Με αφορμή το μακελειό σε κινηματογράφο του Κολοράντο, όπου παιζόταν η νέα ταινία του Μπάτμαν, και τις κατηγορίες για φόνο που πρόκειται να απαγγελθούν την επόμενη Δευτέρα 30 Ιουλίου στον δράστη, ο οποίος ενδεχομένως να έρθει αντιμέτωπος ακόμη και με τη θανατική ποινή, το περιοδικό New Yorker δημοσιεύει εκτενές άρθρο για τον υπερήρωα και τους λόγους που οδήγησαν την Detective Comics να τον αφοπλίσει το 1939.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, 300 εκατομμύρια πυροβόλα όπλα βρίσκονται στην κατοχή πολιτών των ΗΠΑ, ένα περίπου για κάθε πολίτη: 105 εκατομμύρια τουφέκια, 83 εκατομμύρια καραμπίνες και 106 εκατομμύρια πιστόλια.
Παρ' όλα αυτά, εκτός από το δήμαρχο της Νέας Υόρκης Μάικλ Μπλούμπεργκ, σχεδόν κανείς άλλος που κατέχει ή διεκδικεί δημόσιο αξίωμα δεν μοιάζει πρόθυμος να θίξει το πρόβλημα της οπλοκατοχής. Απεναντίας, το μόνο που φαίνεται να ενδιαφέρει τους πολιτικούς είναι το αναφαίρετο συνταγματικό δικαίωμα των Αμερικανών να έχουν στην κατοχή τους όπλα.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι, καθώς οι Αμερικανοί κάποτε είχαν άλλη άποψη για το ζήτημα. Και το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για τον Μπάτμαν, ο οποίος στις πρώτες του εμφανίσεις στα περιοδικά κόμικς ήταν εφοδιασμένος με πιστόλι, μέχρις ότου το ξεφορτώθηκε.
Η δεκαετία του 1930 δεν υπήρξε μονάχα χρυσή εποχή για τη δράση των χάρτινων υπερηρώων, αλλά και σημείο καμπής για τη νομοθεσία που αφορούσε στην οπλοκατοχή. Πιο συγκεκριμένα, το 1934, η Ένωση Κατόχων Τουφεκιών υποστήριξε την πρώτη σχετική ομοσπονδιακή ελεγκτική νομοθεσία, πράγμα που επανέλαβε και το 1938. Πολλά από τα μέτρα που ισχύουν σήμερα ανάγονται σε αυτές τις δύο νομοθεσίες.
Ένα χρόνο αργότερα, το Μάιο του 1939, έκανε την εμφάνισή του ο χαρακτήρας του Μπάτμαν, δημιούργημα ενός κομικογράφου ονόματι Μπομπ Κέιν, στις εκδόσεις Detective Comics, οι οποίες αργότερα μετονομάστηκαν και έμειναν γνωστές ως DC Comics. Ωστόσο, μέχρι την επόμενη άνοιξη του 1940, οι κριτικοί είχαν αρχίσει ήδη να χαρακτηρίζουν τα κόμικς με υπερήρωες επικίνδυνα.
Το πρόβλημα στην περίπτωση του Μπάτμαν είχε να κάνει με το όπλο που έφερε αρχικά και το οποίο χρησιμοποίησε σε μία ιστορία που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 1939, προκειμένου να εξολοθρεύσει ένα βαμπίρ, φυτεύοντάς στην καρδιά του μερικές ασημένιες σφαίρες, ενώ το ίδιο έπραξε και στο αμέσως επόμενο επεισόδιο, όπου αναγκάστηκε να πυροβολήσει κάποιους «κακούς».
Εκείνη την περίοδο, η Detective Comics είχε μόλις προσλάβει έναν καινούργιο διευθυντή έκδοσης από το Μπρούκλιν ονόματι Ουίτνι Έλσγουορθ, ενώ λίγο αργότερα σύστησε μία επιτροπή συμβούλων έκδοσης, η οποία αποτελείτο από ψυχολόγους και φιλόλογους.
Όταν, λοιπόν, ο Έλσγουορθ παρέλαβε από τον Κέιν την επόμενη ιστορία, ο πρώτος ήταν κάθετος: «Ξεφορτώσου το όπλο». Όπλα φέρουν μόνο οι «κακοί» (ο Τζόκερ κουβαλούσε πάνω του ένα και ενίοτε δύο πιστόλια), οι στρατιώτες και οι αστυνόμοι και όχι οι απλοί πολίτες, ακόμη κι αν αυτοί μεταμφιέζονται τα βράδια σε νυχτερίδες και μάχονται ενάντια στο έγκλημα. Σε κάθε περίπτωση, η διαχωριστική γραμμή που διακρίνει τη στρατιωτική από την πολιτική ζωή οφείλει να είναι σαφής και ξεκάθαρη.
Μετά την προτροπή του Έλσγουορθ, ο Κέιν σκαρφίστηκε μία δισέλιδη ιστορία – η οποία δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 1939 – που εξηγούσε την καταγωγή του Μπάτμαν: όταν ήταν μικρός, ο Μπρους Γουέιν είδε τους γονείς του να πυροβολούνται και να σκοτώνονται μπροστά στα μάτια του.
Από ιστορική άποψη, η ιστορία του Μπάτμαν υπήρξε ένα πολιτισμικό προϊόν στενά συνυφασμένο, όπως και όλα τα πολιτισμικά προϊόντα, με τις κοινωνικές δομές και τις μεταρυθμίσεις μιας συγκεκριμένης εποχής.
Η σημερινή έκρυθμη κατάσταση είναι άμεσος απότοκος της δεκαετίας του 1960 και της αναγωγής του όπλου ως πολιτισμικού αντικειμένου σε φορτισμένη μορφή του συλλογικού ασυνειδήτου: δολοφονίες πολιτικών, άνοδος της εγκληματικότητας, πόλεμος του Βιετνάμ...