Ο Γιώργης Χριστοδούλου είναι συνθέτης, τραγουδιστής, ηθοποιός, με μεγάλη εμπειρία στη μουσική για το θέατρο, στις μουσικές σκηνές της Αθήνας και με συναυλίες σε ολόκληρη την Ελλάδα και την Κύπρο, σε θέατρα και εκκλησίες στην Καταλονία και τη Μαγιόρκα. Πρόσφατα επιχείρησε να κάνει ένα διεθνές άνοιγμα δισκογραφικά και τα κατάφερε. Κυκλοφόρησε μόλις ένα δίσκο στην Ελλάδα και την Ισπανία με συμμετοχές πολύ αξιόλογων μουσικών από ολόκληρη την Ευρώπη και ετοιμάζεται για ζωντανές εμφανίσεις στη Γαλλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το Flaneur είναι ένας ποπ δίσκος φτιαγμένος αποκλειστικά από ακουστικά όργανα, με όμορφες μελωδίες και στοιχεία jazz και παραδοσιακών μουσικών, έργο ενός «επαγγελματία σουλατσαδόρου» που είναι εξαιρετικά συμπαθής και πολύ καλός συνομιλητής…
Φωτο: Freddie F.
Πες μου μερικά πράγματα για σένα. Είσαι παιδί της πόλης;
Κατάγομαι από την Αλεξάνδρεια, μεγάλωσα όμως στο κέντρο της Αθήνας, στη γειτονιά κάτω απ’ την Ακρόπολη -στην οδό Ερεχθείου- που είναι το σπίτι της γιαγιάς μου. Παιδί της πόλης ναι, κι έμαθα από πολύ νωρίς να μην έχω χωριό όπως τα άλλα παιδιά, γιατί οι γονείς μου δεν ήταν από δω. Δεν είχα πουθενά να πάω Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρια και ζήλευα τους συμμαθητές μου επειδή αυτοί πήγαιναν διακοπές κι εγώ έμενα πάντα στην Αθήνα. Βέβαια, λίγο καιρό αργότερα οι γονείς μου χώρισαν και έμαθα να μην έχω ούτε σπίτι. Ήμουν μεταξύ της μιας γιαγιάς, της άλλης γιαγιάς, στον πατέρα μου, στη μάνα μου, στη θεία μου κι όταν έγινα 11 αποφάσισαν ότι δεν πάει άλλο. Επειδή είχαν ξαναπαντρευτεί, είχαν ξαναφτιάξει τις ζωές τους, είχαν κάνει και παιδιά με πήγαν εσωτερικό στα Ανάβρυτα, στο οικοτροφείο. Και έβγαινα τα Σαββατοκύριακα. Θυμάμαι είχα διαγώνισμα τη Δευτέρα το πρωί και δεν ήξερα σε ποιο σπίτι βρισκόταν το βιβλίο. Επειδή δεν μου άρεσε να διαβάζω -ήμουν ο χειρότερος μαθητής- άφηνα όλα μου τα βιβλία κάτω απ’ το θρανίο και κρατούσα ένα τετράδιο με σημειώσεις. Έτσι έμαθα να είμαι παντού.
Έγινες αυτόνομος από νωρίς;
Από τα 17 μου. Έφυγα από το σπίτι, αποφάσισα να μείνω μόνος μου, έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη Δραματική Σχολή. Μετά, επειδή έπρεπε να ζω κάπως, άρχισα να παίζω σε παραστάσεις. Με έπαιρναν επειδή τραγουδούσα. Είχα αυτό το προτέρημα που βοηθούσε.
Η εμφάνιση δεν έπαιζε ρόλο;
Η εμφάνιση κάποιες φορές σου ανοίγει δρόμο και κάποιες σου κλείνει. Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν λίγο άβολα μ’ αυτό. Σε καμιά περίπτωση δεν λέω ότι είμαι ωραίος, βλέπω όμως ότι κάποιοι άνθρωποι δεν νιώθουν καλά με την ομορφιά. Άρχισα να δουλεύω στο θέατρο για να μπορώ να πληρώνω τη σχολή και να ζω μόνος μου. Έπαιρνα τότε το βασικό μισθό, 163 χιλιάδες δραχμές στη Βουγιουκλάκη.
Η πρώτη σου παράσταση ποια ήταν;
Ήταν ο Μισάνθρωπος στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Γιάννη Ιορδανίδη με τη Σμαράγδα Σμυρναίου. Έκανα ένα παιδάκι που το είχε η Σμαράγδα στο μπουντουάρ σαν αγγελάκι, τον υπηρέτη της. Ήμουν ακόμα μωρό, δεν είχα τελειώσει το σχολείο. Η πρώτη μου δουλειά ήταν με την Αρλέτα στο «Μπαρ το ναυάγιο», γράφει μάλιστα πάνω στο δίσκο δίπλα στο όνομά μου «μαθητής».
Με την Αρλέτα πώς γνωρίστηκες;
Ήμουν φαν της όταν ήμουν πιτσιρίκος. Την άκουγα σαν τρελός, ήξερα όλα τα τραγούδια της απ’ έξω και ανακατωτά. Ήξερα τα πάντα για αυτή χωρίς να με ξέρει. Μια μέρα βρήκα το τηλέφωνό της και της τηλεφώνησα. Πριν από αυτό είχα πάει σε μια συναυλία που είχε κάνει στο Λυκαβηττό, πέρασα από το καμαρίνι της και μου έφτιαξε ένα αυτόγραφο. Θυμάμαι είχε ζωγραφίσει πάνω στη φωτογραφία. Αυτό το αυτόγραφο το είχα κολλήσει πάνω στην ντουλάπα μου στα αποδυτήρια και το θεωρούσα το πιο όμορφο πράγμα που μπορούσα να έχω. Ήταν το πιο σταθερό πράγμα που είχα.
Τι έβρισκε ένα μικρό παιδάκι στην Αρλέτα;
Με ανακούφιζε η φωνή της, ο τρόπος που τραγουδούσε, μου άρεσαν πολύ κάποια τραγούδια της. Δεν περνούσα καλά τότε, είχα διάφορα θέματα. Μπήκα στο οικοτροφείο χωρίς κανένα κόμπλεξ και βγήκα με όλα τα κόμπλεξ που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Και τότε ήταν που την άκουγα πιο πολύ, στην εφηβεία μου… Έκανα μεγάλο αγώνα να αποβάλλω αυτά τα κόμπλεξ και νομίζω ότι έχω αποβάλλει τα περισσότερα. Το πρώτο πράγμα που με βοήθησε σ’ αυτό ήταν η μουσική, είτε την έφτιαχνα εγώ είτε την άκουγα από την Αρλέτα και τη Λένα Πλάτωνος. Εκείνη την εποχή ήταν το πιο ισχυρό μου όπλο σε αυτό το άσχημο πράγμα που μου συνέβαινε.
Σε όσους δεν την ξέρουν δίνει την εντύπωση ότι είναι δύσκολος άνθρωπος.
Δεν θα έλεγα ότι είναι δύσκολος άνθρωπος η Αρλέτα, την ξέρω πολλά χρόνια. Είναι παράδοξος άνθρωπος. Είναι σκληρή απέναντι στον εαυτό της κι ένας άνθρωπος πολύπλευρος, αληθινή, ολοκληρωμένη καλλιτέχνης. Δηλαδή ζωγραφίζει, γράφει, με κάποιον τρόπο ασχολείται με όλα. Η Αρλέτα είναι ζωγράφος, είναι ποιήτρια, είναι πνευματικός άνθρωπος, είναι μουσικός, είναι ερμηνεύτρια, είναι απ’ όλα. Όπως ήταν ο Γκένσμπουργκ, ο Ζενέ, τέτοιου βεληνεκούς είναι για μένα. Νιώθω ότι αυτή η γνωριμία κι αυτή η σχέση είναι από τα πιο όμορφα δώρα που μου έχει κάνει η ζωή. Οι συζητήσεις μαζί της με διαμόρφωσαν. Υπήρχε ένα γκρι τηλέφωνο στο διάδρομο του οικοτροφείου που έπαιρνε ένα τάλιρο και θυμάμαι μάζευα τάλιρα για να μπορώ να της τηλεφωνήσω. Με ένα τάλιρο μιλούσες για ώρες. Έβρισκα τις ώρες που δεν είχε ουρά το τηλέφωνο, της τηλεφωνούσα και μπορεί να μου μίλαγε και για τρεις ώρες. 5 με 8 το βράδυ. Τότε, για ένα 12χρονο παιδί ήταν κάτι που μου έκανε μεγάλο καλό. Αφιέρωνε τόσες ώρες απ’ τη ζωή της για να μιλάει με ένα πιτσιρίκι χωρίς να το ξέρει καθόλου. Το έκανε για κάποιον δικό της λόγο, μάλλον είχε αντιληφθεί ότι το χρειαζόμουν.
Με τη μουσική πότε ασχολήθηκες;
Από νωρίς. Είχα μια κιθάρα στο σχολείο και έπαιζα σε όλες τις γιορτές και οι καθηγητές με πέρναγαν χαριστικά. Δεν ήμουν καθόλου καλός μαθητής, αλλά έμαθα πολύ καλά ελληνικά, γι’ αυτό μπορώ να περηφανευτώ. Ήμουν σε ένα κλασικό λύκειο όπου έκανα επιλεκτική μάθηση, μάθαινα ό,τι με ενδιέφερε. Στην Ιστορία, για παράδειγμα, είχα 20. Και στα Νέα Ελληνικά. Σε όλα τα υπόλοιπα είχα 7 και 8 και με περνούσαν χαριστικά επειδή με συμπαθούσαν. Είχα πάντα μια αγάπη για τις γλώσσες. Για τα αγγλικά. Το είχα χάσει αυτό για χρόνια, αλλά το ξαναβρήκα όταν ξεκίνησα τα ισπανικά. Τώρα θέλω να ξεκινήσω καταλανικά.
Τα ισπανικά πώς τα επέλεξες;
Λόγω της αγάπης για τη γλώσσα, κατ’ αρχάς. Έγραφα τη μουσική για την Ορέστεια του Λιγνάδη στο Εθνικό και κάναμε διάλειμμα, όταν πέρασε από την Αγίου Κωνσταντίνου μια κοπέλα που ερχόταν στα live συχνά. Πήγαινε στο Θερβάντες, επειδή είχε μάθημα ισπανικών. Τη ρωτάω «πώς σου φαίνεται;» και μου λέει «εσύ αν ξεκινήσεις, θα τρελαθείς!». Κι έτσι έφυγα από την πρόβα και πήγα μαζί της και γράφτηκα την ίδια μέρα. Μάλιστα, έκανα και το πρώτο μάθημα. Από τότε, μέσα σε δύο χρόνια είχα αρχίσει να μιλάω και πέρσι πήρα και το δίπλωμά μου.
Και τραγουδάς και ισπανικά…
Ναι. Νομίζω ότι δεν θα το έκανα αν δεν ήξερα καλά τη γλώσσα, αν δεν είχα την αίσθησή της. Θέλω να τραγουδάω στην ίδια γλώσσα που μιλάω άνετα, σαν να ’μαι ντόπιος. Η ισπανική γλώσσα έχει πολύ λεπτές αποχρώσεις και χιούμορ και συλλαβισμό και τρέλα. Έτσι βγήκαν σιγά σιγά τα τραγούδια και με διευκολύνει το ότι ξέρω τη γλώσσα στις συναυλίες, στις συνεντεύξεις, στη φιλία και τη σχέση μου με τους μουσικούς. Η νοοτροπία εκεί είναι εντελώς διαφορετική απ ό,τι εδώ.
Ζεις εκεί;
Πηγαινοέρχομαι. Νοικιάζω ένα δωμάτιο στη Βαρκελώνη και πηγαινοέρχομαι όταν έχω χρόνο, γιατί προς το παρόν ζω από τα χρήματα που βγάζω εδώ.
Πώς ζεις;
Απ’ τα live, πιο πολύ όμως από τις μουσικές που γράφω για το θέατρο. Από αυτό επιβιώνω και πληρώνω τους λογαριασμούς μου. Έκανα κάποια πράγματα που ήταν πολύ εμπορικά. Το καλό με το θέατρο είναι ότι δεν εκτίθεσαι τόσο. Μπορεί να είναι κάτι εμπορικό, αλλά η μουσική είναι ένα ξέχωρο πράγμα, δεν σε περιορίζει, μπορείς να κάνεις πολύ όμορφα πράγματα.
Δεν σε αγγίζει και η κριτική.
Για ένα πράγμα που πληρώνει αρκετά καλά βρίσκω ένα πεδίο που με αφήνει ελεύθερο δημιουργικά.
Τι σημαίνει flaneur;
Αν το μεταφράσεις κυριολεκτικά σημαίνει «ο περιπλανώμενος».
Είναι και ο νέος όρος για τους χίψτερς. Το ήξερες;
Όχι! Μα είναι δύο αιώνων λέξη…
Είναι η πιο intellectual μορφή του χίψτερ.
Είναι τελείως τυχαίο. Την ίδια εποχή με το δίσκο μου βγήκε και το βιβλίο του Τατσόπουλου που είναι επίσης τυχαίο. Ο τίτλος του δίσκου είναι από το ομώνυμο κομμάτι που τον χαρακτηρίζει. Ο δίσκος αυτός έχει γραφτεί κυριολεκτικά στο δρόμο. Κι έχει να κάνει και με δρόμο πολύ γιατί έχει ήχους του δρόμου, απ’ τα καφέ της Βαρκελώνης μέχρι τα σοκάκια της. Έχει κοντά στο σπίτι μου, στην περιοχή του Ραβάλ, ένα δρόμο γεμάτο πουτάνες στον οποίο έμεναν πολλοί συγγραφείς και τον αναφέρουν στα βιβλία τους. Εκεί έμενε και το φοβερό βαμπίρ της Βαρκελώνης που το 1912 έκλεβε τα μικρά παιδιά και τα σκότωνε για να φτιάξει από τα εντόσθιά τους κρέμες και καλλυντικά για την καλή κοινωνία της Βαρκελώνης. Είχε βρεθεί και μια τρομερή λίστα που δεν δόθηκε ποτέ στη δημοσιότητα, με όλη την μπουρζουαζία της πόλης που τροφοδοτούσε με καλλυντικά. Έμενε στο νούμερο 29. Εκτός από αυτή την σκοτεινή πλευρά έχει και άλλες πολύ όμορφες. Έχει ένα καφέ που σε κάθε τραπέζι του έχει το όνομα της διασημότητας που σύχναζε εκεί: το αγαπημένο τραπέζι του Hemingway, του Ζενέ… Κατέβηκα μια μέρα με το mini disc και ηχογράφησα τους θορύβους του δρόμου κι από πάνω έγραψα το κομμάτι Flaneur (Carrer Joakin Costa). Μιλάνε κι οι στίχοι πολύ για τις περιπλανήσεις. Κι όταν ζήτησα από την Marthelene Gabon να γράψει στίχους της ζήτησα να γράψει για κάποιον που έχει άπλετο χρόνο για να περπατάει και να παρατηρεί. Μου έφτιαξε το κομμάτι και δεν έβαλε τίτλο. Σκεφτόμουν να το πω "le promeneur", δηλαδή «ο περιπατητής», αλλά το flaneur μου άρεσε πιο πολύ. Ο πιο ωραίος ορισμός που έχω διαβάσει είναι στο «Ζωγράφο της μοντέρνας ζωής» του Μποντλέρ: «Είναι ο άνθρωπος που παντρεύεται το πλήθος και του αρέσει να ορίζει τη ζωή του μέσα στην κίνηση, στο φευγαλέο και στο άπειρο». Ο flaneur είναι ένας περιπατητής μέσα στο αστικό τοπίο, όχι στη φύση.
Στο θέατρο τι θα ήθελες να παίξεις;
Νομίζω ότι δεν με παίρνει πια λόγω ηλικίας αυτό που θέλω πολύ. Είναι ένας πολύ συγκεκριμένος ρόλος σε ένα πολύ συγκεκριμένο μιούζικαλ.
Σε ποιο;
Στις ομπρέλες του Χερβούργου θα ήθελα να κάνω τον βενζινά. Αυτός είναι 18 κι αυτή 16. Ίσως και με έπαιρνε λίγο ακόμα… Τα υπόλοιπα που θα ήθελα, θα τα κάνω κάποια στιγμή. Έκανα το δίσκο με τα γαλλικά και τα ισπανικά και θα υπάρξει και συνέχεια και μου αρέσει πολύ που θα πάω να παίξω στη Γαλλία.
Σε τι κοινό απευθύνεσαι;
Δεν αισθάνομαι ότι απευθύνομαι σε πάρα πολύ κόσμο με τη μουσική που φτιάχνω. Η μουσική μου είναι ποπ, όχι όσο με την έννοια της popular μουσικής, δεν είναι λαϊκή, είναι στην αισθητική της ποπ. Ποπ είναι ο Jens Lekman, ποπ είναι και η Britney Spears. Είναι κάτι χρωματιστό και δροσερό η ποπ και στην Ελλάδα δεν την ξέρουμε και τόσο καλά. Η ποπ έχει μα δόση χιούμορ, για το οποίο οι Έλληνες έχουν ένα θέμα. Ξέρουν περισσότερο την πλάκα παρά το χιούμορ. Την χοντράδα την καταλαβαίνουν περισσότερο. Τα περισσότερα κομμάτια που θεωρούνται ποπ στην Ελλάδα σε καμιά περίπτωση δεν τα κατατάσσεις στο ρεύμα της ποπ, είναι υπερβολή και στον Έλληνα αρέσει η υπερβολή. Θέλει τα τραγούδια να είναι απαραιτήτως δραματικά, να έχουν στοιχεία από drama queen, αυτό το «να πέσω κάτω να χτυπηθώ».
Ο Καρβέλας δεν έχει χιούμορ;
Δεν νομίζω ότι έχει χιούμορ, νομίζω ότι είναι περισσότερο χοντράδα…
Τον διασκεύασες όμως, γιατί;
Για πολύ συγκεκριμένο λόγο και με πολύ συγκεκριμένο στόχο και ευτυχώς το πήγα εκεί που ήθελα. Η πορεία του «Δες το αλλιώς» ήταν αυτή που ήθελα. Ο δίσκος εξαντλήθηκε, δεν ξαναβγήκε και δεν υπάρχει πουθενά. Και δεν τον έχω ούτε εγώ. Δεν θα το ξανακάνω ποτέ, είχε νόημα μόνο εκείνη την εποχή. Με σκυλάδικο αυτό το πράγμα δεν είχε ξαναγίνει, δηλαδή τέτοιες διασκευές σε κομμάτια μπαρουτοκαπνισμένα από τις πίστες. Και για να τελειώσω με την ποπ, ζηλεύω τις εταιρίες στο εξωτερικό που έχουν συγκεκριμένο ήχο. Εδώ τα κάνουν όλοι όλα. Κι έχουν στην εταιρία Ζουζούνια, Μάριο Φραγγούλη, Going Through, K.B., Σαββίνα Γιαννάτου κι Έλλη Κοκκίνου.
Γιατί δεν σε βλέπω συχνά σε συνεντεύξεις;
Έχω δώσει κατά καιρούς κάποιες αλλά με έβαλαν στο «ψυγείο».
Πώς σε έχει επηρεάσει η κρίση;
Καθόλου δεν με έχει επηρεάσει. Έχω έναν ανορθόδοξο τρόπο που σκέφτομαι και είμαι ενάντια στο να μιλάμε για την κρίση. Πιστεύω ότι όσο πιο πολύ μιλάς για κάτι, τόσο πιο πολύ διογκώνεται. Αυτό είναι αρχή της ψυχολογίας. Αυτό με το οποίο ασχολείσαι πιο πολύ, αυτό τελικά και γίνεσαι. Όταν θα σταματήσουμε να φοβόμαστε αν θα έρθει το τέλος ή όχι, τότε θα είμαστε πιο ελεύθεροι να κάνουμε με δημιουργικότητα και φαντασία 5 πράγματα. Αν θεωρήσεις ότι το τέλος το έχεις πίσω σου, απελευθερώνεσαι. Κρίση δεν αντιμετωπίζει αυτός που κάνει τη δουλειά του σωστά. Μπορεί να παίρνει λιγότερα, αλλά δεν χάνεται.
Οι γνώμες των άλλων σε επηρεάζουν;
Τώρα πια όχι, παλιότερα πάρα πολύ. Τώρα είμαι πιο ήρεμος με αυτό το θέμα και έχω μάθει να είμαι και πιο επιεικής με τους ανθρώπους. Προσπερνάω πολλά πράγματα γιατί καταλαβαίνω από πού πηγάζουν τις πιο πολλές φορές, οπότε είμαι και πιο ανεκτικός και πιο επιεικής. Δεν είναι ανάγκη –και είναι και λίγο ύποπτο- να αρέσεις σε όλους. Με τρομάζει το να αρέσω σε όλους.
Τι σε ενοχλεί πιο πολύ;
Δεν αντέχω να μη σέβονται το χώρο μου, γι’ αυτό μου αρέσει στο εξωτερικό. Δεν είναι παράδεισος έξω, αλλά ένα πράγμα που έχουν μάθει είναι να σέβονται το χώρο σου. Ακόμα και όταν περπατάς στο δρόμο. Έχουν τακτ, ο Έλληνας δεν το ξέρει το τακτ, είναι αδιάκριτος και με άσχημο τρόπο. Αδιάκριτος και εύθικτος την ίδια στιγμή. Μπορεί να θιχτεί από κάτι και να κουνήσει το δάχτυλό του μπροστά σου και την ίδια στιγμή να σε ρωτήσει κάτι που να σε φέρει σε δύσκολη θέση και να επιμένει να του απαντήσεις.
Πες μου και κάτι που σου αρέσει…
Μου αρέσει να περπατάω μόνος μου και με τους φίλους μου, νομίζω ότι δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από δύο φίλους που τα λένε περπατώντας. Μου αρέσει να ξοδεύω λέξεις με τους ανθρώπους, όχι τόσο μέσα από το ίντερνετ αλλά από κοντά, γύρω από ένα τραπέζι. Να ακούω μουσική μόνος μου, να διαβάζω ένα βιβλίο μόνος μου με πολύ συγκεκριμένο τρόπο, ούτε σε λεωφορεία, ούτε σε παραλίες, ούτε σε ταξί. Όταν έχω χρόνο, γι’ αυτό και διαβάζω τόσο λίγο πια…
Ποιο ήταν το τελευταίο βιβλίο που διάβασες;
Ένα ισπανικό της Μαρούχα Τόρρες, είναι μια συγγραφέας και δημοσιογράφος στην El Pais, Ισπανίδα που μου ζήτησε να της στείλω το δίσκο μου και της τον έστειλα. Έχουμε γίνει φίλοι στο facebook και τα λέμε κάθε δυο τρεις μέρες. «Περιμέντε με στον Παράδεισο» λέγεται το τελευταίο της, έχει πολλή φαντασία και χιούμορ.
Περνάς ώρες στο ίντερνετ;
Αρκετές. Μου αρέσει το σουλάτσο από δω κι από κει, να με βγάζει η μια είδηση στην άλλη. Το νέο δίσκο μου τον έκανα με το MySpace. Τον Alberto Mate και την Joanna Swan (την τραγουδίστρια των Ilya) τους γνώρισα κι έγιναν φίλοι μου μέσω MySpace. Και στεναχωριέμαι που προσπαθούν να διώξουν τον κόσμο απ’ το MySpace. Εδώ και μέρες προσπαθώ να ανεβάσω δυο νέα κομμάτια μου και μου βγάζει «error».
Τι σου έχει προσφέρει η ασχολία σου με την τέχνη, σε έχει κάνει πιο καλό άνθρωπο;
Μόνο καλύτερο μπορεί να σε κάνει. Μπορεί να σου βγάλει την καλύτερη πτυχή σου και η δικιά μου περίπτωση είναι καλό παράδειγμα. Δεν πιστεύω στους Πυγμαλίωνες, αλλά η τέχνη μπορεί ενδεχομένως να σου βγάλει τον καλύτερο εαυτό σου. Αν είσαι έξυπνος κι αν θέλεις πολύ, θα βγάλεις το καλύτερο πρόσωπο που έχεις , το οποίο είναι δικό σου, δεν είναι κάτι φτιαχτό, απλά το ανασύρεις.
Έχεις μετανιώσει για κάτι που έχεις κάνει;
Έχω δοκιμάσει κάποια ναρκωτικά με πολύ φόβο. Δεν το ξανακάνω. Δεν έπαθα τίποτα, αλλά δεν ένιωσα και κάτι…
Και μια απορία: Έχει ως Χριστοδούλου καμιά σχέση με τη Μόνικα;
Καμία. Συνωνυμία. Έχουμε όμως την ίδια μέρα γενέθλια!
Ο Γιώργης Χριστοδούλου εμφανίζεται κάθε Πέμπτη στο Café-bistro Γιασεμί, Μνησικλέους 23, Πλάκα [μέχρι 19.5].
Ο δίσκος του Flaneur (στον οποίο συνεργάζονται ο Alberto Mate από τη Μαδρίτη, ο Jordi Maranges από τη Βαρκελώνη, η Mathelene Gabon από τη Μασσαλία -η Αγγλίδα τραγουδίστρια των Ilya, ο Marc Melia Sobrevias από τη Μαγιόρκα, ο Γιώργος Κοντραφούρης, κι ένα σωρό άλλοι σημαντικοί Έλληνες και ξένοι μουσικοί) κυκλοφορεί στα δισκοπωλεία.
Στις 27.5 εμφανίζεται στo Pure Bliss, στην οδό Ρόμβης στην Αθήνα.
Στις 18.6 εμφανίζεται στο Bender Festival στο Ίδρυμα Κακογιάννη.