Ας φανταστούμε πως ο Τζιμ Μόρισον δεν τραγουδούσε στη μέτρια - από μουσική άποψη - μπάντα της οποίας ηγείτο. Ας τον φανταστούμε να πλαισιώνεται από μουσικούς της τάξεως του Σιντ Μπάρετ, αυτού του εξίσου ιδιοφυούς «φευγάτου» κιθαρίστα και ιδρυτή των Pink Floyd, του Κηθ Μουν, ντράμερ των The Who, ο οποίος αν δεν ανατίναζε μετά από κάθε συναυλία και μερικούς roadies, δεν κοιμόταν ήσυχος τα βράδια, και του μπασίστα Λέμι Κίλμιστερ, ο οποίος – ας σημειωθεί – ακόμη και τώρα στα γεράματα συνηθίζει να παίρνει τα χάπια του για την πίεση μαζί με Τζακ Ντάνιελς και μια χούφτα αμφεταμίνες.
Ας τους φανταστούμε να τζαμάρουν σε κάποιο παραθαλάσσιο γκαράζ στην Καλιφόρνια, καπνίζοντας, καταπίνοντας και σνιφάροντας ό,τι μπορεί να καπνιστεί, να καταποθεί και να σνιφαριστεί, περιστοιχιζόμενοι από ένα μεθυστικό κοκτέηλ λευκόδερμων και μελαμψών Αφροδιτών να κυλιούνται και να τρίβονται στους καναπέδες σαν ζαλισμένες γάτες.
Ας προσπαθήσουμε να τους φανταστούμε να επικοινωνούν - πράγμα εντελώς μάταιο, όπως εξίσου μάταιο και απίθανο είναι το να καταφέρουν να παίξουν μία ολόκληρη νότα! Ας μην κοροϊδευόμαστε: πρόκειται για το πιο αποτυχημένο πείραμα διατομικής συμβίωσης από τις απαρχές της ανθρωπότητας! Αλλά λίγο τους ενδιαφέρει διότι γι’ αυτούς τους τύπους το να παίξουν μουσική, με την κλασική έννοια του όρου, δεν υπήρξε ποτέ προτεραιότητα. Το να παίξουν δε μαζί, αυτό κι αν αποτελεί ονειροφαντασία.
Για την ακρίβεια, αν είχαν κάποια προτεραιότητα – την οποία δεν θα χαρακτήριζαν ποτέ ως τέτοια – αυτή θα είχε να κάνει με τη συστηματική (ούτε αυτή τη λέξη θα χρησιμοποιούσαν) αυτοανάλωσή τους και την αυτοεξώθησή τους to the other side, που θα μπορούσε κάλλιστα να φέρει το όνομα dark side of the moon!
Ίσως μόνον εκεί μπορεί να τους συναντήσει κανείς, στην άλλη, σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, όπου σεληνιασμένες, dolby-surround παλαβιάρικες φωνές και ήχοι, που νομίζεις ότι έρχονται από το χολ, τελικά συνειδητοποιείς ότι ξεπηδούν μέσα από το κεφάλι σου…