Εν αρχή ην το Πρόζακ. Γνήσιο τέκνο της πιο ενδιαφέρουσας στυλιστικά δεκαετίας, εκείνης του '80. Ιδανικό σκηνικό της από του στόματος λήψης του, η Νέα Υόρκη των ανερχόμενων γιάπηδων και των σικ εστιατορίων.
Tων κομψών κοστουμιών Βαλεντίνο και των vintage γυαλιών οράσεως Oliver Peoples, των εντυπωσιακών λόφτ στο Μανχάτταν με θέα το πάρκο και των αστραφτερών WC των μεγάλων κλαμπς όπου ελεύθερα μπορούσε να σνιφάρει κανείς την κόκα του προτού βγει να λικνιστεί υπό τους ευρωπαϊκούς ήχους του Blue Monday των New Order, για να βρεθεί λίγες ώρες μετά να πηδάει την ημι-αναίσθητη από την υπερβολική ποσότητα σαμπάνιας και αγχολυτικών φιλενάδα του ακούγοντας το τελευταίο CD των Genesis...
Αξεπέραστη κινηματογραφική απόδοση των πολιτισμικών προεκτάσεών του, το σπουδαίο φιλμ Αμερικανική Ψύχωση που αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου του γνησιότερου εκπροσώπου αυτής της κουλτούρας του '80, συγγραφέα Μπρετ Ίστον Έλλις. Σεξ, υψηλή αστική αισθητική και αποτρόπαια ένστικτα υπό την επήρεια του πιο ευφυούς χαπιού και σπουδαιότερου πολιτισμικού προϊόντος προς μαζική κατανάλωση μετά το σπορ μοντέλο 560SL της Μερτσέντες.
Από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και δώθε το σκηνικό διαφοροποιείται. Ο Ρόναλντ Ρήγκαν δεν είναι πια στην εξουσία. Οι γιάπηδες δεν είναι πια αποκλειστικά γόνοι μεγαλοαστικών οικογενειών, αλλά λαϊκά εργατικά παιδιά με καλά πτυχία. Η μουσική αλλάζει προς το χειρότερο, καθώς χάνει τη συνθετική της πολυμορφία και την ποιότητα της ενορχήστρωσης, γίνεται μονότονη, επίπεδη, tribal. Η κομψότητα ξεθωριάζει σταδιακά και δίνει τη θέση της στην ομοιόμορφη urban αισθητική μιας θλιβερής καθημερινότητας που ξεκινάει κάθε πρωί με πρησμένα μάτια και εξάντληση από τα ολονύκτια ρέηβ πάρτι, για να φτάσουμε στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα:
high-tech υπάρξεις μπροστά σε τερματικά, οι καρασιτεμένοι New Order γράφουν πια βλακείες, τα κλαμπς είναι για κλάματα, το ίδιο και η μόδα, εκτός βέβαια από εκείνες τις εκδοχές της που αναπαράγουν τα μοτίβα του '80 και ειδικά του δεύτερου μισού της. Τα γυαλιά δεν είναι πια στρογγυλά ούτε τα πουκάμισα φαρδιά, αλλά ηλιθιωδώς στενά, ενώ τα παντελόνια δεν έχουν πια πιέτες ούτε είναι ψηλοκάβαλα. Επίσης, θεωρείται πλέον τουλάχιστον απαράδεκτο να σηκώνει κανείς τα μανίκια της φαρδιάς μπεζ ή ποντικί καμπαρντίνας, την οποία άλλοτε μπορούσε άνετα να συνδυάσει με λευκά ψηλά Nike.
Κοινώς, ο μηδενισμός σε όλο του το μεγαλείο που δείχνει πως τα παιδιά έχουν πραγματικά καθημερινά προβλήματα που τους δυσχεραίνουν τη ζωή και καθιστούν την αισθητική πλευρά της ύπαρξης περιττή ή μια βαρετή πολυτέλεια.
Τη θέση του Πρόζακ την παίρνει το Ζολόφτ: target group του δεν είναι πια ή τουλάχιστον μονάχα εκείνοι που τρέχουν στη ζωή με χίλια, παίρνουν ακριβές που***ες και δεν μπορούν να αποφασίσουν το πρωί αν θα οδηγήσουν την Μερτσέντες 560SL ή την αριστουργηματική Πόρσε 911 Καρέρα, αλλά δωδεκάχρονοι και δωδεκάχρονες που μπουκώνονται με υποστηρικτικές ουσίες και μάλιστα σε ένα συγκλονιστικό ποσοστό που αγγίζει το 12% του πληθυσμού των ΗΠΑ.
Εδώ τα πράγματα σοβαρεύουν και το πράγμα παύει να έχει πια πλάκα. Έτσι, τουλάχιστον, ισχυρίζεται η Κάθριν Σαρπ στο βιβλίο της για το Ζολόφτ και τη γενικότερη κουλτούρα των αντικαταθλιπτικών στην σύγχρονη εποχή (Katherine Sharpe, Coming of age on Zoloft, Harper Perennial, 2012), το οποίο εξαίρει το περιοδικό Wired.