Ήταν 4 Αυγούστου του 1936, όταν μετά από μία μακροχρόνια πολιτική κρίση, στην Ελλάδα εγκαθιδρύθηκε μία δικτατορία η οποία συνδέθηκε με έννοιες όπως ο αντικομμουνισμός, η αστυνομοκρατία, η αρχαιολατρεία, ο εθνικισμός, οι φασιστικού τύπου τελετές, αλλά και με ένα όνομα. Ιωάννης Μεταξάς.
Η περίπτωση του Ιωάννη Μεταξά ακόμη και μετά από τόσες δεκαετίες, διχάζει τους ιστορικούς και τους ιστοριοδίφες. Ο Μεταξάς συνέδεσε το όνομά του όσο ελάχιστοι Έλληνες με μία δικτατορία. Οι προσωποπαγείς δικτατορίες ήταν συνήθεις στην δυτική Ευρώπη (Ιταλία, Ισπανία και Γερμανία), ωστόσο στην Ελλάδα όχι.
Έπειτα, ακολουθώντας την λαϊκή βούληση, ήταν αυτός που πήρε την σημαντικότατη απόφαση να μην αποδεχθεί το ιταλικό τελεσίγραφο παράδοσης της χώρας, κηρύσσοντας τον πόλεμο στον Άξονα. Μία απόφαση-πρόκληση για τους μελετητές της Ιστορίας, καθώς η δικτατορία του Μεταξά ήταν ιδεολογικά περισσότερο συγγενής με τον ιταλικό Φασισμό και τον γερμανικό Εθνικοσοσιαλισμό, παρά με τους συμμάχους Βρετανούς.
Πώς όμως η Ελλάδα έφτασε να έχει για ηγέτη έναν άνθρωπο ο οποίος θύμιζε περισσότερο, δάσκαλο επαρχιακού σχολείου, παρά έναν δικτάτορα...;
Η πορεία μέχρι την 4η Αυγούστου
Βρισκόμαστε στις 26 Ιανουαρίου του 1936 και στην Ελλάδα διεξάγονται εκλογές στις οποίες ισοψηφούν Βενιζελικοί και Αντιβενιζελικοί. Το βάρος τού να βγει η χώρα από την κρίση πέφτει στον βασιλιά Γεώργιο Β'. Ο βασιλιάς στις 9 Μαρτίου ορίζει πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Δεμερτζή. Η τοποθέτηση όμως στην θέση του αντιπροέδρου και σε αυτήν του υπουργού των Στρατιωτικών, του Ιωάννη Μεταξά, προκαλεί αντιδράσεις. Τόσο η Αριστερά με πρωτοπόρο το ΚΚΕ, όσο και αρκετοί αστοί πολιτικοί διαβλέπουν πως υπάρχει κίνδυνος για τον κοινοβουλευτισμό.
Δυστυχώς για την ήδη εν κρίσει Δημοκρατία, οι φόβοι αυτοί επιβεβαιώθηκαν. Ο πρωθυπουργός Δεμερτζής πέθανε αιφνιδίως από ανακοπή καρδιάς έναν μήνα αργότερα. Ο δρόμος της εξουσίας για τον Ιωάννη Μεταξά ήταν πλέον διάπλατα ανοικτός.
Ο Γεώργιος διορίζει στις 13 Απριλίου πρωθυπουργό της χώρας τον Μεταξά. Έναν άνδρα χωρίς το κατάλληλο πολιτικό ανάστημα για αυτήν την θέση. Ο Μεταξάς, γνωστός για την στρατιωτική του δεινότητα, προέβλεψε την έκβαση της Μικρασιατικής Εκστρατείας αλλά αρνήθηκε να βοηθήσει την χώρα στην πανεθνική αυτή προσπάθεια και μετατράπηκε σε έναν απλό παρατηρητή της Καταστροφής. Η πολιτική του καριέρα δε, ήταν πολύ χειρότερη των προσδοκιών και των βλέψεών του.
Ο άνδρας αυτός λοιπόν, λαμβάνει μετά από ψήφισμα της ελληνικής Βουλής την απόλυτη ελευθερία προκειμένου να χειριστεί όπως αυτός έκρινε, την κατάσταση εσωτερικής αναρχίας που είχε δημιουργηθεί, από την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, την οικονομική κρίση του 1929, αλλά και την πολιτική κρίση όλων αυτών των ετών.
Η ευκαιρία δεν άργησε να του δοθεί. Το διήμερο 8-10 Μαΐου η Θεσσαλονίκη παραλύει από την καπνεργατική απεργία. Ο απολογισμός των διαδηλώσεων που βάφτηκαν με αίμα, ήταν 12 νεκροί και 300 τραυματίες. Το ΚΚΕ επειδεικνύοντας έναν πρωτοφανή επαναστατισμό κηρύσσει πανελλαδική απεργία για τις 5 Αυγούστου.
Δεν θα προλάβει καθώς ο Μεταξάς πείθει τον Γεώργιο να του παραχωρήσει έκτακτες εξουσίες προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Στις 4 Αυγούστου η Ελλάδα έχει πλέον δικτατορία. Η Βουλή είχε διακόψει την λειτουργία της από τον Απρίλιο και έμελλε να ξανανοίξει δέκα χρόνια μετά, το 1946, μετά το τέλος του Β' Παγκομίου Πολέμου.
Ο αντικομμουνισμός στην 4η Αυγούστου
Με την αυγή της διακυβέρνησης του Μεταξά, γίνονται ολοφάνερες οι προθέσεις του, αλλά και η πολιτική που θα ακολουθούσε απέναντι στους «αντιφρονούντες». Μόνο την νύχτα της 4ης με 5ης Αυγούστου έγιναν σε όλη την Ελλάδα, εκατοντάδες συλλήψεις κομμουνιστών, σε μία προσπάθεια αποψίλωσης της ηγεσίας του κόμματος. Πολλές ήταν και οι έφοδοι των αστυνομικών δυνάμεων στα γραφεία των κομμουνιστικών εφημερίδων αλλά και στα κεντρικά γραφεία του ΚΚΕ. Την νύχτα αυτή συνελήφθησαν μεταξύ άλλων και πολλοί δημοκράτες πολιτικοί. Τελικά στις 18 Σεπτεμβρίου, ο υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας, Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, ανακοινώνει περιχαρής την σύλληψη του γενικού γραμματέως της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Νίκου Ζαχαριάδη.
Ήταν η αρχή ενός ανηλεούς αντικομμουνιστικού αγώνα ο οποίος, ίσως εάν δεν είχε μεσολαβήσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, να είχε οδηγήσει το ΚΚΕ στον αφανισμό.
Οι συλλήψεις και οι εξορίες των αντιφρονούντων ήταν ένα καθημερινό φαινόμενο. Μερικά από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα οποία στάλθηκαν οι κομμουνιστές ήταν: Η Ανάφη, η Γαύδος, ο Άη Στράτης, το κάτεργο της Ακροναυπλίας, η Γυάρος, το Ιτζεδίν στα Χανιά, η Λέρος, η Ικαρία, η Αίγινα κ.α.
Μία μικρή ιδέα για το πώς η 4η Αυγούστου έβλεπε το κομμουνιστικό κίνημα, την παίρνουμε από τα όσα λέει ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης στο προλογικό του σημείωμα σε έκδοση της Εθνικής Εταιρείας με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο Κομμουνισμός στην Ελλάδα»: «Ο Κομμουνισμός ας μην αυταπατώμεθα, δεν εξαφανίζεται δια των συνήθων αστυνομικών μέσων και δια της υλικής επιβολής της κρατικής δυνάμεως. Διότι, ούτος δεν είναι απλώς και μόνον ένα κοινωνικό και οικονομικόν φαινόμενον, αλλά, προπαντώς, ένα ψυχικό νόσημα, το οποίο καταλαμβάνει κάθε άτομον, στερούμενον της δυνάμεως της αντιστάσεως και αυτενεργείας κατά του ανατροπέως και εκθεμελιωτού αυτού της κοινωνικής, πολιτικής και πνευματικής συγκροτήσεως της ζωής μας. Ως εκ τούτου, δε, ο Κομμουνισμός είναι ικανός να εμφολεύη παντού απαρατήρητος και να εξαπλώνεται ύπουλα μέσα εις τον Λαόν, χωρίς να δύναται κανείς να τον ξεχωρίσει, αν δεν γνωρίζει καλά τι εστί Κομμουνισμός».
Ο Ιωάννης Μεταξά με τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη (δεξιά)
Η εφευρετικότητα της μεταξικής δικτατορίας στο κυνήγι κατά του ΚΚΕ, δεν είχε όρια. Χαρακτηριστική είναι η έμπνευση του Μανιαδάκη, να ιδρύσει έναν ψεύτικο Ριζοσπάστη προκειμένου να διασπάσει την οργάνωση των έγκλειστων και των ελεύθερων κομμουνιστών. Τον ρόλο αυτό έπαιξε και η Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ η οποία ήταν υπό τον πλήρη έλεγχο των αρχών ασφαλείας. Με άλλα λόγια η 4η Αυγούστου δημιούργησε ένα δικό της ΚΚΕ, αλλά και έναν δικό της Ριζοσπάστη.
Η ιδεολογία και η διακυβέρνηση 4ης Αυγούστου
Ο Ιωάννης Μεταξάς οραματιζόταν ένα Νέο Κράτος. Στην Πολιτεία αυτήν οι Έλληνες θα ήταν όχι μόνο υπερήφανοι, αλλά γνώστες και άξιοι συνεχιστές του παρελθόντος τους.
Ωστόσο υπήρχε ένα βασικό πρόβλημα. Τόσο ο ίδιος ο Μεταξάς, όσο και η διακυβέρνησή του δεν είχαν λαϊκό έρεισμα. Εν αντιθέσει με την φασιστική Ιταλία και την ναζιστική Γερμανία, η δικτατορία στην Ελλάδα δεν επεβλήθη από ένα οργανωμένο κόμμα με λαϊκή αποδοχή.
Ο Ιωάννης Μεταξάς λοιπόν, αντί να φτάσει στην εξουσία διότι ήταν ένας «μεγάλος ηγέτης», έπρεπε ενώσω κατείχε την εξουσία να δημιουργήσει ένα τέτοιο προφίλ.
Έτσι ο Μεταξάς δημιούργησε για αυτόν τον λόγο, έναν μηχανισμό κρατικής ασφάλειας, λογοκρισίας, και υπηρεσιών ασφαλείας. Όλες αυτές οι κινήσεις απέβλεπαν στο να ασκείται έλεγχος από το καθεστώς στους εκπαιδευτικούς, στους καλλιτεχνικούς, ενημερωτικούς αλλά και πολιτιστικούς θεσμούς της χώρας. Αυτό ήταν η 4η Αυγούστου, ένα αστυνομοκρατούμενο κράτος.
Ο Μεταξάς είχε ένα όνειρο. Το Νέο Κράτος το οποίο θα αποτελούσε τον «Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό», έπρεπε να κατοικείται από Έλληνες οι οποίοι θα είναι κατά βάσιν ένα έθνος με στρατιωτική πειθαρχεία, αποτελώντας μία κοινωνία αντίστοιχη της αρχαίας Σπάρτης. Ο ίδιος πάντως θαύμαζε την πειθαρχεία και την εργατικότητα που είχαν οι Γερμανοί, κυρίως επί Εθνικοσοσιαλισμού. Προκειμένου όμως να το επιτύχει αυτό, οι Έλληνες έπρεπε να έχουν ένα πρότυπο, τον ίδιο.
Έτσι προσέδωσε στο πρόσωπό του, χαρακτηριστικά τα οποία θα τον έκαναν προσφιλή στον λαό. Ο Ιωάννης Μεταξάς έγινε «Πρώτος Αγρότης», «Πρώτος Εργάτης» και γενικά προσπάθησε με κάθε τρόπο να μην είναι μακρυά από τον ίδιο του τον λαό, αλλά να διατηρεί κιόλας και όλα τα απαραίτητα στοιχεία που θα τον έκαναν άξιο ηγτέτη της χώρας αυτής. Επίσης προχώρησε σε φιλολαϊκά μέτρα όπως την θέσπιση της 8ωρης εργασίας, την δημιουργία του ΙΚΑ (η οποία είχε πάντως αποφασιστεί πριν από μερικά χρόνια), καθώς και την κατοχύρωση της 15ημερης άδειας.
Αναφορικά με το «εθνικό δόγμα», πίστευε πως η Μεγάλη Ιδέα όπως είχε εφαρμοστεί, ήταν λάθος. Θεωρούσε πως, δεν έπρεπε να υλοποιηθεί υπό το πρίσμα του Βυζαντίου, της εξάπλωσης δηλαδή του ελληνικού κράτους στις περιοχές οι οποίες αποτελούσαν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αντιθέτως πίστευε στην Μεγάλη Ιδέα, υπό το πρίσμα της αρχαιότητας.
Στο τελευταίο άρθρο που αντάλλαξε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο μέσα από την εφημερίδα Καθημερινή, στις 23/1/1935, γράφει χαρακτηριστικά πως «Εδώ είναι το σφάλμα. Δεν κατέπεσεν η Μεγάλη Ιδέα. Κατέπεσεν η προσπάθεια προς πραγματοποίησιν αυτής υπό εδαφικήν μορφήν. Κατέπεσε η Ελληνοβυζαντινή αντίληψις αυτής. Δεν κατέπεσεν όμως η αρχαία αντίληψις αυτής, η αντίληψις της κυριαρχίας του Ελληνισμού, όπου ευρίσκεται και δρα... Αλλά τότε ποία θα είναι η ενότης ενός τοιούτου Ελληνισμού; Ο πολιτισμός του!».
Αυτή ήταν η στροφή που ήθελε να κάνει ο Μεταξάς. Δεν ήθελε να επεκτείνει τα σύνορα του ελληνικού κράτους. Αντιθέτως ήθελε κατά κάποιο τρόπο να μπορεί να δράσει ξανά ο Έλληνας εκτός συνόρων και στα γειτονικά κράτη, αναβιώνοντας τις ελληνικές κοινότητες του παρελθόντος. Μία θεωρία την οποία υποστήριζαν γενικότερα οι πολέμιοι της Μεγάλης Ιδέας, όπως ο Ίων Δραγούμης.
Αυτός ήταν και ο λόγος που το καθεστώς της 4ης Αυγούστου προσπάθησε όντως να δημιουργήσει πολιτισμό, είτε με το να ενθαρρύνει να ανεβαίνουν παραστάσεις σε όλο και περισσότερα θέατρα, είτε με το να δημιουργεί κινηματογραφικές ταινίες, δαπανώντας μεγάλα ποσά στον εξοπλισμό της νέας αυτής τεχνολογίας.
Δεν μπορούσε όμως από το πουθενά να προχωρήσει προς το Νέο Κράτος ο Μεταξάς. Έπρεπε να δημιουργηθεί η λαϊκή βάση η οποία θα συνέχιζε το έργο του και μετά από αυτόν. Με άλλα λόγια έπρεπε να γαλουχήσει τις νέες γενιές με τις ιδέες του καθεστώτος. Αυτό θα γινόταν μόνο με έναν τρόπο. Με την οργάνωση των νέων. Έτσι αποφάσισε να δημιουργήσει την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας.
Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ)
Η σύσταση της ΕΟΝ ήταν ένα προσωπικό στοίχημα του Ιωάννη Μεταξά η οποία -σε επίπεδο αριθμών τουλάχιστον- τον έκανε υπερήφανο. Ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1936 και έκανε τις πρώτες της «δειλές» εμφανίσεις στην Πάτρα και τους Γαργαλιάνους. Τον Οκτώβριο του 1937 εμφανίζεται ενώπιον του Μεταξά και έναν μήνα αργότερα στις 7 Νοεμβρίου εμφανίζεται επισήμως στην Πάτρα. Η ημερομηνία αυτή ορίστηκε και η επέτειος η οποία θα εορταζόταν κάθε χρόνο.
Ο ιδρυτικός νόμος της οργάνωσης έλεγε ρητά πως: «Η επωφελής διάθεσις του ελευθέρου από της εργασίας ή των σπουδών χρόνου των νέων προς προαγωγήν της σωματικής και πνευματικής καταστάσεως αυτών, ανάπτυξιν του εθνικού φρονήματος και της πίστεως προς την θρησκείαν, δημιουργία πνεύματος συνεργασίας και κοινωνικής αλληλλεγγύης και έγκαιρον επαγγελματικόν προσανατολισμόν εκάστου αναλόγως προς τας φυσικάς ιδιότητας αυτού».
Η ΕΟΝ κατά κάποιο τρόπο συνεπικουρούσε στον ρόλο της εκπαίδευσης ωστόσο ο Μεταξάς προτίμησε να δημιουργήσει έναν καθ' ολοκληρίαν νέο θεσμό αντί να στηριχθεί στον ήδη υπάρχοντα κρατικό-εκπαιδευτικό μηχανισμό. Ο λόγος ήταν απλός. Δεν μπορούσε να υπάρχει εκτεταμένος έλεγχος, του τι έλεγαν και τι έπρατταν οι δάσκαλοι εντός των αιθουσών. Αντιθέτως όλη η δομή της οργάνωσης που είχε μόλις στηθεί, μπορούσε να στελεχώνεται από έμπιστα άτομα.
Η ΕΟΝ εξυπηρετούσε και έναν άλλον σκοπό πέραν της «εμφύτευσης» της ιδεολογίας του καθεστώτος. Έναν σκοπό ο οποίος ακόμη και από τους πολέμιους τη μεταξικής ιδεολογίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Την εποχή εκείνη μόλις το 1/10 των παιδιών συνέχιζε στην μέση εκπαίδευση. Έτσι το κράτος έπαυε να έχει επαφή με το μεγαλύτερο μέρος της νεολαίας μετά τα 13 έτη. Εντάσσοντας τους νέους αυτούς σε «Επαγγελματικές Σχολές», αποκτούσαν πρακτικές γνώσεις. Μερικές από αυτές τις σχολές ήταν τα «Γεωργικά Σχολεία», τα «Πρακτικά Γεωργικά Σχολεία», οι «Σχολικοί Κήποι» και τα «Ορφανοτροφεία». Η ψυχαγωγία ήταν επίσης σημαντικό κομμάτι, έτσι δημιουργήθηκαν η «Εργατική Εστία», και τα «Αθλητικά Γήπεδα».
Η ένταξη στην ΕΟΝ ήταν προαιρετική και τον Αύγουστο του 1940 τα μέλη αριθμούσαν 1.200.000, ένας αριθμός πραγματικά μεγάλος για τα δεδομένα ζωής της οργάνωσης. Όλοι οι νέοι, κορίτσια και αγόρια, ηλικίας 8 έως 25 ετών μπορούσαν να συμμετάσχουν.
Πόσο προαιρετική ήταν όμως η «στράτευση»; Θεωρητικά ήταν, όμως υπήρχαν αντικίνητρα σε περίπτωση που ήθελες να μην ενταχθείς. Οι ΕΟΝίτες είχαν εκπτώσεις στα ΜΜΜ, στα εισιτήρια στον κινηματογράφο και στα θέατρα μέχρι και προτεραιότητα στους διορισμούς. Όσοι δεν ήταν ωστόσο μέλη της ΕΟΝ, πέραν του ότι έμπαιναν αυτομάτως στο «μάτι» του καθεστώτος βίωναν κατά κάποιο τρόπο έναν κοινωνικό αποκλεισμό. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Πανεπιστημίου Αθηνών το οποίο δεν επέτρεπε στους μη ΕΟΝίτες να συμμετέχουν στα συσσίτια.
Σημαντικό κομμάτι της οργάνωσης ήταν οι εκδηλώσεις, με συγκεντρώσεις, παρελάσεις αλλά και τελετουργικά. Ο Μεταξάς απέφευγε σε κάθε ευκαιρία να συγκρίνει τόσο το καθεστώς του, με το φασιστικό και το ναζιστικό, της Ιταλίας και της Γερμανίας αντίστοιχα, και το ίδιο ακριβώς έκανε και με την ΕΟΝ. Η ανύψωση του δεξιού χεριού λίγο πάνω από τον ώμο δεν ήταν ένας φασιστικός χαιρετισμός αλλά ένας «αρχαιοελληνικός». Η οργάνωση αυτή κάθε αυτή, ήταν δομημένη -σύμφωνα με το καθεστώς- κάτω από τα αρχαία σπαρτιατικά πρότυπα και όχι στα πρότυπα της ναζιστικής «Hitlerjugend» και των ιταλικών «Opera Nazionale Balilla» και «Gioventu Italiana del Littorio».
Ωστόσο το αποτέλεσμα της σύγκρισης ήταν μάλλον απογοητευτικό καθώς τόσο οι παρελάσεις, οι στολές και οι τελετές της ΕΟΝ ήταν κατά πολύ υποδεέστερες των προαναφερθέντων οργανώσεων. Χαρακτηριστική είναι η άποψη του Βρετανού πρέσβη που είχε παρευρεθεί σε τέτοια τελετή: «Η ΕΟΝ με τους φαλαγγίτες της, τα γυμνάσια και τις παρελάσεις, τις στολές της, τις σημαίες και τις μπάντες, δεν έχει σημειώσει επιτυχία... Οι εκκλήσεις στο συναίσθημα ήταν άσχημα σταθμισμένες, οι ομιλίες και οι παρελάσεις είχαν σχεδιασθεί χωρίς φαντασία, και οι μαθητές και οι φοιτητές έτειναν να την θεωρούν άχρηστο και δυσάρεστο μπελά. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς τίποτε λιγότερο ταιριαστό με το ελληνικό πνεύμα». [Γιάννης Ανδρικόπουλος, Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού, Αθήνα 1977].
Ο απολογισμός του καθεστώτος
Η 4η Αυγούστου ήταν μία εκτροπή από τον δρόμο της Δημοκρατίας. Ο Ιωάννης Μεταξάς προσπάθησε να κάνει τα πάντα προκειμένου να αποκτήσει τα λαϊκά ερείσματα τα οποία δεν είχε. Αυτός ήταν και ο ρόλος της ΕΟΝ.
Προφανώς όμως δεν πέτυχε να εμφυσίσει στους Έλληνες την ιδεολογία του. Αυτό φάνηκε τόσο από την αθόρυβη διάλυση της ΕΟΝ αμέσως μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, όσο και από την απουσία άξιων πολιτικών συνεχιστών της 4ης Αυγούστου αμέσως μετά την απελευθέρωση.
Πάντως ακόμη και εάν μέχρι σήμερα το ερώτημα εάν το «Όχι» ήταν προσωπική απόφαση του Ιωάννη Μεταξά, ή αποτέλεσμα πίεσης από την κοινή γνώμη, η 4η Αυγούστου, πέτυχε κάτι που είναι αμφίβολο εάν θα το είχαν πετύχει οι δημοκρατικές δυνάμεις της εποχής, οι οποίες ασχολούνταν κατά κύριο λόγο με τις πολιτικές αψιμαχίες, και όχι με τα πραγματικά και πολλά προβλήματα της χώρας. Η προπαρασκευή της Ελλάδας για τον επικείμενο πόλεμο, ήταν ένα αδιαμφισβήτητο επίτευγμα της 4ης Αυγούστου. Μία προπαρασκευή η οποία βοήθησε τους Έλληνες να διαγράψουν νέες ηρωικές σελίδες στην Ιστορία.
Ήταν η δικτατορία του Μεταξά ένα καθαρά φασιστικό καθεστώς;
Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό. Πόσο μάλλον, όταν εκατοντάδες έως και χιλιάδες άνθρωποι και οι οικογένειές τους υπέφεραν από τις διώξεις που εξαπέλυσε η δικτατορία του Μεταξά. Θεωρητικά και πρακτικά είχε όλα τα «φόντα» για να χαρακτηρισθεί ως φασιστικό καθεστώς. Αυτό συμβαίνει διότι δεν υπάρχουν μόνο πολλές ομοιότητες, αλλά και πολλές διαφορές, με το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς της Γερμανίας και το φασιστικό της Ιταλίας.
- Το ύψωμα του δεξιού χεριού λίγο πάνω από τον ώμο
- Η εθνοπατριωτική και εθνικιστική ρητορεία
- Ο αντικομμουνισμός και οι διώξεις σε αντιφρονούντες
- Η αστυνομοκρατία
- Η λογοκρισία και η απαγόρευση της ελεύθερης έκφρασης γενικότερα
- Οι αδιαμφισβήτητα εμπνευσμένες από τον φασισμό τελετές και παρελάσεις
- Ο απολυταρχικός χαρακτήρας
- Η αντιδημοκρατική ρητορεία
- Η οργάνωση της Νεολαίας
Όλα αυτά μετατρέπουν αυτομάτως το καθεστώς σε φασιστικό. Κάτι τέτοιο όπως τυπικά αμφισβητείται, καθώς ορισμένες λεπτομέρειες κάνουν την 4η Αυγούστου ένα φασιστικού τύπου καθεστώς.
- Σημαντικό ρόλο είχε η Αστυνομία και όχι ο Στρατός ο οποίος δεν μετείχε στην εξουσία
- Στην Ελλάδα δεν υπήρχαν φασίστες διανοούμενοι να στηρίξουν το «Νέο Κράτος»
- Το καθεστώς δεν επεβλήθη από ένα κόμμα με λαϊκή βάση όπως έγινε στην Ιταλία και την Γερμανία
- Παρά την προσπάθεια διάδοσης του εθνικισμού, δεν καλλιεργήθηκε ο επεκτατισμός και ο αλυτρωτισμός
- Δεν καλλιεργήθηκε ο φυλετισμός-ρατσισμός
Ο Κωνσταντίνος Σαράντης στην μελέτη του «Η ιδεολογία και ο πολιτικός χαρακτήρας του καθεστώτος του Ιωάννου Μεταξά» στην συλλογική έκδοση, με επιμέλεια Θάνου Βερέμη, και τίτλο «ο Μεταξάς και η εποχή του», λέει: «Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν συγκέντρωνε τα απαραίτητα αποφασιστικά χαρακτηριστικά που θα το έθεταν χωρίς αμφιβολία στην ίδια κατηγορία με τα δυτικοευρωπαϊκά φασιστικά και εθνικοσοσιαλιστικά κράτη, όποιες και αν ήταν οι εμφανείς ομοιότητες και σχέσεις με αυτά».
Μάλιστα ο ίδιος ο Ιωάννης Μεταξάς έχει πει πως η Ελλάδα έγινε ένα Κράτος αντικομουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό, Κράτος με βάση αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό χωρίς κόμμα ιδιαίτερο να κυβερνά. Κάπως έτσι χαρακτήριζε ο δικτάτωρ το Νέο Κράτος.
Από την 4η Αυγούστου στην Χούντα του '67 και την Χρυσή Αυγή
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, δεν υπήρξε πολιτική συνέχεια του καθεστώτος, ενώ διαλύθηκε σιωπηλά και η ΕΟΝ. Ωστόσο η εθνικιστικές θέσεις της 4ης Αυγούστου, έγιναν κτήμα της μεταπολεμικής ακροδεξιάς.
Χαρακτηριστική είναι η «συγγένεια» της Χούντας των συνταγματαρχών με την δικτατορία του Μεταξά. Η πλειοψηφία των υψηλόβαθμων στρατιωτικών της δικτατορίας είχε αποφοιτήσει από τις στρατιωτικές σχολές κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης της 4ης Αυγούστου.
Η 21η Απριλίου είχε δανειστεί πολλά χαρακτηριστικά από την 4η Αυγούστου. Σφοδρός αντικομμουνισμός, αντικοινοβουλευτική ρητορεία, τελετές και παρελάσεις φασιστικού τύπου, εθνικισμός και πολλές άλλες πρακτικές μόνο ως δημοκρατικές δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν.
Ωστόσο η Χούντα διήρκεσε επτά έτη με αποτέλεσμα και αυτή να μην καταφέρει να εμφυσήσει τις ιδέες της σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Ωστόσο η ιδεολογία αυτή δεν πέρασε στην «λήθη».
Συνεχιστές της Χούντας υπήρξαν οι μικρές ακροδεξιές οργανώσεις και κόμματα που δημιουργήθηκαν κατά καιρούς μετά το 1974. Μέσα σε αυτές ήταν και η Χρυσή Αυγή η οποία σήμερα εκπροσωπείται με 18 βουλευτές στην ελληνική Βουλή.
Η ίδια η Χρυσή Αυγή υποστηρίζει πως αποτελεί ένα «λαϊκό εθνικιστικό κίνημα», ενώ υπεραμύνεται της ιστορικής αποκατάστασης του Ιωάννη Μεταξά και της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Βασικά επιχειρήματά της είναι τα φιλολαϊκά μέτρα που έλαβε το καθεστώς και η ηρωική αντίσταση στους Ιταλούς.