Ξεθάβουν τα πτώματα, αφήνουν τα κρανία στον ήλιο και το φεγγάρι για να ασπρίσουν, τα ζωγραφίζουν ανάλογα με την επιθυμία του αποθανόντος, αναγράφουν το όνομά του με καλλιτεχνικά γράμματα και το στοιβάζουν μαζί με τα υπόλοιπα.
Το νεκροταφείο του γραφικού χωριού δίπλα στη λίμνη ήταν πολύ μικρό για να «φιλοξενήσει» όλους τους νεκρούς του λοιμού που ξέσπασε τον 12ο αιώνα και οι τοπικοί άρχοντες σκέφτηκαν έναν πρωτότυπο τρόπο για να... χωρέσουν όλοι οι καλοί.
Η αποτέφρωση απαγορευόταν την εποχή εκείνη και η χριστιανική κοινότητα του αυστριακού Χάλστατ συμφώνησε στην πρόωρη εκταφή των νεκρών. Για τα οστά δεν υπήρχε χώρος συγκέντρωσης αλλά... για τις νεκροκεφαλές κάτι βρέθηκε.
Οι συγγενείς των νεκρών έπαιρναν το κρανίο, το άφηναν στο φως του ήλιου και του φεγγαριού μέχρι να ασπρίσει και τότε το μετέφεραν ευλαβικά σε ένα εκκλησάκι. Από τις αρχές του 1720 μάλιστα κάτοικοι και εκκλησία συμφώνησαν να ζωγραφίζουν τα κρανία με πολύχρωμα μελάνια σχεδιάζοντας λουλούδια. Η κάθε οικογένεια έγραφε μάλιστα το όνομα του νεκρού στο κρανίο και στη συνέχεια το τοποθετούσε σε κάποιο ράφι (από νεκροκεφαλές) γύρω από τον Εσταυρωμένο.
Στο εκκλησάκι με τα έντονα γοτθικά στοιχεία δεν υπήρχαν οικογενειακοί τάφοι και ο ιερέας μπορούσε να αποφασίσει την απομάκρυνση κάποιου κρανίου -έπειτα από 10 χρόνια παραμονής στον χώρο- για να τοποθετηθεί κάποιο άλλο.
Η τελευταία νεκροκεφαλή τοποθετήθηκε εκεί το 1995 και ανήκε σε μια γυναίκα η οποία πέθανε το 1983 και είχε ενημερώσει τους συγγενείς της ότι η τελευταία της επιθυμία ήταν να βρει τον χώρο της στο Σπίτι των Οστών.