Η αλγερινή υποψηφιότητα για Όσκαρ του Rachid Bouchareb (Πέρα από το νόμο) -ο αγώνας για την ανεξαρτησία της Αλγερίας μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας-, η ιστορία ενός ιδρύματος περίθαλψης ορφανών στην ταραγμένη Παλαιστίνη, με επίκεντρο τη ζωή της ιδρύτριας και μιας τροφίμου (Μιράλ), μια ρομαντική κομεντί ρουτίνας (Φιλίες & Έρωτες), ένα μεταφυσικό θρίλερ, επίσης ρουτίνας (Παγιδευμένη Ψυχή) και ένα ακόμη δείγμα ανατολικού ρεαλισμού (Τα παιδιά ενός άλλου θεού) από τον Κουρδο-γερμανό Miraz Bezar.
Πέρα από το νόμο **1/2
(Hors-la-loi)
Στη δεκαετία του ‘20 μια οικογένεια Αλγερινών ξεριζώνεται από το φτωχικό της αγρόκτημα και επιβιώνει μετά βίας σε πόλη. Πολύ αργότερα βρίσκονται στο Παρίσι. Ο ένας γιος επιστρέφει από το μέτωπο της Ινδοκίνας, ο άλλος απολύεται από την φυλακή ως αντικαθεστωτικός διανοούμενος και ο τρίτος στρέφεται στη μαστροπεία και τη διεύθυνση καμπαρέ και αγώνων μποξ. Ο αντικαθεστωτικός Αμπντελκαντέρ εξελίσσεται σε ηγετική μορφή του αγώνα για την ανεξαρτησία της Αλγερίας, με σκληρή ακτιβιστική στρατηγική, προσπαθώντας να εντάξει και τα αδέλφια του.
Πρεμιέρα στη χώρα μας για την ταινία του Rachid Bouchareb, που ήταν κι αυτή υποψήφια για Όσκαρ ξενόγλωσσης όπως και σκηνοθεσίας στις Κάννες και που μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί δίπτυχο με το άλλο φιλμ του, το Indigènes του 2006 (Days of Glory), το οποίο πραγματεύονταν τη συμμετοχή Αράβων των γαλλικών αποικιών στην αντίσταση κατά των ναζί στην κατεχόμενη Γαλλία. Δίπτυχο όχι μόνο για το πολεμικό κλίμα και την εποχή αλλά και για την κατάδειξη της διάκρισης μεταξύ Γάλλων και υποτελών Αράβων.
Ο Bouchareb κινείται στο ύφος του γνώριμου σύγχρονου δραματικού ρεαλισμού, στο πλαίσιο του οποίου βρίσκουμε γαλλικά φιλμ όπως το «Προφήτης» και το «Δημόσιος κίνδυνος Νο 1&2», στήνοντας την πλοκή πάνω σε δυο δραματουργικούς άξονες. Στον πυρήνα υπάρχει το οικογενειακό δράμα, με τη μάνα να συμβολίζει τη ρίζα της φυλής, της παράδοσης. Γύρω από αυτόν υπάρχει μια φυγόκεντρη διάχυση αλά «Ρόκο και τα αδέλφια του», ενώ η κυρίαρχη εξέλιξη αφορά την «ηθική της επανάστασης» όπως δουλεύεται στην ψυχή του Αμπντελκαντέρ. Μια διαδρομή από το ρομαντικό όραμα στον αναπόφευκτο ροβεσπιερισμό. Σε αυτή τη διαδικασία υπεισέρχεται και το δίλημμα της προσωπικής ζωής. Ο Αμπντελκαντέρ, αντίθετα από τον Μεσαούντ που θέλει να ζήσει τις χαρές της οικογένειας (ή πόσο μάλλον τον Σαΐντ που κοιτάει να πιάσει την καλή), δεν επιτρέπει στον εαυτό του να ενδώσει στον έρωτα της Γαλλίδας συνεργού του, παρά τον πόθο που νοιώθει. Ο πόλεμος μεταξύ του απελευθερωτικού μετώπου της F.L.N. και της γαλλικής παρακρατικής οργάνωσης «Κόκκινη χείρα» καταγράφεται, εννοείται, με ρεαλισμό, χωρίς χολιγουντιανή φαντασμαγορία. Δεν πρόκειται για ένα δραματοποιημένο ντοκουμέντο αλά «Μάχη του Αλγερίου» ούτε για μια στρατευμένη διαμαρτυρία (παρά την κάποια εύκολη δαιμονοποίηση του γαλλικού κράτους που αναστάτωσε κάποιους Γάλλους) αλλά για ένα κοίταγμα της ιστορίας μέσα από προσωπικές ζωές. Και ακριβώς επειδή είναι προσωπικές, θα λέγαμε ότι τους λείπει μια δόση υγιούς συγκίνησης. Ο Bouchareb κρατάει λίγο παραπάνω τις αποστάσεις. Δεν προσεγγίζει εις βάθος τους ήρωές του. Κάποιες συγγένειες με τον «Νονό» που είδαν ξένοι κριτικοί είναι μάλλον ξώφαλτσες. Έτσι κι αλλιώς, το φιλμ δεν φτάνει στο επίπεδο του έπους.
Οι τρεις πρωταγωνιστές, Jamel Debbouze, Roschdy Zem και Sami Bouajila έπαιζαν και στο Indigènes, μάλιστα με τα ίδια ονόματα ηρώων. Παρεμπιπτόντως πέρσι είδαμε από τον ίδιο σκηνοθέτη και το κοινωνικό δράμα «London River» με τους Brenda Blethyn, Sotigui Kouyaté και Francis Magee.
Μιράλ *1/2
Miral
Το 1948, στην Ιερουσαλήμ, η εύπορη Παλαιστίνια Χιντ Χουσέινι βρίσκει 55 μικρά παιδιά που επέζησαν από φονικές συμπλοκές και τα παίρνει σπίτι της να τους δώσει τροφή και στέγη. Σε λίγους μήνες τα ορφανά έγιναν 2.000 και γεννήθηκε η ιδέα για το Ίδρυμα «Dar Al-Tifl». Η ταινία καταγράφει την ιστορία ενός κοριτσιού του ιδρύματος, της Μιράλ, μιας κοπέλας που διχάστηκε ανάμεσα στη φιλειρηνική φιλοσοφία της Χουσέινι και του ιμάμη πατέρα της και της πολεμικής θέσης των συμπατριωτών της.
Είναι λιγάκι περίεργο αυτό το εγχείρημα από τον Julian Schnabel, που μας έχει δώσει τα «Πριν πέσει η νύχτα», «Το σκάφανδρο και η πεταλούδα» και «Μπασκιά». Όχι για το θέμα, κάθε άλλο, τον νοιάζουν τα ανθρώπινα δράματα, αλλά για τη σκηνοθετική του προσέγγιση και την επιλογή σεναρίου. Το αποτέλεσμα θυμίζει περισσότερο παραγγελία κάποιου ανθρωπιστικού οργανισμού για εκπαιδευτικούς λόγους. Το φιλμ παραπαίει αμήχανα ανάμεσα στο προσωπικό και το κοινωνικό δράμα, με μια λογική δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ, παραθέτοντας κεφάλαια από τη ζωή της Χουσέινι και της Μιράλ χωρίς εσωτερική συνοχή και ρυθμό, με όλες τις σκηνές πνιγμένες στη συγκινητική μουσική ως να πρόκειται για σινερομάντζο. Σου μένει το ιστορικό αλλά τίποτε άλλο. Κρίμα η παρουσία της Ίαμ Αμπάς (« Η λεμονιά», «The Visitor»). Τη Μιράλ υποδύεται διεκπεραιωτικά (τι άλλο να κάνει;) η πρωταγωνίστρια του «Slumdog Millionaire» Freida Pinto. Μικρά περάσματα κάνουν οι Vanessa Redgrave και Willem Dafoe. Το απλοϊκά φιλειρηνικό μήνυμα αντλείται από το βιβλίο της Rula Jebreal που έγραψε και το σενάριο, παρά από μια «πονηρή» στάση του, άλλωστε, απολιτικού Schnabel.
Φιλίες & Έρωτες *
Something Βorrowed
Η Ρέϊτσελ (Ginnifer Goodwin) και η Ντάρσι (Kate Hudson) είναι κολλητές από παλιά. Η καστανή Ρέιτσελ είναι η μορφωμένη, μετρημένη, κοινωνικά διστακτική, και παρά τη γλυκιά της εμφάνιση, ανασφαλής. Η ξανθιά Ντάρσι είναι η σέξι, ελαφρόμυαλη, εγωκεντρική και ταυτόχρονα «έξω καρδιά». Μια τέτοια φιλία είναι από την αρχή ύποπτη. Τι κοινό έχουν; Εντέλει η Ντάρσι επιβεβαιώνει την αρχηγία της και η Ρέιτσελ δανείζεται κοινωνικότητα και κλέβει κομμάτι από την πίτα. Με τον Ντεξ (Colin Egglesfield - «Melrose Place») η Ρέιτσελ είχε ανταλλάξει κύματα ανεκπλήρωτης επιθυμίας στα μαθητικά χρόνια και όταν αυτός επανεμφανίζεται στο προσκήνιο, η Ντάρσι έρχεται και τον αγκαζάρει σε δευτερόλεπτα, ελαφρά τη καρδία, (βέβαια, ρωτάει αν είναι διαθέσιμος) ως αρραβωνιαστικό. Η ιστορία κυλάει ως μια υπόγεια καταστρατήγηση του γαμήλιου πλάνου. Κατά ένα τρόπο η δόλια της ιστορίας είναι η «καλή» Ρέιτσελ που στρουθοκαμηλίζει όπως στρουθοκαμηλίζει και ο Ντεξ, αφήνοντας τι επιλογές στις άλλες. Από τη μια η Ρέιτσελ έχει ένα δίκιο να διεκδικήσει τον Ντεξ αφού αγαπιούνται, τη στιγμή μάλιστα που για την Ντάρσι αυτός ο γάμος δεν είναι παρά μια παρόρμηση, όπως τόσα άλλα στη ζωή της. Από την άλλη, δεν παύει να είναι ύπουλη. Πόσο ηθικό είναι να είσαι ύπουλος επειδή έχεις… ηθικούς δισταγμούς, τάχα μήπως πληγώσεις την άλλη;
Αυτό το υλικό, παρμένο από το best seller της συγγραφέα βιβλίων για κοριτσόπουλα Emily Giffin θα μπορούσε να τροφοδοτήσει, με κάποιες σεναριακές διορθώσεις, μια δραματική κομεντί, αλλά ο σκηνοθέτης Luke Greenfield προτιμάει την εύκολη οδό της ανάλαφρης σαπουνόπερας όπου τα κλισέ κλέβουν την παράσταση, προκαλώντας βαρεμάρα. Οι δυο πρωταγωνίστριες κάνουν ό,τι μπορούν αλλά το κελεπούρι του φιλμ είναι ο «λεγάμενος» Colin Egglesfield. Εμφανισιακά είναι ρέπλικα του Τομ Κουζ χωρίς ανάλογη ερμηνευτική πειθώ (να μην πούμε ταλέντο) και σε άχαρο ρόλο, θα έλεγε κανείς σχεδιασμένο σαν εκείνο του μονίμως αμήχανου Έντουαρντ στο «Λογική κι ευαισθησία» όπως τον απέδωσε ο Hugh Grant, όμως χωρίς τις κατάλληλες ατάκες που θα μπορούσαν να καλύψουν ένα πρόσωπο που διαρκώς παλαντζάρει ανάμεσα στο χαμόγελο της οδοντόκρεμας και στη βλακεία. Ευτυχώς υπάρχει και ο φίλος -σύμβουλος της Ρέιτσελ Ίθαν (John Krasinski) που φέρνει μια ανάσα κοινής λογικής σε αυτό το πακέτο για εφηβική κατανάλωση.
Παγιδευμένη Ψυχή *
Insidious
Μητέρα, πατέρας, τρία παιδιά και ένα σπίτι που αρχίζει να απειλείται από σκιές και τριξίματα. Παρακάτω ο ένας γιος πέφτει σε κώμα και τα φαινόμενα γίνονται όλο και πιο τρομακτικά. Μετακομίζουν, τα φαινόμενα εξακολουθούν, καλείται ειδική εξολοθρευτής με δυο βοηθούς Ghostbusters... Από τον σκηνοθέτη των «Saw» James Wan.
Είναι λιγάκι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί αυτό το χιλιοειπωμένο στόρι εξακολουθεί να ανακυκλώνεται. Όλα προβλέψιμα, όλα κλισέ και, το χειρότερο, χωρίς καμιά προσπάθεια να αποτελέσουν μια αλληγορία, ένα συμβολισμό για κάτι άλλο, να έχουν μια ελάχιστη κοινωνική προέκταση. Μεταφυσικές της κακιάς ώρας, ψευδο-επιστημονικά κόλπα, αφελείς εξηγήσεις, η ηλεκτρονική μουσική υπόκρουση συνεχής και τρεις επώνυμοι ηθοποιοί -Patrick Wilson, Rose Byrne και Barbara Hershey- να προσπαθούν να δώσουν υπόσταση σε προσχηματικούς χαρακτήρες. Καλή η σκηνοθεσία, αλλά τι να την κάνεις με τόσο κοινότοπο και ανεγκέφαλο σενάριο;
Τα παιδιά ενός άλλου θεού **1/2
Min Dit: The Children of Diyarbakir
Μέσα από την ιστορία δυο ορφανών στα ‘90s (οι γονείς τους δολοφονούνται από παραστρατιωτικούς) στο Ντιγιαρμπακίρ του Κουρδιστάν παρακολουθούμε τον αγώνα επιβίωσής τους σε μια κοινωνία χωρίς έλεος για τους αθώους αυτού του κόσμου. Τα παιδιά θα αναλάβουν δυο γυναίκες της πιάτσας - η μια εκ των οποίων «πόρνη που σέβεται».
Όσοι αγαπούν τον ανατολικό νεορεαλισμό -του Ιράν, της Τουρκίας κ.λπ.- θα ικανοποιηθούν από το σκηνοθετικό-σεναριακό ντεμπούτο του Miraz Bezar, Κούρδου μετανάστη στη Γερμανία, με την υποστήριξη στην παραγωγή του Φατίχ Ακίν. Λιτό ύφος, χαμηλοί τόνοι, λίγο εύκολα νοήματα από πολιτική σκοπιά και μια 10χρονη ερασιτέχνης, η Senay Orak, που μαγνητίζει τα πλάνα. Η ταινία κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο Διεθνές Φεστιβάλ της Φλάνδρας και το Βραβείο Νεότητας στο Σαν Σεμπαστιάν, ενώ στην Τουρκία προκάλεσε κάποιες αντιδράσεις σε τοπικά φεστιβάλ.
Χάρης Καλογερόπουλος