Μόναχο, ξημερώματα της 30ης Ιουνίου 1934. Μια δεκάδα αυτοκίνητων προχωρά από το Μόναχο προς το Βίσζεε στις όχθες της λίμνης Τέγκερν. Στα περισσότερα από αυτά υπάρχουν μυδράλια και στο μπροστινό δίπλα απο τον σωφέρ κάθεται ο καγκελάριος της Γερμανίας Αδόλφος Χίτλερ.
Στην είσοδο του ξενοδοχείου οι δύο φρουροί των S.A. αναπηδούν σαστίζουν βλέποντας τον Χίτλερ και παρουσιάζουν όπλα. Ο Χίτλερ τους αγνοεί και μπαίνει στο κτίριο ακολουθούμενος από τα SS και ζητά να του δείξουν το δωμάτιο του Έρνστ Ρεμ.
Ο Χίτλερ μπαίνει στο δωμάτιο και αρχίζει να βρίζει τον παλιό του σύντροφο, τον μόνο που μπορούσε να του μιλήσει στον ενικό. Ο Ρεμ είναι σαστισμένος και πριν καν καταλάβει τι έχει συμβεί οι άντρες των SS τον συλλαμβάνουν μαζί με άλλους αρχηγούς των SA.
H αναταραχή κρατά το πολύ μια ώρα. Σιωπηλός ο Χίτλερ παίρνει το δρόμο της επιστροφής για το Μόναχο και κατευθύνεται προς το υπουργείο Εσωτερικών της Βαυβαρίας. Μια ομάδα από 800 επίλεκτους των S.S. με διοικητή τον Σεπ Ντηντριχ το έχουν ήδη καταλάβει.
Μέσα σε λίγη ώρα εκατοντάδες «αξιωματικοί» των S.A. βρίσκονται στο απόσπασμα μπροστά σε 8 μαυροφορεμένους άντρες των S.S. απο τους οποίους οι τέσσερις έχουν στα ντουφέκια τους αληθινές σφαίρες.
Οι περισσότεροι από τα θύματα αυτής της εκκαθάρισης αστραπής δεν παίρνουν καλά καλά χαμπάρι τι τους βρήκε ενώ άλλοι πιστεύουν ότι έγινε πραξικόπημα εναντίον του Χίτλερ και φωνάζουν «Χάιλ Χίτλερ» πριν σωριαστούν νεκροί.
Στη φυλακή Στάντελχαϊμ του Μονάχου ο επικεφαλής των δεσμοφυλάκων Τέοντορ Άικε αφήνει στο κελί του Ρεμ ένα πιστόλι με μια σφαίρα και αποχώρησε, προσδοκώντας ότι θα αυτοκτονούσε. Κάτι τέτοιο δε συνέβη αφού ο Ρεμ φώναζε ότι «αν πρέπει να πεθάνω να με σκοτώσει ο Αδόλφος». Τελικά ο αρχηγός της SA εκτελέσθηκε στις 2 Ιουλίου.
Λέγεται ότι το μακελειό πήρε τέτοιες διαστάσεις που μερικοί από τους εκτελεστές των SS έπαθαν νευρικό κλωνισμό αφού όλο το τριήμερο δεν σταμάτησαν οι εκτελέσεις των μέχρι χθες συντρόφων τους.
Η επιχείρηση είχε στηθεί πολύ γρήγορα με την κωδική ονομασία «Κολιμπρί» και ο Χάινριχ Χίμλερ είχε κατασκευάσει πλαστό κατηγορητήριο σύμφωνα με το οποίο ο Ρεμ είχε λάβει 12.000.000 μάρκα από την Γαλλία για να ανατρέψει τον Χίτλερ. Το κατηγορητήριο ήταν απαραίτητο, ώστε ο Χίτλερ στις 24 Ιουνίου να πείσει τα στελέχη των SS να αναλάβουν την επιχείρηση χωρίς συναισθηματικούς δισταγμούς. Στον φάκελο αποκαλύπτονταν ακόμη ότι ο Ρέν ήταν ομοφυλόφιλος. Τρεις μέρες αργότερα ο Χίτλερ συμφώνησε με τον -ελεγχόμενο ακόμη από τους συντηρητικούς -στρατό για την επιχείρηση.
Η δουλειά τελειώνει όμως ο Χίτλερ ανησυχεί για το τι συμβαίνει στο Βερολίνο που την επιχείρηση έχουν αναλάβει ο Χίμλερ και ο Γκαίρινγκ. Λίγο αργότερα πληροφορείται από τον Χίμλερ ότι στο μέτωπο του Βερολίνου η αποστολή έχει... εμπλουτιστεί για να ξεκαθαριστούν κάποιοι παλιοί λογαριασμοί.
Ανάμεσά στους νεκρούς συγκαταλέγονται τα εξής πρόσωπα-κλειδιά:
- Ο αρχηγός των SA του Βερολίνου Κάρλ Ερνστ, ο οποίος αναχωρούσε για το γαμήλιο ταξίδι του. Ήταν ο μοναδικός που γνώριζε πραγματικά ποιος έβαλε την πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ τις παραμονές των εκλογών του 1933.
- Ο πρώην πρωθυπουργός της Βαυαρίας φον Καρ που εμπόδισε το πραξικόπημα του Χίτλερ στην μπυραρία.
- Ο στρατηγός φον Σλάιχερ , ο τελευταίος καγκελάριος που προσπάθησε να αποτρέψει την άνοδο του Ναζισμόυ.
- Ο παλιός αρχηγός του Ναζιστικού κόμματος Γκρέγκορ Στράσσερ, τα παιδιά του οποίου είχε βαφτίσει ο ίδιος ο Χίτλερ.
- Ο αρχηγός των Καθολικών του Βερολίνου Εριχ Κλαουζενερ δεξί χέρι του αντικαγκελαρίου φον Πάπεν καθώς και ο προϊστάμενος του ιδιαίτερου του γραφείου. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο.
- Ο πάτερ Στεμπλφλ αποσχηματισμένος Ιησουίτης και παλιός συνεργάτης του Χίτλερ, ο οποίος γνώριζε για κάτι ανήθικα γράμματα που είχε γράψει παλιά ο Αδόλφος στην ανηψιά του Γκέλι .
Ποιοι λόγοι όμως υπαγόρευσαν αυτό το μακελειό; Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα διέθετε δύο ένοπλα σώματα που λειτουργούσαν ως παραστρατιωτικές οργανώσεις: τα τάγματα εφόδου, τα λεγόμενα SA (SturmΑbteilung) και τα τάγματα προστασίας, τα διαβόητα SS (SchutzStaffel). Εκείνη την περίοδο ισχυρότερα και μαζικότερα ήταν τα SA τα οποία αναλάμβαναν να συγκρούνονται στους δρόμους με τους κομμουνιστές και τους σοσιαλδημοκράτες. Στον αντίποδα τα SS, ήταν πιο «ελιτίστικα» και ρόλος τους ήταν η προστασία των υψηλόβαθμων κομματικών στελεχών και ο αριθμός τους δεν ξεπερνούσε τις 30.000.
Τα δύο τάγματα δεν χώριζε απλώς ένα γράμμα στο ακρωνύμιο αλλά κόσμοι ολόκληροι, αφού τα μεν SA στελεχώνονταν από τις μάζες που σαγήνευε η αντικαπιταλιστική ρητορική του Χίτλερ και προσδοκούσαν στην άνοδο του κόμματος στην εξουσία και η νίκη επί της Αριστεράς. Αντίθετα τα SS αποτελούνταν κυρίως από την ελίτ των κομματικών μελών και ελέγχονταν πλήρως από την ηγεσία του NSDAP.
Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και τη συμμετοχή στην κυβέρνηση του δεξιού συνασπισμού το 1933, τα SA άρχισαν να γίνονται ανεξέλεγκτα, μπαίνοντας έτσι στο στόχαστρο των συντηρητικών δυνάμεων που στήριζαν την κυβέρνηση.
Στους στρατιωτικούς κύκλους ήταν μάλιστα γνωστή η πρόθεση του Ρεμ να καταργηθεί ο στρατός και να αντικατασταθεί από την SA, ενώ οι βιομήχανοι, τραπεζίτες και αριστοκράτες ενοχλούνταν από την αντικαπιταλιστική ρητορική τους.
Για τον Χίτλερ τα SA δεν ήταν μόνο πρόβλημα για την συνεργασία του με τις συντηρητικές δυνάμεις αλλά ο ίδιος φοβόταν τη δυνατότητα ενός εσωτερικού πραξικοπήματος το οποίο θα μπορούσε να τον θέσει στο περιθώριο. Ωστόσο η λήψη άμεσων μέτρων εξουδετέρωσης δεν ήταν εύκολη αφού τα SA πρακτικά έκαναν όλη τη «βρωμοδουλεία» για το κόμμα.
Τελικώς ο καγκελάριος αποφασίζει να δράσει την άνοιξη του 1934, όταν πλέον σύσσωμος ο παλαιός συντηρητικός πολιτικός κόσμος τον απείλησε ότι θα άρει την κοινοβουλευτική υποστήριξή του στην κυβέρνηση, εάν δεν περιορίσει τις αυθαιρεσίες των ανδρών του Ρεμ.
Μετά τη «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιρίων» γινόταν φανερό ότι οι δομές του γερμανικού κράτους γίνονταν ολοένα και πιο ναζιστικές αφού πλέον είχε νομιμοποιηθεί σαν πρακτική η άμεση εκτέλεση και η κατάργηση του δικαιικού συστήματος της χώρας. Παράλληλα ο Χίτλερ εδραιωνόταν ως ο μοναδικός ηγέτης του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος ανάγοντας τα SS σε ρυθμιστή όχι μόνο του κόμματος αλλά και του κράτους.
Το τριήμερο αυτό η Δημοκρατία της Βαϊμάρης πρακτικά παύει να υφίσταται. Το ίδιο και τα SA. Η ειρωνία της Ιστορίας ήθελε ο ύμνος που τραγουδούσαν να αναφέρει:
«Ας τροχίσουμε τα μεγάλα μαχαίρια μας στην άκρη του πεζοδρομίου.
Και σαν έρθ' η ώρα της τιμωρίας, θα βρεθούμε έτοιμοι για την σφαγή»