Το σκοτεινό δωμάτιο, γεμάτο με κάθε λογής οθόνες, συσκευές αναπαραγωγής βίντεο και φορητές κάμερες, λούζεται ρυθμικά από το μπλε χειρουργικό, υπνωτιστικό φως της ανοικτής τηλεόρασης που μεταδίδει σκηνές καθημερινής ωμότητας:
Μία φάρμα, ένας ακινητοποιημένος χοίρος, ένας σφάχτης που πλησιάζει με το ειδικό πιστόλι ανά χείρας, μία αποτρόπαιη σκηνή ακαριαίας θανάτωσης, επιθανάτιοι σπασμοί του θύματος.
Rewind και η ίδια σκηνή πάλι από την αρχή, αυτή τη φορά σε βασανιστικά αργή κίνηση: ο ήχος αφόρητα βαρύς και ακατανόητος, οι συνομιλίες των εργαζομένων στη φάρμα απόκοσμες, το ίδιο και ο κρότος του όπλου που κερδίζει σε βάθος και διάρκεια. Οι λεπτομέρειες της σκηνής διογκώνονται στο χώρο και στο χρόνο και ο Μπένι, υπνωτισμένος από αυτό το θέαμα το οποίο έχει παρακολουθήσει άπειρες φορές, περνά στην πράξη.
Θα συναντήσει μία μοναχική συμμαθήτριά του, θα την πάει στο σπίτι του, ενόσω λείπουν οι γονείς του, θα την ταΐσει και μετά θα της δείξει το μαχαίρι και το ειδικό όπλο για βοοειδή που φυλάει σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια. Λίγες στιγμές αργότερα, θα την πυροβολήσει εν ψυχρώ. Εκείνη, ζωντανή ακόμη, θα συρθεί λίγα μέτρα παραπέρα αιμόφυρτη, ενώ ο Μπένι θα σπεύσει να το ξαναγεμίσει και να την πυροβολήσει και πάλι, για να το ξαναγεμίσει μία τρίτη φορά προτού την αφήσει νεκρή δίπλα στο κρεβάτι του. Ολόκληρη η σκηνή του φόνου έχει καταγραφεί από τον ίδιο σε βίντεο.
Έτσι ανοίγει η πολύ σπουδαία ταινία με τίτλο Το βίντεο του Μπένι (Benny's video, 1992), του μεγάλου Αυστριακού σκηνοθέτη Μίκαελ Χάνεκε, ο οποίος εμπνεύστηκε την ταινία του, δοκίμιο πάνω στη βία, από την πραγματική ιστορία ενός ανήλικου αγοριού, το οποίο μετά το φόνο που είχε διαπράξει και ερωτηθείς από τον ανακριτή γιατί το έκανε, εκείνο έδωσε την αποστομωτική απάντηση: «Δεν ξέρω... μάλλον, ήθελα να δω πώς είναι»!
Καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το πραγματικό συμβάν (δεν είναι το μόνο τέτοιου είδους) έλαβε χώρα στην Αυστρία, ένα έθνος με ιδιαιτέρως βεβαρυμένο ψυχοπαθολογικό παρελθόν και διαταραγμένη ιδιοσυγκρασιακή ταυτότητα, όπως επίσης δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ένας πολύ υψηλών προδιαγραφών Αυστριακός σκηνοθέτης επιχείρησε να αναλύσει και να εκθέσει κινηματογραφικά ένα τεράστιο πρόβλημα:
Πώς πυροδοτείται η βία στις σύγχρονες τεχνολογικά και ανθρωπιστικά προηγμένες κοινωνίες, όπου σε αντίθεση με άλλες – λιγότερο εξελιγμένες – η αξία, καθώς και η ηθική και σωματική ακεραιότητα του ατόμου αποτελούν ύψιστες και απαραβίαστες αρχές;
Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα δεν είναι καθόλου απλή και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να περιοριστεί στις επιβλαβείς επιδράσεις της βιομηχανίας του θεάματος πάνω στην εύθραυστη ψυχική οργάνωση των νεαρών σε ηλικία ατόμων.
Οι παράγοντες είναι πολλοί και πολύπλοκοι – οικογενειακοί, κοινωνικοί, οικονομικοί, πολιτικοί, ψυχολογικοί, πολιτισμικοί – και μόνο η μελέτη της αλληλεπίδρασής τους μπορεί να δώσει μία σχετικά καθαρή εικόνα των μηχανισμών που καλλιεργούν και παράγουν τη βία.
Όταν δε αυτοί οι παράγοντες βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να ευδοκιμήσουν στους χώρους των διαφόρων ιδεολογιών του μίσους και της εύκολης προσφυγής στη βία, τότε η κατάσταση γίνεται ιδιαιτέρως επικίνδυνη και πέραν κάθε ελέγχου.
Και αυτό γιατί η ιδεολογία δεν είναι ποτέ το αίτιο, αλλά η αφορμή που προλειαίνει το έδαφος για την εκδήλωση του αιτίου.
Για παράδειγμα, στη βάση των βίαιων πρακτικών των ακροδεξιών οργανώσεων προς τις εκάστοτε ομάδες-στόχους των εξορμήσεών τους, όσο τραβηγμένο κι αν ακούγεται, δεν είναι ούτε οι μύθοι της φυλής ή της εθνικής καθαρότητας, ούτε τα όποια ιδεολογικά σχήματα κάτω από τα οποία συστεγάζονται άνθρωποι και λογικές, ούτε η επίκληση πρακτικών προβλημάτων, όπως οι εγκληματικές πράξεις (παραεμπόριο, κλοπές, βιασμοί, φόνοι) αλλοδαπών. Οι τελευταίες όντως υφίστανται και συνιστούν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Υπάρχει διαφορά, όμως, ανάμεσα στις πράξεις αυτοάμυνας και στις απόπειρες οργάνωσης πολιτικών σωμάτων ασφαλείας, δρώντων υπό τη σημαία-μανδύα μιας ιδεολογίας.
Η ιδεολογία ανέκαθεν λειτουργούσε νομιμοποιητικά σε κάθε είδους ατομικές, αποκλίνουσες συμπεριφορές, προσφέροντας έρεισμα για την παραγωγή και καλλιέργειά τους.
Όλα αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα για τις ορδές ανερμάτιστων ατόμων που διψούν να αντλήσουν ταυτότητα από μία ιδεολογική δεξαμενή επιχειρημάτων, προκειμένου να επιδοθούν απρόσκοπτα στις όποιες ορέξεις τους.
Αυτές οι περιπτώσεις ατόμων θα μπορούσαν να δράσουν υπό το νομιμοποιητικό μανδύα που θα τους προσέφερε οποιοσδήποτε χώρος συνάθροισης και από κοινού δράσης (βλέπε χούλιγκανς), καθώς έτσι θα έβλεπαν τη δική τους μεμονωμένη περίπτωση να προσλαμβάνει διαστάσεις γενικού φαινομένου.
Αυτή είναι η κατάρα της ιδεολογίας: σε κάνει να πιστεύεις ότι η δική σου ξεχωριστή ψυχική οργάνωση μπορεί να μεταφραστεί σε γενικό κανόνα συμπεριφοράς.
Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι το ακόλουθο: που είναι όλα αυτά στο παράδειγμα της ταινίας του Χάνεκε; Ο μικρός δεν ακολουθεί καμία ιδεολογία. Δολοφονεί γιατί απλά θέλει να δει πώς είναι να προκαλείς το θάνατο ενός άλλου ζωντανού όντος και μάλιστα όχι οποιουδήποτε όντος, αλλά ενός ανθρώπου.
Η απάντηση: στην περίπτωση του Μπένι, έχουμε να κάνουμε με τη χειρότερη μορφή εφηρμοσμένης ιδεολογίας της εποχής μας, εκείνης του κυνισμού και της απάθειας απέναντι στο αποτρόπαιο πρόσωπο της βίας.