Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ – και ετούτη η θέση δεν εμπεριέχει ίχνος ειρωνείας – μοιάζει να είναι η απόλυτη ενσάρκωση του στοιχείου του πολιτικού και της ουσίας του. Μιας ουσίας που στους δικούς μας εκφυλισμένους φιλελεύθερους καιρούς τείνει να ξεχαστεί.
Πραγματικά, ποιος εξακολουθεί να διατηρεί ακέραιη στο πίσω μέρος του μυαλού του την περίφημη πρόταση-αλήθεια που διατύπωσε άλλοτε ο μεγάλος θεωρητικός του πολέμου Καρλ φον Κλαούσεβιτς - «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» - αλλά και την εξίσου αληθή αντεστραμμένη εκδοχή της: «η πολιτική είναι η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα»;
Σίγουρα, δεν είναι πολλοί αυτοί, όπως επίσης σίγουρο είναι ότι ο Ευάγγελος Βενιζέλος δεν είναι ένας από αυτούς.
Προεκλογικά, ήρθε σε μετωπική σύγκρουση με ό,τι κινείται εντός και εκτός Βουλής, ακόμη και στον περίβολο αυτής: αφενός με τον Γιώργο Παπανδρέου και τις πολιτικές επιλογές του, αλλά και με όλα τα κορυφαία στελέχη της παράταξής του που ταυτίζονται με το παλιό ΠΑΣΟΚ (Χρυσοχοΐδη, Ραγκούση, Πάγκαλο), αφετέρου – πράγμα φυσικό – με το σύνολο των εκλογικών εχθρών-αντιπάλων του.
Μετεκλογικά, πρόλαβε και ήρθε σε ρήξη αφενός με τον υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα για τον τρόπο με τον οποίο ο τελευταίος χειρίστηκε το θέμα των ύψους 11,5 δισεκατομμυρίων ευρώ περικοπών που ζήτησε η Τρόικα, αφετέρου με τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του, όπου ειπώθηκαν σκληρά λόγια με αποτέλεσμα ο εκπρόσωπος τύπου του ΠΑΣΟΚ (για πόσο ακόμη, άραγε;) να αποχωρήσει, τέλος, εμμέσως, με τον Ανδρέα Λοβέρδο.
Τούτων δοθέντων, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να «διαβάσει» το φαινόμενο «Ευάγγελος Βενιζέλος» με τα ίδια του τα μέσα και τα γνωστικά εργαλεία, για να αποδειχθεί ότι πρόκειται για πολιτικό που δεν υποπίπτει ποτέ σε επιτελεστικές αντιφάσεις.
Δεν υπάρχει κεντρικότερη ίσως έννοια στην πολιτική θεωρία από εκείνη της διάκρισης μεταξύ εχθρού και φίλου, βάσει της οποίας είναι δυνατόν να κατανοηθεί ολόκληρο το πεδίο της πολιτικής. Πρόκειται ακριβώς για ΤΗΝ έννοια στην οποία μπορούν να αναχθούν όλες οι πολιτικές πράξεις και όλα τα πολιτικά κίνητρα.
Τα πράγματα έχουν ως εξής: παρά τις όποιες δοσοληψίες τις οποίες μπορεί να έχει κάποιος με τον «εχθρό», γενικά εννοούμενο ως οντότητα, μέσα στο ειρηνικό πλαίσιο της καθημερινής συνύπαρξης, ο τελευταίος δεν παύει να είναι ο «ξένος», ο «άλλος». Και αυτή του η φύση ως κάτι «άλλο» και «διαφορετικό», αρκεί για να καταστήσει δυνατή, υπό ακραίες συνθήκες, τη σύγκρουση μαζί του.
Αυτό που έχει σημασία σε αυτή τη σχέση με τον άλλο είναι πάντοτε η «δυνατότητα», το «εν δυνάμει» της σύγκρουσης. Παραδείγματος χάρη, δύο εχθρικά κράτη μπορούν να συνδιαλλάσσονται σε εμπορικό ή άλλο επίπεδο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι εν τοις πράγμασι εχθροί και ότι κάτω από συγκεκριμένες ακραίες συνθήκες αυτός ο κύκλος των δοσοληψιών δεν μπορεί να σπάσει και να δώσει τη θέση του σε μία σύγκρουση.
Η «δυνατότητα», το «ενδεχόμενο» και μόνο της βίαιης πράξης και σύγκρουσης είναι αρκετό ώστε το σενάριο «εχθρός-φίλος» να τείνει ανά πάσα στιγμή να γίνει πραγματικότητα μεταξύ δύο ή περισσότερο ατόμων ή ομάδων.
Όποιος δεν είναι φίλος είναι εχθρός και όποιος δεν είναι εχθρός είναι φίλος, με τον τελευταίο να κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να μετουσιωθεί σε εχθρό στο βαθμό που είναι «άλλος», δηλαδή «διαφορετικός» από εμένα, άρα ενδεχόμενος εχθρός. Κι εφόσον, όπως είπαμε παραπάνω, το ενδεχόμενο είναι αυτό ακριβώς που καθιστά τη σύγκρουση ενυπόστατη, τότε ο φίλος δεν είναι απλά ενδεχόμενος εχθρός, αλλά πραγματικός εχθρός!
Αυτή είναι η έννοια κατά την οποία η διάκριση «εχθρός-φίλος» μοιάζει να ταιριάζει γάντι στην περίπτωση του ισχυρού διανοητικά και ιδιοσυγκρασιακά Ευάγγελου Βενιζέλου. Διότι ο εν λόγω πολιτικός άνδρας δεν κρατάει τίποτα σε ασυνείδητο επίπεδο: δεν αρέσκεται στη μεταμφίεση των πραγματικών κινήτρων, αλλά στην πραγματική σύγκρουση, υπό το φως της οποίας φίλοι δεν υπάρχουν παρά μόνο εχθροί.
Για τον Ευάγγελο Βενιζέλο απόλυτη δεν είναι μόνο η διάκριση μεταξύ φίλου και εχθρού, αλλά και η αναγνώριση των πάντων ως απόλυτων εχθρών εφόσον οι τελευταίοι δεν είναι αυτός.
Φαίνεται πως στην περίπτωση του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, μία είναι η λέξη-κλειδί: η λέξη «απόλυτος».
Ποιος δεν θυμάται τις λέξεις που άρθρωσε με βροντερή φωνή προ ολίγου καιρού, κραδαίνοντας το χέρι του πάνω στο τραπέζι, κατά τη διάρκεια on line συζήτησης με το κοινό στο στούντιο του enikos.gr: «απολύτως, απολύτως»;
Λέξεις που συνοψίζουν απόλυτα την απολύτως κυριαρχική ιδιοσυγκρασία ενός πολιτικού, η απόφαση του οποίου να θυσιάσει τη λαμπρή ακαδημαϊκή του καριέρα και τη θεωρητική του ευφυΐα στο βωμό ΑΥΤΗΣ της πολιτικής και των υφιστάμενων τρόπων άσκησής της εν Ελλάδι, μοιάζει παρ' όλα αυτά ακατανόητη, όποια κι αν είναι τα κίνητρα η οι φιλοδοξίες που την πυροδότησαν.
Υπάρχει ένα κομμάτι της θεωρίας του δικαίου – από εκείνα που κάνουν την, κατά τα άλλα βαρετή και γκρίζα εν λόγω επιστήμη, να φαντάζει σαγηνευτική – στο οποίο ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ αναμφίβολα διαπρέπει.
Πρόκειται για τη θεωρία περί κυριαρχίας και καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης (ή εξαίρεσης), η αρχή της οποίας συνίσταται στην αξιωματική πρόταση του μεγάλου Γερμανού θεωρητικού του δικαίου Καρλ Σμιτ: «Κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης». Αυτός, δηλαδή, που υπό ακραίες συνθήκες κρίσης και άρσης της κανονικότητας, οι οποίες απειλούν να καταλύσουν την έννομη τάξη και το σύνταγμα, αποφασίζει να αναστείλει και να καταλύσει ο ίδιος την κανονικότητα, προκειμένου να τη διασώσει.
Παράδοξη πρόταση, εντελώς ενυπόστατη όμως, που φέρνει την πολιτική κοντά στη θεολογία: η απόφαση του κυρίαρχου είναι για το δίκαιο ό,τι είναι το θαύμα για τη θεολογία. Όπως το θεολογικό θαύμα αποτελεί την εισόρμηση μίας πέραν της κανονικότητας δύναμης στην κανονική τάξη των πραγμάτων και εκτρέπει την πορεία τους, έτσι και η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης αναστέλλει τη συνταγματική κανονικότητα για να την αποκαταστήσει.
Βεβαίως, ο Ευάγγελος Βενιζέλος δεν έχει ποτέ του βρεθεί στην ιστορική θέση να κηρύξει μια πραγματική τέτοια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και ίσως δεν χρειαστεί ποτέ να το πράξει - αν και υφολογικά θα ήταν ο πλέον κατάλληλος γι' αυτό, χωρίς να περάσει καν από κάστινγκ - ωστόσο οι τρόποι του, με αποκορύφωμα το προ μηνών ξέσπασμά του στον αέρα, φανερώνει πολλά στοιχεία αισθητικής συγγένειας με την παραπάνω πρακτική.
Θωρακισμένος με ένα διογκωμένο εγώ, το οποίο ακόμη κι όταν δεν μιλάει δεν λησμονεί ποτέ να υπενθυμίζει την απόσταση που το χωρίζει από τους άλλους, και εξοπλισμένος με ένα υπολογίσιμο απόθεμα ρητορικής ισχύος και ευελιξίας, οφειλόμενο αναμφίβολα και στο ακαδημαϊκό παρελθόν του στο συγκεκριμένο γνωστικό πεδίο, είναι πραγματικά μαιτρ στο να δημιουργεί μία ατμόσφαιρα κινδύνου και στρατογενούς εγρήγορσης (πραγματικά «κεντούσε» όσο διατελούσε χρέη υπουργού άμυνας), όπως επίσης και στο να φέρει το συνομιλητή του διαρκώς ενώπιον των έσχατων συνεπειών των λεγομένων του.
Ειδικότητά του να προσομοιώνει καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, θέτοντας διαρκώς ζητήματα νομιμότητας των λεγομένων των άλλων, την οποία αναλαμβάνει να αποκαταστήσει ο ίδιος, μιλώντας τη γλώσσα του Νόμου, τη στιγμή ακριβώς που είναι ο πρώτος που γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα πως ο τελευταίος είναι αναγκαία ΚΕΝΟΣ (διότι πρέπει να χωράνε όλοι στην «αγκαλιά» του, άρα και κανένας) και ΔΙΑΦΕΥΓΩΝ (διότι η ουσία του και η εξουσία του έγκειται στο να σε έχει να περιμένεις αιώνια έξω από την πόρτα του, μη μπορώντας να περάσεις το κατώφλι της).
Το να βρίσκεται, λοιπόν, κανείς μπροστά του, θα πρέπει να είναι σαν βρίσκεται μπροστά στο Νόμο!
O απόλυτος Καφκικός εφιάλτης!