Πάνω σε έναν κάποιο πλανήτη, ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλους εκατομμυρίων άλλων γαλαξιών, που ξεχύθηκε τυχαία στο σύμπαν, προέκυψε κάποτε εξίσου τυχαία ένα είδος έμβιου, του οποίου η βιολογική οργάνωση, σε συνδυασμό με την υψηλή ικανότητα των μελών του να οργανώνονται σε κοινωνικά σύνολα και να συντονίζονται συμπεριφορικά, του επέτρεψε να αναπτύξει συμβολικούς κώδικες επικοινωνίας, ολοένα πιο εκλεπτυσμένους, που οδήγησαν στη διαμόρφωση των φυσικών γλωσσών.
Γράμματα, φωνήματα, λεξήματα, λέξεις, προτάσεις, φράσεις... Ας μην αντεπιχειρηματολογήσουμε πάνω στο τεράστιο ζήτημα περί της καταγωγής των γλωσσών. Δεν αρμόζει στον περιορισμένο χώρο ενός δημοσιογραφικού άρθρου. Άλλωστε, οι απόψεις ποικίλουν, όπως και οι ιστοριο-γλωσσολογικές θεωρητικές γραμμές και σχολές. Πολλά μπορούν να ειπωθούν κι άλλα τόσα να αποτελέσουν αντικείμενο ατέρμονων διαμαχών.
Ένα είναι σίγουρο: υπάρχουν στον κόσμο πολλές γλώσσες που προσδιορίζουν εξίσου ποικιλόμορφους τρόπους του υπάρχειν, του σκέπτεσθαι, του αισθάνεσθαι, του αντιλαμβάνεσθαι και, άρα, πολλαπλές πραγματικότητες. Όπως επίσης σίγουρο είναι ότι τα γλωσσικά συστήματα δεν είναι απλά άυλα σύνολα ήχων ή άψυχων έγγραφων σημαδιών, αλλά υλικά συμβολικά συστήματα, εγκυστωμένα στις εγκεφαλικές δομές του ανθρώπινου νοητικού μηχανισμού.
Με άλλα λόγια, οι γλώσσες δεν είναι απλά όργανα ή εργαλεία περιγραφής της πραγματικότητας, αλλά παράγοντες διαμόρφωσης αυτής. Ας μην αναφερθούμε στις εργασίες κορυφαίων επιστημόνων πάνω στην ψυχο-διανοητική και συναισθηματική ανάπτυξη του ατόμου, οι οποίες συνδέουν άμεσα την αντίληψη και χαρτογράφηση του περιβάλλοντος κόσμου και αυτού που γενικά ονομάζουμε «πραγματικότητα» με την ενσωμάτωση της γλώσσας κατά τους πρώτους μήνες και τα πρώτα χρόνια μετά τη γέννηση μας.
Η γλώσσα όμως δεν ευθύνεται μονάχα γι' αυτό, αλλά σε μεγάλο βαθμό και για τη συγκρότηση ημών των ιδίων ως υποκειμένων: η γλώσσα δεν είναι κάτι έμφυτο και εσωτερικό, αλλά κάτι ξένο και εξωτερικό που εισβάλλει στο έμβιο και το οργανώνει ως υποκείμενο και άτομο.
Είμαστε κυριολεκτικά παιδιά της γλώσσας, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από αυτόν που φανταζόμαστε: δεν μιλάμε τη γλώσσα, αλλά η γλώσσα μας μιλάει, μας προσδιορίζει, μας τοποθετεί μέσα στη συμβολική τάξη, στο βαθμό που μας βοηθά να διακρίνουμε τα πράγματα το ένα από το άλλο και να τα ονοματίζουμε, αλλά και στο βαθμό που διακρίνει κι εμάς τους ίδιους από τις άλλες μονάδες της συμβολικής τάξης:
«Εσύ» είσαι «εσύ» στο βαθμό που δεν είσαι «εγώ» κι «εγώ» είμαι «εγώ» στο βαθμό που δεν είμαι εσύ, ενώ την ίδια στιγμή και οι δύο έχουμε ένα «εγώ», δηλαδή μια θέση στη συμβολική τάξη, τα οποία διαφοροποιούνται μέσα στο ίδιο όμως σύστημα που είναι εκείνο της γλωσσικά δομημένης συμβολικής τάξης – οικογενειακής, κοινωνικής, σχολικής, στρατιωτικής, εργασιακής κ.ο.κ.
Ομοίως, το τραπέζι είναι τραπέζι στο βαθμό που δεν είναι καρέκλα και η καρέκλα είναι καρέκλα στο βαθμό που δεν είναι τραπέζι. Η γλώσσα είναι ένα δυαδικό σύστημα, το οποίο βάζει τάξη, μέσω της παραγωγής διακρίσεων, στο χάος του κόσμου που μας περιβάλλει εξωτερικά και εσωτερικά. Παράγει νησίδες τάξης στο χάος των εξωτερικών και εξωτερικών παραστάσεων. Γεννά μορφές. Είναι δηλαδή κατ' ουσίαν ποίηση. Ποιεί τον κόσμο κι εμάς τους ίδιους. Καθορίζει και αποδίδει ταυτότητες. Χτίζει κόσμους. Όπως τους γκρεμίζει κιόλας.
Αυτός ο δομικός χαρακτήρας της γλώσσας ως δυαδικού συστήματος είναι κοινός σε όλες σχεδόν τις γλώσσες που μιλιούνται σε όλο τον κόσμο, με πολλές βέβαια μείζονες ή ελάσσονες διαφοροποιήσεις, τις οποίες σίγουρα πολλοί αναγνώστες θα σπεύσουν ενδεχομένως να καταθέσουν και δικαίως.
Από τη στιγμή όμως που κάθε γλώσσα, η οποία μιλιέται πάνω σε αυτόν τον πλανήτη, αυτό που κάνει είναι να αποδίδει ένα γλωσσικό σημείο ή ένα σύνολο γλωσσικών σημείων σε ένα πράγμα ή σε ένα σύμπλεγμα πραγμάτων, από τη στιγμή δηλαδή που λειτουργεί προσδιοριστικά, διαχωρίζοντας τα πράγματα, διακρίνοντάς τα και καθορίζοντάς τα, οργανώνοντας το πεδίο της εμπειρίας, αυτό σημαίνει ότι οι γλώσσες παγκοσμίως είναι δυαδικά συστήματα.
Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι οι γλώσσες δεν διαφοροποιούνται η μία από την άλλη: η καθεμιά διαθέτει άλλα σημαίνοντα κι άλλους ήχους για να προσδιορίσει τα πράγματα, διαφορετικές λέξεις και διαφορετικούς γραμματο-συντακτικούς κανόνες που την κάνουν να είναι αυτό που είναι, καθιστώντας την μοναδική. Άλλη λέξη έχουν οι Άγγλοι για να προσδιορίσουν το αυτοκίνητο, άλλη οι Κινέζοι κι άλλη οι Έλληνες, έστω κι αν μερικές φορές κάποια ξένη λέξη ανάγεται ετυμολογικά σε μία άλλη λέξη μιας άλλης γλώσσας.
Οι γλώσσες είναι όμοιες στο βαθμό που διαφέρουν και διαφορετικές στο βαθμό που ομοιάζουν.
Και φτάνουμε στο προκείμενο και, πιο συγκεκριμένα, στη διαμάχη που έχει ξεσπάσει για την απειλούμενη κατάσταση της ελληνικής γλώσσας:
Η γλώσσα μας, όπως και κάθε άλλη γλώσσα πάνω στον κόσμο, είναι μεν ένα άκαμπτο σύστημα, μια στέρεη δομή, ένας σκελετός, εντός του οποίου όμως λαμβάνουν χώρα απρόβλεπτα συμβάντα που την εμπλουτίζουν και τη μεταλλάσσουν μέσα στο χρόνο. Η γλώσσα είναι την ίδια στιγμή διαχρονική και συγχρονική. Είναι ίδια και την ίδια στιγμή μεταμορφώνεται συνέχεια, ενσωματώνοντας διαρκώς νέα στοιχεία που επιφέρουν μία ποικιλία ετερομορφισμών στον κύριο λεξικο-γραμματο-συντακτικό σκελετό της.
Αυτό συμβαίνει γιατί πολύ απλά, πέρα από άκαμπτο στο χρόνο σύστημα, η γλώσσα είναι επίσης ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται στο χρόνο, δεξαμενή νέων σημασιών, νοημάτων, λεξικών μορφωμάτων, ήχων και δομικών στοιχείων που έρχονται να αφομοιωθούν στο ήδη υπάρχον πλαίσιο.
Συνεπώς, μία γλώσσα είναι και παραμένει ζωντανή στο μέτρο που είναι επιδεχόμενη συνεχών μολύνσεων που την επιστρέφουν στον εαυτό της ως διαφορετική κάθε φορά.
Αυτό που κάνει μία γλώσσα δημιουργική και άξια να λέγεται «γλώσσα» δεν είναι η προσκόλληση στις αρχαίες ή αρχαιοπρεπείς μορφές της, η θέληση να συντηρηθεί ανόθευτη, αλλά η ικανότητα των ανθρώπινων συνόλων που τη μιλάνε να την αναδιαπραγματεύονται διαρκώς, να αναδιατάσσουν το ήδη υπάρχον υλικό της, να την αναμοχλεύουν, παράγοντας νέα νοήματα, νέες σημασίες, νεολογισμούς, κοινώς ΣΚΕΨΗ.
Εκείνοι οι παράγοντες που διατηρούν το μεγαλείο και τον πλούτο μιας γλώσσας, εν προκειμένω της ελληνικής, δεν είναι αυτοί που μάχονται κατά της λατινοποίησής της και της αρπαγής των φωνηέντων της, ούτε οι άλλοι που στέκονται αδιάφοροι, αλλά α) αυτοί που «σκέπτονται» και «δουλεύουν» ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ με τη γλώσσα (οι καθημερινοί άνθρωποι που τρέφουν αδιάλειπτα τη σκέψη τους υπό οποιεσδήποτε συνθήκες κρίσης ή μη, οι λογοτέχνες, οι ποιητές, οι επιστήμονες), καθώς και β) οι δίαυλοι επικοινωνίας που αναλαμβάνουν να την κοινωνήσουν στις ευρύτερες μάζες (η τηλεόραση, ο τύπος, το διαδίκτυο, το ραδιόφωνο, το σχολείο, το πανεπιστήμιο), κοντολογίς οι δίαυλοι μαζικής διοχέτευσης της γλώσσας και της γνώσης, οι οποίοι – πλην ορισμένων λαμπρών εξαιρέσεων – πόρρω απέχουν από αυτό που ονομάζεται «σκέψη», άρα και «γλώσσα».
Αυτοί είναι οι αιμοδότες ή οι υπονομευτές της γλώσσας.
Εξ ου και η μαζική αφασία ενός έθνους που αντί να μιλάει κραυγάζει...