης των εξωτερικών εμπειρικών δεδομένων και ανταπόκρισης σε αυτά.
Είχε δίκιο λοιπόν ο Νίτσε όταν έλεγε ότι δεν υπάρχει μία de facto και de jure μεταφυσική ή βιολογική καθαρή καταγωγική μήτρα της ηθικότητας, και ότι αν θέλουμε να μάθουμε κάτι γι' αυτήν οφείλουμε να συνδυάσουμε έναν ορισμένο βιολογισμό με την ιστορική ανάλυση των πρακτικών που δίνουν σε κάθε εποχή νόημα και σημασία στην ηθικότητα.