Με αφορμή τη μεταστροφή των νεοναζί δίδυμων αδελφών Γκάιντε από την Καλιφόρνια χάρη στο χασίς, ανιχνεύονται οι μεταλλάξεις που θα μπορούσε να επιφέρει η χρήση φούντας και άλλων ψυχοδηλωτικών ναρκωτικών στο χαρακτήρα και τη συμπεριφορά ενός σκληροπυρηνικού νεοναζί θαυμαστή του γνωστού Άγγελου του θανάτου.
Ο σαραντάχρονος Λάκης Χ. γεννήθηκε, μεγάλωσε και εξακολουθεί να ζει στα Κουμπουριανά. Είναι ανύπαντρος, άνεργος και ζει μαζί με τους γονείς του, Μαρίτσα και Μιστόκλα, σε ένα απλό αγροτόσπιτο στην άκρη του χωριού με τη συντροφιά ενός χαρωπού και υπερβολικά φιλικού με τους ξένους σκύλου, τον οποίο είχε αγοράσει κοψοχρονιά για πιτ μπουλ, αλλά τελικά στο χαρακτήρα του βγήκε μαλτέζ.
Η μητέρα του, μια ταλαιπωρημένη, αλλά δυναμική ογδοντάχρονη αγρότισσα, ετοιμόλογη, ευφυής και με διαβολεμένο χιούμορ, αμετακίνητα αριστερή με δράση στον εμφύλιο, έχει αρχίσει να αναθεωρεί την εικόνα που είχε για το γιο της. Το ίδιο και ο συμπαθητικός ογδοντανταπεντάχρονος πατέρας του, εξίσου αγρότης, ο οποίος κάθεται συνήθως ήσυχος, γνέφοντας καταφατικά στη λογοδιάρροια της γυναίκας του για τον Στάλιν, το ΚΚΕ και το διάβολο που λέγεται ανανεωτική αριστερά.
Πριν είκοσι περίπου χρόνια είδαν το γιο τους να απολύεται από το στρατό, αλλά να μην λέει με τίποτα να βγάλει από πάνω του τη στρατιωτική περιβολή του πεζικάριου, την οποία άρχισε σιγά-σιγά να εμπλουτίζει με παλιά παράσημα, σταυρούς της Μάλτας, ζώνες με αγκυλωτούς σταυρούς αντί για αγκράφες, Βέρμαχτ μπότες τις οποίες παράγγελνε με αντικαταβολή από το Μοναστηράκι, καθώς και ένα στρατιωτικό μαχαίρι που προμηθεύτηκε από παρακμιακό κατάστημα σουβενίρ σε παραδίπλα χωριό.
Κάθε φορά που έβγαινε από το σπίτι για να πάρει αέρα και να στοχαστεί με αυστηρό ύφος πάνω στις μεγαλειώδεις στρατιωτικές επιχειρήσεις-αστραπή του Χίτλερ, αλλά και στα σπουδαία για την ανθρωπότητα πειράματα του Γ. Μένγκελε, όλο το χωριό τον προσφωνούσε «ο συνταγματάρχης». Μόνιμη συνοδεία του ο «πιστός κι ανάλγητος φύλακάς του» που δεν έλεγε με τίποτα να μάθει τις εντολές στα γερμανικά, αλλά και να περπατάει κολλητά στο δεξί του πόδι. Με την ουρά του μονίμως εν κινήσει, έσπευδε να γλείψει τον κάθε περαστικό.
Αυτή η αναρχοαυτόνομη χαρωπότητα και έλλειψη πειθαρχίας του σκύλου του τού την έδινε τόσο πολύ που απλά μία μέρα αποφάσισε να μην τον ξαναπάρει ποτέ μαζί του, δένοντας τον σε ένα στύλο στην άκρη της αυλής, αναγκασμένος να χέζει εκεί που τρώει και διαρκώς να παραπονιέται γι' αυτή την άδικη αντιμετώπιση από την πλευρά του παρανοϊκού αφεντικού του.
Οι συνήθειές του μάλιστα είχαν εκλεπτυνθεί τόσο πολύ που τα βράδια κλεινόταν στο δωματιάκι δίπλα στην εξωτερική τουαλέτα, όπου διάβαζε το «Ο Αγών μου», ακούγοντας παλιά εμβατήρια, τα οποία δεν είχε πάρει καν χαμπάρι ότι ήταν άσματα που τα τραγουδούσαν στα κολχόζ της Σταλινικής Σοβιετικής Ένωσης, νομίζοντας ότι πρόκειται για στρατιωτικά άσματα σε κάποια ιδιόλεκτο μιας κάποιας περιοχής της Άνω Ρηνανίας.
Κι ενόσω επιδιδόταν σε αυτές τις μύχιες μυστικιστικές στιγμές προσωπικής ανάτασης, ο γονείς του στη φτωχική κουζίνα αναρωτιόνταν σιωπηλά πόσο μαλακισμένο βγήκε το παιδί τους και από πόσα μηχανήματα θα πρέπει να το περάσουν.
Ώσπου μια μέρα, εκεί στον κάμπο, κι ενόσω προσπαθούσε να εξηγήσει σε έναν ημίκουφο παππού την αναγκαιότητα και το ιστορικό βάθος του σχεδίου περί τελικής λύσης, το σκοτεινό ρόλο του Σιωνισμού και τη λαίλαπα των μεταναστών στη χώρα, ένα φως άρχισε να διαφαίνεται στον ορίζοντα, το φως της εξόδου από το τούνελ, την οποία μάλιστα έμελλε να του τη δείξει ένας Αλβανός εργάτης στα χωράφια.
Μερικούς γάρους αργότερα στη χλόη της ελληνικής υπαίθρου, ο νεαρός θιασώτης του ολοκληρωτικού πολέμου και της γερμανικής «ψυχής» δεν θυμόταν καν αν η Σιών ήταν λόφος της Ιερουσαλήμ ή ράτσα γάτας ή αν το «λούγκερ» είναι μάρκα πιστολιού ή η γερμανική απόδοση του ελληνικού «λούγκρα».
Έκτοτε, τα πάντα άλλαξαν άρδην για τον σαραντάρη πλέον άνεργο, ανύπαντρο άντρα. Έβγαλε τα στρατιωτικά, σταμάτησε να απομονώνεται αυνανιζόμενος με φωτογραφίες από το Ολοκαύτωμα, έπαψε να παραγγέλνει με αντικαταβολή παράσημα, έβαλε ίντερνετ απ' όπου προμηθεύεται πλέον αφρόλουτρα και άλατα του Κορρέ και της Κιλς, έχει προτίμηση στα αρωματικά κεριά από το Μαρόκο, κυκλοφορεί στο σπίτι με Γιαπωνέζικη Χακάμα, κάνει ολική αποτρίχωση, ενώ αγαπάει πλέον πολύ τους Αλβανούς, αλλά και όλους τους μετανάστες, ειδικά τους εύσωμους Νιγηριανούς.
Προπάντων, όμως, έδωσε χαρά στη μητέρα του σύμφωνα με την οποία, και σε αντιδιαστολή με την τρέχουσα αντίληψη, «καλύτερα πούστης, παρά γερμανοτσολιάς».