Tι σχέση έχει η τρέλα και η παραφροσύνη με τις τεχνολογίες ελέγχου, τον κόσμο της πληροφορίας και τα media, σε έναν κόσμο όπου το ζητούμενο είναι η θέληση να ελέγχονται και να ορίζονται τα πάντα;
Στην αριστουργηματική ταινία του 1974 με τίτλο Η συνομιλία, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα σκηνοθετεί τον Τζιν Χάκμαν στο ρόλο ενός, μυστικοπαθούς σε βαθμό παράνοιας, κορυφαίου ειδικού στις ηχητικές παρακολουθήσεις και υποκλοπές, ο οποίος αν και συμπεριφέρεται ως ψυχρός επαγγελματίας, ωστόσο κατατρύχεται από ενοχές οφειλόμενες σε προηγούμενη «δουλειά» του που κατέληξε στη δολοφονία τριών ατόμων. Η ενοχικότητά του αυτή ενισχύεται και από τον καλά ριζωμένο καθολικισμό του, κάνοντάς τον ακόμη πιο εσωστρεφή.
Πολύ συνοπτικά, λοιπόν, αυτός και το συνεργείο του αναλαμβάνουν μία υπόθεση παρακολούθησης ενός ζευγαριού στο μέσο μιας πολύβουης πλατείας – κάτι που απαιτεί τη χρήση πολύ προηγμένων μεθόδων και τεχνολογιών υποκλοπής. Φοβούμενοι ότι τους παρακολουθούν, ο άντρας και η γυναίκα του ζευγαριού κανονίζουν μυστικό ραντεβού σε ξενοδοχείο.
Επεξεργαζόμενος κατ' εξακολούθηση το – γεμάτο θόρυβο και κακοφωνίες καταγεγραμμένο ηχητικό – υλικό, ο υποκλοπέας Χάκμαν διακρίνει μία ανησυχητική φράση, η οποία θα του προκαλέσει αναστάτωση: «Θα μας σκότωνε αν είχε την ευκαιρία».
Διαισθανόμενος τον κίνδυνο, οι ενοχές του φουντώνουν και αποφασίζει να μην παραδώσει τελικά την ταινία στον πελάτη, ο οποίος βάζει να τον παρακολουθήσουν και εντέλει να κλέψουν την ταινία που ο πρώτος είχε αρνηθεί να παραδώσει.
Ανακαλύπτοντας πως τον παρακολουθούν και τον υποκλέπτουν, ο υποκλοπέας Χάκμαν κυριολεκτικά τρελαίνεται. Η ταινία κλείνει με τη μεγαλειώδη σκηνή, όπου ο σπουδαίος ηθοποιός, έχοντας διαλύσει το σπίτι του, προκειμένου να βρει τους κοριούς, σε κατάσταση απελπισίας, βυθίζεται στην παραφροσύνη. Το τέλος της ταινίας τον βρίσκει να κάθεται αφασικός και παραιτημένος να παίζει το σαξόφωνό του σε μια γωνιά του σπιτιού του.
Γενικά, δεν είναι η πρώτη φορά που ο κινηματογράφος καταπιάνεται με το θέμα των media και της αντίληψης, της τεχνολογίας και της τρέλας. Πριν τον Κόπολα, ο Αντονιόνι είχε προσφέρει στο σινεφίλ κοινό το δικό του αριστούργημα με τίτλο Blow up, όπου το θέμα δεν είναι ο ήχος, αλλά η εικόνα και πιο συγκεκριμένα η φωτογραφική.
Διότι, πράγματι, παράνοια και τεχνολογίες παρακολούθησης πάνε χέρι-χέρι και τούτο για τον απλό λόγο ότι όποιος παρακολουθεί και παρατηρεί τους άλλους, πέφτει σε μία ουσιώδη παγίδα: αδυνατεί να παρακολουθήσει τον εαυτό του. Μπορεί κανείς να παρακολουθεί τους πάντες. Αυτό όμως που δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσει είναι η θέση από την οποία παρακολουθεί.
Πρόκειται για ένα σημαντικό παράδοξο, το οποίο πραγματεύεται η θεωρία του παρατηρητή: τη στιγμή που παρατηρώ, αδυνατώ να παρατηρήσω τον εαυτό μου να παρατηρεί. Αυτό που διαφεύγει πάντοτε από την παρατήρησή μου είναι το σημείο από το οποίο παρατηρώ.
Κανείς δεν μπορεί να είναι την ίδια στιγμή εντός και εκτός της πραγματικότητάς του. Πράγμα που σημαίνει ότι χρειάζεται ένα δεύτερο επίπεδο παρατήρησης, ένα δεύτερο επίπεδο πραγματικότητας, ένας δεύτερος ελεγκτικός μηχανισμός επιφορτισμένος με τη λειτουργία να παρατηρεί την πραγματικότητα αυτού που παρατηρεί.
Όσο εντονότερη γίνεται η απειλή (τρομοκρατική, πολιτική ή άλλη) που οδηγεί στην ανάγκη να ελέγχονται οι πληθυσμοί και τα κοινωνικά συστήματα, τόσο αυξάνεται ο βαθμός περιπλοκότητας του ελέγχου και της παρακολούθησης. Διότι, για να είναι αυτή όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη, πρέπει κυρίως να μπορεί να ελέγχει και να παρακολουθεί την ίδια της τη δράση ελέγχου και παρακολούθησης.
Το αποτέλεσμα είναι να καταλήγουν να παρακολουθούν οι πάντες τους πάντες, σε σημείο ώστε να καταργείται η ίδια η έννοια της παρακολούθησης: σαν δύο μαγνητόφωνα που καταγράφουν το ένα το θόρυβο που παράγει το άλλο ή σαν δύο βίντεο κάμερες των οποίων οι φακοί είναι στραμμένοι ο ένας προς τον άλλο. Δίχως αντικείμενο προς παρακολούθηση και καταγραφή, αυτό που τελικά παρακολουθείται και καταγράφεται είναι η ίδια η ενέργεια της καταγραφής – κενής, ασήμαντης, άνευ αντικειμένου. Το βασίλειο της καθαρής τρέλας.
Ζωντανό παράδειγμα η άγνωστη μέχρι και πριν μία δεκαετία στο ευρύ κοινό μυστική υπηρεσία εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ NSA, η οποία λειτουργούσε στη σκιά και πίσω από τη CIA, το γραφειοκρατικό χάος και ο βαθμός πολυπλοκότητας της οποίας έχρηζε επειγόντως ελέγχου.
Κατ' αυτή τη λογική, όμως, κι εφόσον κάθε σύστημα παρατήρησης, ανίκανο να αυτοπαρατηρηθεί πλήρως, δημιουργεί την ανάγκη ενός δευτέρου επιπέδου παρατήρησης, ο κόσμος, όπως τον γνωρίζουμε, είναι καταδικασμένος να μειώνει το πρόβλημα κατασκευάζοντας νέα επίπεδα πραγματικότητας δίχως τέλος, μεταθέτοντας απλά το πρόβλημα.
Και με την NSA να έρχεται διαρκώς αντιμέτωπη με νόμους προς ψήφιση που προβλέπουν τον περιορισμό της δράσης της επί των Αμερικανών πολιτών, αλλά και με πλήθος αποκαλύψεων αναφορικά με τον ενίοτε παράνομο και αντισυνταγματικό τρόπο λειτουργίας της, δεν μπορούμε να σκεφτούμε παρά ένα πράγμα: πως ούτε αυτή είναι η εξουσία πίσω από την εξουσία...
Αυτός όμως είναι και ο ψυχοπαθολογικός ορισμός της παράνοιας: να πιστεύεις πως τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, βλέποντας το κάθε επίπεδο πραγματικότητας ως απλό παραπέτασμα για ένα άλλο. Μιας παράνοιας που οι παγκόσμιοι εξουσιαστικοί μηχανισμοί πυροδοτούν και υποθάλπουν.