Αν επιθυμεί κανείς σήμερα να κατανοήσει «τι είναι γερμανικό;» και τι παρακινεί αυτόν τον «φαουστικό» λαό, που κάθε τόσο κλείνει συμβόλαιο με το διάβολο, στις εκάστοτε μεταφυσικές έμμονες ιδέες, καλλιτεχνικές δημιουργίες και πολιτικές του αποφάσεις, τότε δεν έχει παρά να στραφεί σε μερικούς εκλεκτούς και επικριτικούς εκπροσώπους του, οι οποίοι απαντούν στο εν λόγω ερώτημα με την οξυδέρκεια εκείνη και το χιούμορ που απαιτούν (οι σημερινές) περιστάσεις.
Τι είναι λοιπόν γερμανικό; Was ist deutsch? Μια πρώτη απάντηση έρχεται σαν ιστορικός καταπέλτης από το μακρινό παρελθόν και από το στόμα ενός φιλοσοφικού δυναμίτη, τον Νίτσε, ο οποίος καμάρωνε ισχυριζόμενος ότι μέρος της φιλοδοξίας του ήταν να θεωρηθεί ο κατ' εξοχήν καταφρονητής των Γερμανών:
«Το 'γερμανικό πνεύμα' είναι για μένα κακός αέρας. Αναπνέω δύσκολα κοντά σ' αυτή την ακαθαρσία σε ψυχολογικά θέματα που προδίδει κάθε λέξη, κάθε έκφραση ενός Γερμανού [...] Αυτό που λέγεται 'βαθύ' στη Γερμανία είναι ακριβώς αυτή η ενστικτώδης έλλειψη καθαρότητας που έχει κανείς απέναντι στον εαυτό του... Μπορώ να προτείνω τη λέξη 'γερμανικό' σαν διεθνή νεολογισμό γι' αυτήν την ψυχολογική διαφθορά; [...] Συνολικά καμία ομορφιά, τίποτε από νότο ή από νότια λεπτή φωτεινότητα του ουρανού, τίποτε από χάρη, κανένας χορός, σπάνια οποιαδήποτε θέληση για λογική».
Ναι καλά διαβάσατε και καλά ακούσατε! Η «λογική» και το υποτιθέμενο πνευματικό «βάθος» των Γερμανών πάει κατά διαόλου όταν μπαίνει στο μικροσκόπιο του πρώτου αμοραλιστή και αυτοαποκαλούμενου «καλού ευρωπαίου» Νίτσε.
Ο Γερμανός φιλόσοφος είχε έγκαιρα κατανοήσει ότι πίσω από όλες τις ηθικές, πολιτικές και οικονομικές φρασεολογίες που κυριαρχούσαν κατά τα τέλη του 19 αιώνα (πρόοδος, δημοκρατία, πολιτισμός), αυτό που σιωπηλά συντελούνταν ήταν η φυσιολογική «διαδικασία εξομοίωσης όλων των Ευρωπαίων – δηλαδή η αργή ανάδυση ενός κατ' ουσίαν υπερεθνικού και νομαδικού τύπου ανθρώπου» με υψηλή ικανότητα προσαρμογής στο νέο αυτό ιστορικό και πολιτικό μόρφωμα.
Βέβαια γνώριζε επίσης ότι σ' αυτή τη διαδικασία ενοποίησης των διαφορετικών λαών και ταχυτήτων της Ευρώπης, θα υπάρξουν και ώρες εθνικού αναβρασμού, πατριωτικών σπασμών και αταβιστικών επιθέσεων του πατριωτισμού και προσήλωσης στα πάτρια εδάφη.
Ως λαγωνικό της Ιστορίας διέγνωσε επίσης έγκαιρα τον αντισημιτισμό από τον οποίο έπασχε η τότε Γερμανία, εκείνη την nėvrose nationale (εθνική νεύρωση), όπως την ονόμαζε, και την οποία θεωρούσε αιτία διαιώνισης του ευρωπαϊκού παρτικουλαρισμού που οδηγούσε κι οδηγεί σε μικροπολιτικά αδιέξοδα. Ειδικά στη γερμανική εθνικιστική μικροπολιτική αναγνώρισε την κατ' εξοχήν ανασταλτική δύναμη ενοποίησης της Ευρώπης, τη τροχοπέδη της πολιτιστικής της ακεραιότητας.
Στο ερώτημα «τι είναι γερμανικό;» η απάντηση του Νίτσε ήταν σαφής: ό,τι επιβραδύνει τη δημιουργία μιας υπερεθνικής Ευρώπης. Απάντηση που όπως φαίνεται ισχύει ακόμη και σήμερα. Μόνο που σήμερα οι αποδιοπομπαίοι τράγοι της πολιτικής δεν είναι οι Εβραίοι και οι Πολωνοί, αλλά όλοι οι λαοί του ευρωπαϊκού νότου!
Αναζητώντας διέξοδο από αυτή τη γερμανική στενότητα και πολιτική «υγρασία» και λαχταρώντας διακαώς καθαρό αέρα, ο Νίτσε επινόησε άλλοτε το δικό του νότο: Παρίσι, Προβηγκία, Φλωρεντία, Ιερουσαλήμ, Αθήνα.
Έχει ενδιαφέρον ότι ανάμεσα στους λαούς του νότου που εγγυούνταν το μέλλον της Ευρώπης, ο Νίτσε εξήρε τη Γαλλία επειδή -μεταξύ άλλων- σε αυτή τη χώρα «υπάρχει μια μισοεπιτευγμένη σύνθεση του βορρά και του νότου» που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αντίβαρο στην «δικιά μας γερμανική αρρώστεια».
Ο Νίτσε ως μεγάλος ψυχολόγος γνώριζε τι χρειάζεται ο ίδιος ως Γερμανός για να διασωθεί από το φρικαλέο γκρίζο ορίζοντα της μικροπολιτικής της χώρας του, η οποία οδηγήθηκε σε δύο παγκοσμίους πολέμους, στη μια περίπτωση μάλιστα κλείνοντας συμβόλαιο με τον εθνικοσοσιαλιστικό διάβολο.
Φαίνεται ότι αυτή η εθνική καταναγκαστική νεύρωση επίκλησης δαιμονικών δυνάμεων για την επίτευξη πολιτικών σκοπών επεκτείνεται και στον έρωτα.
Σε ένα λαό όπου η αποπλάνηση ενός κοριτσιού, ονόματι Μαργαρίτα, από έναν μεγάλο σοφό, ονόματι Φάουστ, απαιτεί τη συνέργεια του ίδιου του διαβόλου, δηλαδή του Θεού, τα πράγματα πάνε κατά διαόλου με τους άντρες και τελικά και με τις γυναίκες!
«Με τους Γερμανούς» έγραφε ο Νίτσε το 1886 «συμβαίνει σχεδόν ό,τι και με τις γυναίκες: κανένας δεν φτάνει στο βάθος τους, γιατί δεν υπάρχει βάθος, αυτό είναι όλο....».
Τι θα έλεγε, λοιπόν, ο Νίτσε σήμερα στη Μέρκελ; Κατ' αρχάς να μην επαναλάβει τα λόγια του Μεφιστοφελή που λέει στον Φάουστ:
«Είμαι το πνεύμα που τα πάντα αρνείται!
Και σωστά, γιατί ότι στο κόσμο γεννηθεί (διάβασε: Ευρώπη)
Αξίζει στο τέλος να χαθεί.
Γι αυτό καλύτερα να μη δημιουργείται.
Αυτό που σείς (διάβασε:οι Νότιοι) αμαρτία αποκαλείτε,
Συντέλεια, δυνάμεις του κακού και κρίμα
Αποτελεί στοιχείο μου και της υφής μου τμήμα».
Αφού θα την απέτρεπε από τον δαίμονα της καταστροφής («ο Γερμανός είναι εξοικειωμένος με τους κρυφούς δρόμους προς το χάος») θα της έδινε τη συμβουλή ότι δεν πρέπει να ξοδεύει και να ξοδεύεται για αρνητικούς σκοπούς (oι αγορές), αφού μέσω της διαρκούς προσπάθειας προφύλαξης της θα γίνει τελικά τόσο αδύνατη ώστε στο τέλος δεν θα μπορεί να υπερασπιστεί ούτε τον εαυτό της.
Γιατί «το να έχεις αγκάθια είναι μια σπατάλη, μάλιστα μια διπλή πολυτέλεια, όταν μπορείς να διαλέξεις να μην έχεις αγκάθια αλλά ανοιχτά χέρια» και ένα στόμα που ξέρει να λέει ΝΑΙ, σε ό,τι είναι αναγκαίο για μιαν υπερεθνική πολιτική. Εσείς οι Γερμανοί, θα έκλεινε, «είστε προχθεσινοί και μεθαυριανοί – δεν έχετε ακόμη σήμερα [...] Ο Γερμανός δεν είναι, γίνεται, 'αναπτύσσεται'».
Αναμένουμε την εξέλιξή του σε Ευρωπαίο του μέλλοντος...
Διονύσης Καββαθάς