Λίγες εμπειρίες μπορούν να αποκαλύψουν το ποιόν της ελληνικής οικογένειας όσο η συνύπαρξη μαζί της στην παραλία. Όσο δε πιο ερημική και απομακρυσμένη είναι αυτή τόσο πιο σοκαριστική είναι η σκηνή της αποκάλυψης.
Έχεις επιλέξει προσεκτικά τον προορισμό των διακοπών σου. Αποζητάς ησυχία, ήλιο, θάλασσα και ιώδιο μακριά από την πλέμπα. Έχεις πληρώσει τα άντερά σου για να φτάσεις εκεί και να απολαύσεις τη θέα από το μικρό σπιτάκι μπροστά στο γκρεμό που σου προσφέρει στο πιάτο το Αιγαίο.
Το τοπίο άνυδρο, τα χωριά ακατοίκητα, η χώρα δίχως φαρμακεία και νοσοκομεία, οι παραλίες απροσπέλαστες, αυτοκίνητα δεν υπάρχουν, το τελευταίο ίχνος πολιτισμού βρίσκεται σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων, και όλα αυτά με ένα και μοναδικό σκοπό: να εξασφαλίσεις όλες εκείνες τις συνθήκες που καθιστούν την παρουσία της ελληνικής οικογένειας στατιστικά απίθανη!
Πληρώνεις ένα βαρκάρη για να σε μεταφέρει στην άλλη άκρη του νησιού όπου κρυστάλλινα νερά αντανακλούν το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, δικαιολογώντας το γιατί κάποτε κατοικούσαν εδώ θεοί και νύμφες.
Θα είσαι εσύ η καλή σου, τα καβούρια και οι καυτές πέτρες, σε τέτοια συμφωνία με το τοπίο που μόνο χορωδιακά έργα ενός Μπαχ ή ενός Μοντεβέρντι θα μπορούσαν να την αποδώσουν.
Αγνοείς όμως ότι ενίοτε οι επί πληρωμή βαρκάρηδες δεν σε οδηγούν μόνο στον παράδεισο, αλλά και στον Άδη.
Το τοπίο είναι σεληνιακό. Στην αμμουδιά κείτονται τα σώματά σας και μερικές δεκάδες μέτρα μακρύτερα άλλο ένα ζευγάρι σωμάτων που αποζητά το ίδιο με σένα. Ο απόλυτος αλληλοσεβασμός. Απόσταση, διασφάλιση της ηρεμίας, ακόμη και στον τρόπο που κολυμπάς: γαλήνια, αρμονικά, με μόνο θόρυβο την εκκωφαντική σιγή της αχανούς θαλάσσιας μάζας που ανοίγεται εμπρός σου.
Τα πάντα είναι τέλεια και σκέφτεσαι πως μονάχα κάτι τέτοιες στιγμές μπορούν να δικαιολογήσουν την ύπαρξη πάνω σ' αυτόν τον πλανήτη. Τίποτα δεν μπορεί να διασαλέψει αυτή την εναρμόνιση που σε εκτοξεύει κατευθείαν στον πυρήνα του σύμπαντος.
Κάποια στιγμή, αντιλαμβάνεσαι στον ορίζοντα μία λευκή κουκκίδα. Αρχίζει σιγά-σιγά να γίνεται ολοένα και πιο απειλητικά εμφανής. Μεγαλώνει, διογκώνεται, πλησιάζει. Το γουργούρισμα της προπέλας σκίζει όλο και πιο έντονα τα αυτιά σου.
Πιστεύεις πως θα προσπεράσει και θα φύγει. Πως τίποτα δεν μπορεί να χαλάσει αυτή τη σιωπηλή γιορτή των αισθήσεων. Μάταια.
Το μεγάλο υπόλευκο φουσκωτό προσορμίζει το καταφύγιό σου. Πάνω του επιβαίνουν άνθρωποι. Μεσήλικες, ανήλικοι και υπερήλικες. Κουβαλάνε μεγάλα διακοπικά ψυγεία. Μπύρες, χυμούς, σαλαμάκια και μικρά ταπεράκια. Τρεις συνολικά μεγάλες ομπρέλες. Ψάθες σε μέγεθος χαλιού μπουχάρα, δέκα τετραγωνικά η καθεμιά, και αναρίθμητα σπαστά καρεκλάκια.
Η γλώσσα είναι αμέσως αναγνωρίσιμη. Το ίδιο και οι φυσιογνωμίες. Τα χρωματιστά μαγιώ τραυματίζουν το μάτι και οι πρώτες στριγκλιές των κακομαθημένων τρυπούν τα αυτιά.
Δεν τους αρέσει η απόσταση. Θέλουν να είναι κοντά στους άλλους. Αν γίνεται ακριβώς δίπλα τους και ει δυνατόν πάνω τους.
Σε εκτοπίζουν, σε εξορίζουν, σε εκμηδενίζουν. Τρώνε και φωνάζουν. Η ακτή μετατρέπεται μέσα σε λίγα λεπτά σε βούρκο. Τα φουσκωτά στρώματα βγαίνουν. Τίποτα όμως δεν μπορεί να σε προϊδεάσει για αυτό που έπεται.
Δύο κομμάτια ξύλο με χερούλι και ένα τρίχινο πλαστικό μπαλάκι δίνουν στο ονειροπόλημά σου τη χαριστική βολή. Στη φαντασία σου, τα ρυθμικά χτυπήματα μεταφράζονται σε σφυριές ή ακόμη και τσεκουριές.
Από το μυαλό σου περνάνε σκέψεις δολοφονικές: αλυσοπρίονα, νεκροκεφαλές, λουτρά αίματος και μαζικές παιδοκτονίες.
Προσπαθείς να βρεις σε αυτό το συρφετό κάτι το χαριτωμένο και το συμπαθητικό. Θες να τους αγαπήσεις για να μπορέσεις να συνεχίσεις να υπάρχεις εκεί μαζί τους.
Τίποτα όμως δεν μπορεί να σκοτώσει αυτή τη λαίλαπα. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να σηκωθείς, να μαζέψεις τα λιγοστά σου υπάρχοντα, να φορέσεις το καπέλο σου και να αποσυρθείς διακριτικά, τραβώντας το δρόμο σου στωικά, με την ενισχυμένη πεποίθηση πως δεν θα ήθελες να συμβάλλεις ποτέ στη διαιώνιση αυτού του είδους...