Απόδραση από την αραβική άνοιξη: Το ταξίδι ενός μετανάστη στην Ευρώπη - iefimerida.gr

Απόδραση από την αραβική άνοιξη: Το ταξίδι ενός μετανάστη στην Ευρώπη

NEWSROOM IEFIMERIDA.GR

Το χωριό του Μοχάμεντ Μουναντί στην Τυνησία δεν το άγγιξε ιδιαίτερα η εξέγερση, αλλά εκείνος ήταν ένας απ’ τους πολλούς ανθρώπους που έφυγαν όταν ξέσπασε ο πόλεμος στη Λιβύη.

Όλοι κάπνιζαν στη βάρκα. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνεις, εκτός απ’ όταν ερχόταν καταιγίδα, και τα κύματα χτυπούσαν το σκάφος, ενώ το νερό έλουζε το κατάστρωμα, κι οι επιβάτες το πετούσαν πάλι έξω μανιασμένα. Για τον 22χρονο Μοχάμεντ Μουναντί, οι καταιγίδες ήταν μια ανάπαυλα. Του επέτρεπαν να ασχοληθεί με κάτι. «Το να είσαι χαμένος εκεί έξω στα μαύρα νερά... είναι χειρότερα από την έρημο» λέει, καπνίζοντας ένα τσιγάρο στον απογευματινό ήλιο της Όρια, της πόλης στη νότια Ιταλία όπου βρίσκονται πολλοί Τυνήσιοι μετανάστες. «Φοβάσαι κι αρχίζεις να φαντάζεσαι πώς θα πεθάνεις. Καμιά φορά φανταζόμουν πως θα έπινα τόσο πολύ θαλασσινό νερό που θα πέθαινα, ή ότι θα σταματούσε η καρδιά μου από το φόβο. Στο τέλος με έπαιρνε ο ύπνος. Και εκείνες τις στιγμές αναρωτιόμουνα: “Μοχάμεντ, τα κάνεις όλα αυτά για την Ευρώπη; Όλα αυτά για μια δουλειά;”».

Όταν ο Γάλλος Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί και ο Ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι οργάνωσαν μια συνάντηση κορυφής στη Ρώμη, στις 26 Απριλίου, για να πιέσουν προς τη μερική αποκατάσταση των εθνικών συνοριακών ελέγχων στην Ευρώπη, εξαιτίας απροσδιόριστων «ειδικών συνθηκών», είχαν στο μυαλό τους ανθρώπους σαν τον Μουναντί. Εκείνος και χιλιάδες άλλοι τροφοδοτούν πολιτικές διαμάχες σε υψηλό επίπεδο στους διαδρόμους εξουσίας της Ευρώπης, με κάποιους πολιτικούς να απαιτούν την ενίσχυση των εξωτερικών συνόρων της ηπείρου και περιορισμούς στην ελευθερία κινήσεων μέσα στην Ε.Ε.

Τη φετινή χρονιά υπήρξε κατακόρυφη αύξηση των μεταναστών που προσπαθούν να μπουν στην Ευρώπη από τη Βόρεια Αφρική, όπου οι πολιτικές ταραχές δημιούργησαν κοινωνική ανασφάλεια και οδήγησαν στη χαλάρωση των συνοριακών ελέγχων. Κατά μέσο όρο, 30.000 μετανάστες φτάνουν ετήσια στη Λαμπεντούζα, το ιταλικό νησί που βρίσκεται μόλις 100 χιλιόμετρα από τις ακτές της Τυνησίας. Τους τελευταίους τέσσερις μήνες αυτός ο αριθμός έχει ήδη ξεπεραστεί. «Έχω δύο μήνες να δω τηλεόραση, αλλά μαθαίνουμε τα πολιτικά, για τις συναντήσεις και τις συμφωνίες» λέει ο Μουναντί. «Είναι παράξενο ότι άνθρωποι που δεν ξέρεις, που δεν θα γνωρίσεις ποτέ, έχουν στα χέρια τους τον έλεγχο της ζωής σου. Μόνο εκείνοι ξέρουν τι θα γίνει. Εμάς η δουλειά μας είναι να περιμένουμε, πάντα να περιμένουμε».

Αφήνοντας την Τυνησία

Από τη νύχτα που έφυγε από το χωριό Dahibah της Τυνησίας στις 10 Μαρτίου, αφήνοντας πίσω την οικογένειά του και ξεκινώντας το ταξίδι των 32.000 χιλιομέτρων προς τον Βορρά, ο Μουναντί ζει στα άκρα. Η απόφαση να αφήσει το σπίτι του ήταν η μεγαλύτερη που πήρε ποτέ στη ζωή του∙ τώρα, περιμένοντας σε ένα στρατόπεδο μια άδεια που θα καθορίσει το μέλλον του, είναι στο έλεος γραφειοκρατών σε μακρινά γραφεία που αποφασίζουν τι μπορεί να φάει, πού μπορεί να κοιμηθεί και πώς θα εξελιχθεί η ζωή του. Οι ορίζοντές του διευρύνθηκαν κατά μία ολόκληρη ήπειρο, κι όμως είναι αποκλειστικά επικεντρωμένος στην απόκτηση ενός χαρτιού διαστάσεων 9x12, που θα καθορίσει το αν είναι κατάλληλος να κατοικεί νόμιμα στην Ευρώπη.

Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα έφευγε από την Dahibah, ένα μικρό χωριό στα σύνορα της Τυνησίας με τη Λιβύη, όπου δούλευε με τα αδέρφια του στο λαθρεμπόριο πετρελαίου. [...] Για τον Μουναντί οι πολιτικές ταραχές της πρωτεύουσας έμοιαζαν μακρινές, και αυτό που τον απασχολούσε περισσότερο ήταν το σπίτι που έχτιζε στη γη των γονιών του. «Τη μέρα σέρφαρα στο ίντερνετ και το βράδυ πήγαινα με τους φίλους μου στην έρημο να κυνηγήσουμε λαγούς. Ανάβαμε φωτιά και κατασκηνώναμε εκεί έξω, και βγάζαμε φωτογραφίες για σουβενίρ. Είναι ένα ιδιαίτερο μέρος, σαν να μην ανήκει ακριβώς στην Τυνησία. Δεν βλέπεις πολλούς αστυνομικούς. Η κυβέρνηση μας δίνει κάποια υλικοτεχνική υποστήριξη, αλλά πέρα απ’ αυτό, δεν έχουμε καμία σχέση μαζί τους. Το χωριό ανήκει στους ανθρώπους του».

Η απουσία του κράτους από την περιοχή του Μουναντί έκανε την επανάσταση του Γενάρη δυσνόητη. Τα συχνά χτυπήματα του διεφθαρμένου και βάναυσου μηχανισμού ασφαλείας του τυνήσιου καθεστώτος εναντίον του λαού σπάνια γίνονταν αντιληπτά στην σχεδόν εκτός νόμου συνοριακή κωμόπολη. Όταν η οικογένεια του Μουναντί έμαθε ότι έπεσε ο Μπεν Αλί χάρηκε, αλλά ήταν μια είδηση αποκομμένη από τον δικό τους κόσμο, και -τουλάχιστον στην αρχή- η ζωή συνεχίστηκε με φυσιολογικούς ρυθμούς.

«Και τότε ο λαός της Λιβύης έκανε την κίνησή του», λέει ο Μουναντί, «και ο Καντάφι έκανε τη δική του, και τα πράγματα έγιναν επικίνδυνα. Η κίνησή του συμπαρέσυρε κι εμάς, γιατί διαλύθηκαν τα σύνορα και όλα όσα κάναμε, το λαθρεμπόριο, ο τρόπος που ζούσαμε, έπρεπε να σταματήσουν. Ήξερα ότι αν έμενα, δεν θα είχα δουλειά. Και ήξερα ότι, αν είχα το κουράγιο, έπρεπε να προσπαθήσω να φύγω, να βρω κάτι καινούργιο».

Οι γονείς του προσπάθησαν να τον αποτρέψουν από το να ακολουθήσει τους χιλιάδες Τυνήσιους που εκμεταλλεύονταν το μετα-επαναστατικό χάος που επικρατούσε στη χώρα για να ξεφύγουν από τους συνοριοφύλακες και να διασχίσουν τη Μεσόγειο, αναζητώντας εργασία στην Ε.Ε. Εκείνος όμως ήταν αποφασισμένος. Ήρθε σε επαφή με έναν επιτήδειο στο λιμάνι της Djerba, ο οποίος χρέωνε 2.000 δηνάρια (περίπου 1.000 ευρώ) για την επιβίβαση σε ένα ψαροκάικο. Ξημερώματα της 17ης Μαρτίου, μετά από μια βδομάδα που πέρασε σε ένα διαμέρισμα περιμένοντας να ανοίξει ο καιρός, ο Μουναντί και δύο φίλοι του έβαλαν όλα τους τα υπάρχοντα σε έναν σάκο, ανέβηκαν σε μια σχεδία και έπλευσαν μέχρι το καΐκι που περίμενε στα ανοιχτά. Πενήντα ακόμα μετανάστες είχαν ήδη επιβιβαστεί και περίμεναν.

«Ο καπετάνιος ήταν μόνο 20 χρονών, αλλά ήταν πολύ ήρεμος και επαγγελματίας» θυμάται ο Μουναντί. «Οι περισσότεροι από τους άλλους ήταν από την Djerba, δούλευαν στον τουρισμό ή ήταν ψαράδες. Ήμασταν όλοι πολύ χαρούμενοι, χαμογελούσαμε, τραγουδούσαμε, τραβάγαμε βίντεο με τα κινητά μας».

Τη δεύτερη μέρα, ωστόσο, ξέσπασε καταιγίδα και όλα άλλαξαν. «Ο καπετάνιος ήρθε και μας είπε: “Αν ο άνεμος δεν δυναμώσει άλλο, θα ζήσουμε. Αν όμως γίνει δυνατότερος, θα σας πω μόνο ότι λυπάμαι, γιατί σίγουρα θα πεθάνουμε”. Σ’ όλη μου τη ζωή, δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη στιγμή. Θα μπορούσα να σας μιλάω ώρες γι’ αυτήν, και πάλι δεν θα καταλαβαίνατε. Πρέπει να το ζήσεις, να ξέρεις πώς είναι να πιστεύεις ότι αυτό ήταν, η ζωή σου τελείωσε».

Μετά από τρεις μέρες, το καΐκι έφτασε στη Λαμπεντούζα, το μικρό ιταλικό νησί που έχει γίνει μαγνήτης για όσους προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρώπη από τη Βόρεια Αφρική. Ο μόνιμος πληθυσμός του δεν ξεπερνά τους 5.000 κατοίκους∙ μέχρι στιγμής φέτος, έξι φορές αυτός ο αριθμός ανθρώπων έχουν ξεβραστεί στο λιμάνι και στις παραλίες του νησιού. [...] Πολλές κακουχίες περιμένουν όσους φτάνουν παράνομα στο νησί, αλλά περισσότεροι από 800 άνθρωποι πέθαναν προσπαθώντας να πατήσουν στις ακτές του τους τελευταίους μήνες, σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Για τον Μουναντί, το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν η ανακούφιση. «Δεν ήταν απλώς η Λαμπεντούζα, ήταν μια καινούργια ζωή. Μπορώ να πω ότι όταν πάτησα το πόδι μου στο λιμάνι ξαναγεννήθηκα. Η θάλασσα ήταν θάνατος, και η Λαμπεντούζα ήταν ζωή».

Οι μαρτυρίες όσων έχουν αναλάβει τη διάσωση των μεταναστών που βρίσκονται στη θάλασσα επιβεβαιώνουν το μέγεθος της τύχης του. «Πολλοί από όσους διασώζουμε ταξιδεύουν στριμωγμένοι σαν σαρδέλες για μέρες», λέει ο υπολοχαγός Ντιέγκο Μπιάνκι, γιατρός στο Τάγμα της Μάλτας. «Δεν μπορούν να κινηθούν. Δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις σωματικές τους ανάγκες. Δεν μπορούν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο. Κάποιοι ρισκάρουν τη ζωή τους γιατί στα αμπάρια των καραβιών είναι αδύνατον να αναπνεύσεις. Όσοι έρχονται από τις χώρες κάτω απ’ τη Σαχάρα είναι ήδη στον δρόμο επί μήνες, και οι βλάβες δεν είναι μόνο σωματικές - οι άνθρωποι που φτάνουν εδώ είναι εξαντλημένοι και αποκαρδιωμένοι».

[...]

Ο Μουναντί έμεινε στη Λαμπεντούζα 10 μέρες. «Κοιμόμαστε έξω, στο λιμάνι, γιατί το κέντρο κράτησης ήταν γεμάτο. Για να περάσει η ώρα, πηγαίναμε βόλτες και κοιτάζαμε την ακτή και τη θάλασσα». Τελικά, ήρθε η σειρά του. Πέρασε απ’ το κέντρο κράτησης, του έδωσαν μια προσωρινή ταυτότητα και, μαζί με άλλους 1.400 μετανάστες, μπήκε σε ένα φεριμπότ για τον Τάραντα, μια πόλη της νότιας Ιταλίας. «Μας έψαξαν όλους πριν μπούμε στο πλοίο και μας πήραν όσα αντικείμενα θα μπορούσαν να είναι επικίνδυνα. Ακόμα και τα κορδόνια μας. Ήξεραν πόσο πιεσμένοι ήμασταν». Την 1η Απριλίου, ο Μουναντί έφτασε στην ηπειρωτική Ευρώπη και βρέθηκε σε ένα κέντρο κράτησης στην Πούλια της Ιταλίας. Στημένη σε μια χέρσα έκταση ανάμεσα στις πόλεις Μαντούρια και Όρια και περικυκλωμένη από αρχαία ερείπια, αυτή η πόλη με τις μπλε σκηνές είναι περιφραγμένη με συρματοπλέγματα, φρουρούμενη από δεκάδες αστυνομικές μονάδες -συμπεριλαμβανομένων έφιππων περιπόλων- και υπόκειται σε παρακολούθηση από αέρος με ελικόπτερα. Σχεδιασμένο αρχικά να χωράει 1.500 ανθρώπους, το κέντρο κράτησης προκάλεσε ένταση με τους κατοίκους της Όρια. Όταν έφτασε ο Μουναντί, μέσα στο κέντρο ζούσαν πάνω από 2.000 μετανάστες, που εξυπηρετούνταν από δύο σημεία διανομής φαγητού και ένα κτίριο με ντους που συχνά δεν λειτουργούσαν, ενώ δεν υπήρχε σχεδόν καμία επίσημη πηγή πληροφόρησης για το τι θα συνέβαινε στη συνέχεια.

Ένα στρατόπεδο στο κόκκινο

Η διεθνής ιατρική οργάνωση Γιατροί Χωρίς Σύνορα περιγράφει τις συνθήκες στα ιταλικά κέντρα μεταναστών ως «αφόρητες», χειρότερες από εκείνες των προσφυγικών στρατοπέδων σε άλλα μέρη του κόσμου όπου επιχειρεί η ΜΚΟ, και προειδοποιεί ότι αυτή η κατάσταση επιδεινώνει την ψυχική υγεία των κρατουμένων.

«Ο κόσμος εκνευρίζεται. Δεν καταλαβαίνει τι γίνεται», λέει ο Μουναντί. «Μερικοί μεθάνε και μπλέκουν σε καυγάδες, κι ολόκληρο το μέρος είναι στο κόκκινο. Φοβάμαι, γιατί δεν έχω ξανασυναντήσει τέτοιους ανθρώπους. Δεν είναι όλοι καλοί. Πολλές φορές εύχομαι να με στείλουν πίσω στην Τυνησία, μόνο και μόνο για να ξεφύγω απ’ αυτό το μέρος». Όσον καιρό είναι εκεί ο Μουναντί, έγιναν δύο μαζικές αποδράσεις απ’ το κέντρο. Στη δεύτερη, ο Μουναντί κατάφερε να φτάσει με τα πόδια ως το Μπάρι, σχεδόν 100 χιλιόμετρα προς βορρά, πριν τον φέρει πίσω η αστυνομία. Η ζωή στο κέντρο πήρε τη μορφή μιας άβολης ρουτίνας, όταν οι αρχές άρχισαν να δίνουν προσωρινές, εξάμηνες βίζες σε όσους έφτασαν στη Λαμπεντούζα πριν τις 5 Απριλίου, μια προϋπόθεση που πληρούσε ο Μουναντί. Κάθε πρωί αναρτάται έξω απ’ το αστυνομικό τμήμα του κέντρου μια λίστα με τα ονόματα αυτών που μπορούν να παραλάβουν τη βίζα τους, αλλά η διαδικασία φαίνεται να είναι μάλλον τυχαία, και, μιας και η πληροφόρηση για το ποιοι θα πάρουν τη βίζα και πότε δεν είναι ξεκάθαρη, οι φήμες και οι θεωρίες συνομωσίας εξαπλώνονται γρήγορα. Κάποιοι μετανάστες πιστεύουν ότι το φαγητό του κέντρου έχει μέσα ναρκωτικά, για να τους κρατούν πειθήνιους. Τον περασμένο μήνα, οι αναφορές ότι οι αξιωματούχοι του στρατοπέδου χρέωναν τους μετανάστες 30 ευρώ για τη βίζα παραλίγο να προκαλέσουν εξέγερση.

«Ξυπνάμε το πρωί μόνο και μόνο για να δούμε τη λίστα» λέει ο Μουναντί. «Πολύ συχνά δεν αισθάνεσαι πως είσαι άνθρωπος, αλλά πρέπει να αποδεχτείς τους όρους. Αυτό που πρέπει να θυμάσαι είναι ότι είναι θέμα ημερών, ωρών, τίποτα παραπάνω».

Τώρα που περιμένουν τη βίζα, οι μετανάστες δεν είναι πια κλειδωμένοι μέσα στο κέντρο τη μέρα, και μπορούν να πάνε μέχρι την Όρια. Οι κάτοικοι έχουν δείξει κατά καιρούς μεγάλη καλοσύνη στους μετανάστες που έρχονται καθημερινά για καφέ. Μια μέρα, μάλιστα, ένα ζευγάρι πήρε τον Μουναντί με το αυτοκίνητό του και πήγαν μια εκδρομή στη θάλασσα.

Υπάρχουν όμως και αντιδράσεις. Οι μαγαζάτορες έχουν βάλει στα μαγαζιά τους πινακίδες στα αραβικά που λένε ότι μόνο ένα άτομο τη φορά μπορεί να μπαίνει μέσα, ενώ τα μπαρ και τα καφέ έχουν αρχίσει να περιορίζουν τις ώρες κατά τις οποίες επιτρέπεται στους μετανάστες να χρησιμοποιήσουν τις εγκαταστάσεις τους. «Είμαστε μια μικρή πόλη που βασίζεται κατά πολύ στον τουρισμό, και απειλούμαστε από μια εισβολή που έχει φέρει τη ζωή κάποιων ανθρώπων τα πάνω κάτω» λέει ο Εμίλιο Ντελ’ Άκουιλα, ο αρχηγός της τοπικής αστυνομίας. «Καταλαβαίνω», λέει ο Μουναντί. «Εδώ είναι το σπίτι τους. Πρέπει πάντα να ζητάμε συγνώμη για την παρουσία μας εδώ».

[...]

«Αν πάρω τη βίζα, θα πάω στη Ρώμη να βγάλω φωτογραφίες - θα περάσω εκεί μια μέρα, τουρίστας και μετανάστης» λέει. «Μετά θα προσπαθήσω να φτάσω στο Παρίσι, όπου ο ξάδερφος ενός φίλου μου θα μας βρει δουλειά σ’ έναν φούρνο. Είναι μια απλή δουλειά, και, με τη βοήθεια του Αλλάχ, θα πετύχουμε. Ο φίλος μου θα φτιάχνει το ψωμί κι εγώ θα μαθαίνω».

Το να πάρει την άδεια θα είναι μόνο η αρχή άλλης μιας αβέβαιης φάσης στο ταξίδι του Μουναντί. Τα τρένα και τα λεωφορεία χρειάζονται χρήματα, αλλά χωρίς χαρτιά τού είναι δύσκολο να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες μεταφοράς χρημάτων για να του στείλουν λεφτά φίλοι και συγγενείς. Στα σύνορα με τη Γαλλία έχουν παραταχθεί αστυνομικές δυνάμεις με σκοπό να εμποδίσουν τους Τυνήσιους μετανάστες που έχουν άδεια να μπουν στη Γαλλία, και, με την υποψία ότι μεταφέρουν μετανάστες, ολόκληρα τρένα έχουν διαταχθεί να γυρίσουν πίσω. Ακόμα κι αν ο Μουναντί φτάσει στο Παρίσι, δεν υπάρχει εγγύηση ότι δεν θα τον απελάσουν κάποια στιγμή στο μέλλον. Την περασμένη εβδομάδα έγιναν επιχειρήσεις-σκούπα εναντίον των Τυνήσιων άστεγων μεταναστών σε αρκετές πόλεις της Γαλλίας.

Στην πατρίδα του Μουναντί, στην Dahibah, οι μάχες της Λιβύης έχουν περάσει τα σύνορα, αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Αν ο δρόμος της επιστροφής μοιάζει δύσκολος, η πορεία προς τα εμπρός δεν έχει λιγότερες δυσκολίες. Ο Μουναντί ξέρει ότι θα φύγει απ’ το στρατόπεδο οπλισμένος μόνο με λίγο σαμπουάν, μια αλλαξιά ρούχα και ίσως μια προσωρινή βίζα, για να πολεμήσει στις γραφειοκρατικές μάχες που τον περιμένουν.

Πιστεύει όμως ότι η μάχη του ενάντια στα σύνορα δεν θα κρατήσει για πάντα. «Μερικές φορές, όταν βλέπω ειδήσεις, και βλέπω όλα τα δεινά και τους πολέμους, τις επαναστάσεις και τις φυσικές καταστροφές αυτού του κόσμου, και βλέπω ανθρώπους να πηγαίνουν από τη Λιβύη στην Τυνησία, από την Αϊτή στο Καναδά, από τη Σερβία στην Ιταλία, σκέφτομαι ότι γρήγορα δεν θα υπάρχουν πια σύνορα σ’ αυτόν τον κόσμο» λέει. «Θα είναι θαύμα, αλλά θα γίνει. Θα επιστρέψουμε στις πρώτες στιγμές της ανθρωπότητας πάνω σ’ αυτή τη γη, και θα είμαστε ελεύθεροι να μετακινηθούμε».

Το ρεπορτάζ από την Όρια της Ιταλίας είναι του Τζακ Σένκερ, όπως δημοσιεύτηκε στον «Guardian».

http://www.guardian.co.uk/world/2011/may/09/escape-arab-spring-migrant-voyage

(Μτφρ.: Μυρτώ Αθανασοπούλου)

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ